Να Μικέλ ή να μη Μικέλ;

της Λίνας Βανίδη Παρατηρώ αρκετό καιρό τώρα φίλους και μη, να μιλάνε για τη νέα αλυσίδα καφέ, να σχολιάζουν, να επικρίνουν και να κατακρίνουν, να αναρωτιούνται από πού ξεφύτρωσε ο κύριος στο σήμα της μπράντας και πόσο περισσότερο θα αναπτυχθεί. «Τα Ελληνικά  Starbucks», λένε κάποιοι, «Θα θέλανε!», απαντούν κάποιοι άλλοι. Κι επειδή μάλλον δεν υπάρχει […]

Λίνα Βανίδη
να-μικέλ-ή-να-μη-μικέλ-11394
Λίνα Βανίδη
mikel.jpg

της Λίνας Βανίδη

Παρατηρώ αρκετό καιρό τώρα φίλους και μη, να μιλάνε για τη νέα αλυσίδα καφέ, να σχολιάζουν, να επικρίνουν και να κατακρίνουν, να αναρωτιούνται από πού ξεφύτρωσε ο κύριος στο σήμα της μπράντας και πόσο περισσότερο θα αναπτυχθεί. «Τα Ελληνικά  Starbucks», λένε κάποιοι, «Θα θέλανε!», απαντούν κάποιοι άλλοι. Κι επειδή μάλλον δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική διασκέδασης στη Θεσσαλονίκη, πολλοί από τους προαναφερθέντες καταλήγουν να απολαμβάνουν τον καφέ τους σε ένα από τα πολυάριθμα πια Μικέλ της πόλης. Πριν ξεκινήσω να πω τη γνώμη μου περί του «φαινομένου», όταν κάποια στιγμή ερωτήθηκα, συνειδητοποίησα ότι λίγο έλειψε να γίνω ένας από αυτούς που συχνά με κάνουν και μορφάζω (όχι κολακευτικά), αυτούς που εκφέρουν γνώμη χωρίς να γνωρίζουν. Και γι’ αυτό, την προηγούμενη εβδομάδα, μπήκα σε ένα Μικέλ, ανεβάζοντας αυτόματα το μέσο όρο ηλικίας, και παράγγειλα έναν ιδιαίτερα ελαφρύ όπως αποδείχτηκε από τις πρώτες γουλιές cappuccino-πακέτο.

Η γενιά μου έζησε την έκρηξη της «καφεδομάθειας», ας μου επιτραπεί ο όρος. Εντός μία 5ετίας περάσαμε από το «σκέτο/μέτριο/γλυκό με γάλα» στις διάφορες εκδοχές «freddo», τους καλοκαιρινούς μήνες, και από το «γαλλικό με γάλα» στο cappuccino ή espresso, αντίστοιχα τους χειμερινούς. Ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε cappuccino σερβιριζόταν είτε με σαντιγύ είτε με αφρόγαλα αλλά λίγο το «καν’ το, πιες το όπως οι Ιταλοί», λίγο το ότι 2-3 cappuccino με σαντιγύ τη μέρα σου προσθέτανε ένα κιλό στη ζυγαριά σου το μήνα, επικράτησε το αφρόγαλα. Η συνήθεια βέβαια του πολύωρου καφέ παρέμεινε και συνεχίζει καθώς καφές σημαίνει έξοδος ή μερικές φορές και διέξοδος.

Τα Starbucks ήρθαν αργότερα και μύησαν τον Έλληνα στις έννοιες frappuccino, mocha latte, tall, low fat milk κλπ. Ο καφές-πάστα (καφές/σαντιγύ/σιρόπι) για μένα προσωπικά ήταν απολαυστικός στη συχνότητα που τον κατανάλωνα – δις, ετησίως – αλλά δεν κατάφερα ποτέ να εκστασιαστώ με την απλούστερη εκδοχή του καφέ τους ή τα κατεψυγμένα φρεσκοψημένα soft cookies τους. Και για να μην κοροϊδευόμαστε, αν η Carrie Bradshaw δεν έγραφε τη στήλη της στα Starbucks όταν την έπνιγε το διαμέρισμά της, δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι τα Starbucks είχαν το καλύτερο σήμα wifi για να ικανοποιήσουν τους ορκισμένους θαμώνες του σαλονιού τους. Προτιμώ και δέχομαι την παραδοχή του «μ’ αρέσει το αμερικάνικο concept των Starbucks και αν σ’ αρέσει!».

Ένα άλλο boom που ζήσαμε ήταν αυτό των Goody’s τα οποία στην ουσία κατατρόπωσαν τοπικά τις παγκόσμια επιτυχημένες αλυσίδες fast food χωρίς καν να αξιοποιήσουν το «ελληνικό στοιχείο» που σήμερα όλοι θεωρούνε συγκριτικό πλεονέκτημα της μπράντας τους. Εκτός του φαγητού που ικανοποιούσε τους Ελληνικούς ουρανίσκους που αναζητούσαν το γρήγορο ναι, πρόχειρο όχι, τα Goody’s ήταν επίσης έξοδος. Ακόμη κι αν ενίοτε δεν μπαίναμε για να φάμε στο μαγαζί της Κούσκουρα, η συνάθροιση και το στρίμωγμα για μία θέση στα πράσινα κάγκελα του παρτεριού απ’ έξω ήταν για τις ηλικίες 12-15 “must”. Η σαββατιάτικη έξοδος απαιτούσε το περπάτημα από το συγκεκριμένο σημείο (μία από Μητροπόλεως προς Τσιμισκή και μία αντίστροφα) το οποίο στην ουσία ήταν το see and be seen.

Δεν ξέρω πόσοι θεωρούν τα Μικέλ κάτι αντίστοιχο, ένα must ή έναν προορισμό see and be seen αλλά για εμένα τα 4-5 ευρώ που χρόνια τώρα (υπερ)πληρώνω για τους καφέδες μου θα με οδηγήσουν να αναζητήσω ένα φλιτζάνι πραγματικό καλό καφέ κάπου εκτός της αλυσίδας. Η 10ετής πορεία μου στο χώρο της επικοινωνίας αντίστοιχα θα με οδηγήσει να αναζητήσω ένα καλύτερα τυπωμένο χάρτινο κύπελλο καφέ και ένα σαφέστερα πιο ενδιαφέρον σχεδιασμένο τιμοκατάλογο ή εσωτερικό καταστήματος επίσης κάπου αλλού. Και τέλος η εργασιακή μου εμπειρία στον κλάδο της υπηρεσίας αλλά και τα 35 μου χρόνια θα με οδηγήσουν να αναζητήσω εξυπηρέτηση σε πιο προσωπικό, πιο φιλικό, πιο ευγενικό επίπεδο.

Και όσο κι αν συμφωνώ με το «από το να παίρνουν τα λεφτά μας τα Starbucks, ας τα παίρνουν τα Μικέλ που τουλάχιστον είναι Ελλήνων επιχειρηματιών» (ισχύει όντως αυτό;), πρέπει να ομολογήσω ότι τα Μικέλ, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν μία απλοϊκή κόπια του concept των Starbucks. Ένα ξενόγλωσσο σλόγκαν, η συχνή χρήση θετικά φορτισμένων επιθέτων στο site (ασυναγώνιστη φήμη – τελειότητα προϊόντων – επιτυχημένη συνταγή), η παρουσία στα social media και η απεικόνιση του Big Ben και του Κολοσσαίου στο take-away κύπελλο του καφέ δεν αρκούν για να χαρακτηριστείς ως η ελληνική εκδοχή των Starbucks.

Για όλους λοιπόν τους πιο πάνω λόγους θα καταλήξω λέγοντας ότι προσωπικά δεν θα Μικέλ. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν κατανοώ όσους θα Μικέλ. Όταν κι εγώ ήμουν 16,  η αισθητική, η εξυπηρέτηση, η ποιότητα και η αυθεντικότητα δεν ερχόταν πρώτα στα κριτήριά μου. Αν στο διπλανό τραπέζι καθότανε ο «κούκλος της 3ης λυκείου» κι εγώ χαζογελούσα με την κολλητή μου επιδεικνύοντας το καινούργιο μου 501 και τα σταράκια μου, το μαγαζί ήταν απλά «τέλειο»!

Όπως έλεγαν τότε οι μεγαλύτεροι και με ένα στραβό χαμόγελο συνοδευόμενο από μία τσιμπιά ζήλιας στην καρδιά προς τα σημερινά 16χρονα, λέω εγώ τώρα ο καιρός θα δείξει. Το «της μόδας» είναι κάτι που δύσκολα αγνοείται και αν κάτι έχει κάνει πολύ σωστά ο κος Μικέλ είναι να στοχεύσει ως βασικούς του πελάτες 16χρονους και μη, υπέρμαχους του “trendy”. Για τους υπόλοιπους, υπάρχουν αρκετές εναλλακτικές, “trendy” και αυτές, για την ηλικία, τα γούστα ή την ιδιοσυγκρασία μας. Αν βέβαια στο διπλανό τραπέζι τύχει να κάθεται και κάποιος καθόλου άσχημος τύπος που  κοιτάξει και τα καινούργια μου παπούτσια, ακόμη καλύτερα!

*Οι αλυσίδες “της μόδας” δυστυχώς κουβαλούν μαζί τους και άλλες μόδες, αφού σύμφωνα με ανακοίνωση της Γραμματείας Επισιτισμού-Τουρισμού του Π.Α.ΜΕ. και το Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων Τουριστικών-Επισιτιστικών Επιχειρήσεων Θεσσαλονίκης-Πιερίας-Χαλκιδικής, οι εργαζόμενοι στα καφέ καλούνται να υπογράψουν ιδιωτικά συμφωνητικά με ρήτρα πολλών χιλιάδων ευρώ, δεσμευόμενοι πίστη και υπακοή στην εταιρία, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Η υπογραφή αυτών των συμφωνητικών ισοδυναμεί με αλλαγή της σύμβασης εργασίας και ο εργοδότης μπορεί να απολύσει τον εργαζόμενο άμεσα και χωρίς αποζημίωση. Η εταιρία υποχρεώνει τους εργαζόμενους ακόμα και μετά από ένα χρόνο μετά τη λήξη της εργασίας τους να μην δουλέψουν σε οποιαδήποτε επισιτιστική επιχείρηση, αλλά και να μην ενεργήσουν οποιαδήποτε ανταγωνιστική προς την εταιρία πράξη, χωρίς να διευκρινίζεται τι είδους είναι αυτή πράξη. Απαγορεύεται ακόμα και σε συγγενικό πρόσωπο (α’ βαθμού) των εργαζόμενων να εργάζεται σε επισιτιστική επιχείρηση. Το παραπάνω συμφωνητικό προσβάλλει βασικά εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζόμενων, καθώς τους καθιστά ομήρους της επιχείρησης ακόμα και στην περίπτωση που αυτοί απολυθούν από την εν λόγω επιχείρηση.

*Η φωτογραφία είναι του Θόδωρου Καρανίκα

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα