Η Νανά δεν μένει πια εδώ…
Ένας χρόνος πέρασε, αλλά οι φίλοι της δεν την ξεχνούν!
Η τελευταία μας εμφάνιση ήταν στην πρεμιέρα της ταινίας «Νανά» που έφτιαξε η Λάρα γi’ αυτήν και στα «Καλιαρντά» της Πάολας στην οποία επίσης συμμετείχε. Τα φώτα κλείσανε στην αίθουσα του λιμανιού και εκείνη μου έσφιξε το χέρι, μου το κρατούσε σε όλη την διάρκεια της προβολής όπως συνηθίζαμε να κάνουμε πάντα. Όταν ήμουν στο νοσοκομείο για σκωληκοειδίτιδα, όταν ήταν στην εντατική στο πρώτο έμφραγμα, όταν κάναμε βόλτα στην παραλία, στις διακοπές, όταν πέθανε ο γιός της, όταν χάσαμε την Πάτρα, κάθε φορά που χώριζα, στην πιάτσα, στο μπορντέλο, έξω από την πόρτα κάθε φορά που με αποχαιρετούσε καθώς έφευγα.
Ύστερα εκείνο το τηλεφώνημα από το νοσοκομείο
«Να έρθεις να με δεις, θα με κρατήσουνε είπανε»
Κάπνιζε πολύ τα τελευταία χρόνια, κουνώντας πολύ εκφραστικά με έναν μοναδικό τρόπο τα χοντρά της χέρια με τα εντυπωσιακά βαμμένα νύχια στο κόκκινο της φωτιάς. Την μαλώναμε όλοι, να το ελαττώσει, να κάνει και λίγη δίαιτα.
«Να έρθεις να με δεις θα με κρατήσουνε» είπε και αυτή ήταν η αρχή ενός από τα πιο περίεργα καλοκαίρια που έζησα.
Ξεκίνησα τις επισκέψεις άλλοτε μόνος άλλοτε με παρέα, στην αρχή στο νοσοκομείο αργότερα στο σπίτι μετά πάλι στο νοσοκομείο από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο. Στο Τhessaloniki pride δεν ήταν εκεί. Μετά την πορεία άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς για πολύ ώρα και οι συναυλίες ακυρώθηκαν. Σαν να μας επέτρεπε ο καιρός να παρελάσουμε αλλά το πάρτυ δεν θα το κάναμε χωρίς αυτήν. Το καλοκαίρι συνεχίστηκε εν μέσω πολιτικών εξελίξεων και πρωτόγνωρών καταστάσεων που έφεραν τα capital control και ένα δημοψήφισμα. Ήρθα πιο κοντά με την Άννα, την Κατερίνα, με φίλους που είχα να δω καιρό. Η αγωνία ήταν διπλή , η θλίψη διάχυτη σε όλους. Η φίλη μας στο νοσοκομείο, οι ζωές μας μετέωρες, ένα από τα πιο ζεστά καλοκαίρια, ανασφάλεια, άγχος, αγωνία και εμείς να μετράμε για όλα αντίστροφα.
Για λίγο καιρό πίστεψα, ότι θα την γλυτώσουμε. Κάναμε σχέδια για το χειμώνα κάθε φορά που βρισκόμασταν. Ένα μεσημέρι ρώτησα τον Γιώργο(Ιδομενέας) που την καθάριζε, καθώς τις άλλαζε τους επιδέσμους «Πότε λες να περπατήσει, της υποσχέθηκα ότι θα πάμε μια βόλτα έστω μέχρι κάτω στην παραλία» για να πάρω την απάντηση « Δεν νομίζω να μπορέσει να ξαναπερπατήσει Γιώργο». Εκείνη την ημέρα άρχισα να συνειδητοποιώ ότι πλησιάζει το τέλος. Το απόγευμα μείναμε οι δύο μας. Φάγαμε καρπούζι, και έτσι πως φυσούσε ο ανεμιστήρας, μας πήρε ο ύπνος καθώς ξαπλωμένοι θυμόμασταν πρόσωπα και καταστάσεις μιας ολόκληρης ζωής.
Άνοιξε το συρτάρι, μου είπε, και πάρε τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Έλα μια μέρα και πάρε τα βιβλία και το αρχείο μου εγώ τι να τα κάνω; Την γούνα άφησε μόνο την θέλω να την φορέσω το χειμώνα..
Πήρα τα άλμπουμ αγκαλιά, τα ξεφυλλίσαμε, είχαμε και μαζί μερικές φωτογραφίες.
«Παλιόγερε μου λέει πάρε και τη γούνα και αν την χρειαστώ βλέπουμε».
Το βράδυ την είδα σε ένα όνειρο να μ αγκαλιάζει και να με αποχαιρετάει έξω από την πόρτα του σπιτιού λέγοντας «Εγώ πρέπει να φύγω τώρα». Μιλήσαμε τον Δεκαπενταύγουστο. Την θεωρούσε μεγάλη γιορτή. Πριν χρόνια ανήμερα της Παναγιάς φάγαμε στο σπίτι της και ύστερα ξαπλώσαμε στο μπαλκόνι, στην γειτονία μας, εκεί που γνωριστήκαμε, στην οδό Σαπφούς, στους δρόμους το Βαρδάρη που τόσο μας πόνεσαν και τόσο αγαπήσαμε. Οι αναμνήσεις και τα φαντάσματα των ανθρώπων στοίχειωσαν για πάντα εκείνους τους δρόμους. Εμείς στις βόλτες μας μπορούσαμε να τους δούμε ακόμα και να τους μιλήσουμε. Εδώ θα επιστρέφαμε και εμείς στην μεταθάνατο ζωή έτσι μου έλεγε.
«Πότε θα έρθεις;» με ρώτησε στο τηλέφωνο
Την επόμενη μέρα ήμασταν εκεί με το Γιώργο και την Diona.Με φώναξε κοντά της. «Πάμε να φύγουμε μου λέει,, μάζεψε τα πράγματα μου φέρε τα ρούχα μου και πάρε με από εδώ. Πήγα να της πιάσω το χέρι και μου το έσφιξε δυνατά όπως τις άλλες φορές μόνο που αυτή θα ήταν η τελευταία. Εκείνο το απόγευμα σκοτείνιασε νωρίς μέσα μου. Ένα κομμάτι μου είχε μόλις χαθεί. Την επαύριο της κηδείας βγήκα στα στενά του Βαρδάρη. Προμηθέως, Σαπφούς, Οδυσσέως Ταντάλου. Τίποτα δεν έμεινε ίδιο. Ακόμα και οι δρόμοι θαρρείς και έχουν πεθάνει. Όμως εκεί, στην γνώριμη γωνία αν προσπαθούσες να δεις ανάμεσα από τον ήλιο μπορούσες να νιώσεις την μυρωδιά της, να ακούσεις το επιβλητικό της γέλιο και να την δεις να περπατάει κουνώντας τα χέρια με εκείνο τον κεφάτο, μοναδικό τρόπο.
ΥΓ. Νιώθω μεγάλη τιμή και τύχη που συμπορεύτηκα με την Νανά Χατζή για 20 χρόνια και χαίρομαι ιδιαίτερα που τα τελευταία από αυτά είχε πολλούς φίλους και ήταν δραστήρια απολαμβάνοντας κάθε στιγμή της καθημερινότητάς της.