Ναργιλέδες, κρυπτονομίσματα και η νέα γενιά

Με μία βόλτα στους δρόμους τις πόλεις τις τελευταίες - μετά την άρση των περιορισμών – ημέρες.

Θάνος Στρατάκης
ναργιλέδες-κρυπτονομίσματα-και-η-νέα-762725
Θάνος Στρατάκης

Με μία βόλτα στους δρόμους της πόλης τις τελευταίες – μετά την άρση των περιορισμών – ημέρες, δαγκώθηκα πολύ να μην ενδώσω στη (φασίζουσα) μελαγχολία ενός ανθρώπου που έχει την τάση να κοιτάει από πάνω «τα ευτελή». Ότι τάχα οι ναργιλέδες, η νέα μόδα που έχει ανάψει στην πόλη, και οι συζητήσεις για γρήγορο και εύκολο πλουτισμό, το κρυπτονόμισμα και ο άσος στη Νάπολη, που κρυφάκουγα παντού μεταξύ των νέων ανθρώπων, είτε αυτοί ήταν εργατική τάξη είτε αστοί, είναι κατώτερες δραστηριότητες για τη ζωή. Σε μία εποχή με μεγάλες προκλήσεις.

Θυμήθηκα αμέσως τη θεία μου, μία νοικοκυρά, που όταν την πείραζα ότι συνέχεια κουτσομπολεύει μου είχε απαντήσει «και τις θες να λέμε συνέχεια, για τον Στάλιν και τον Λένιν;». Θυμήθηκα και αυτή τη μελαγχολία που πιάνει κατά καιρούς τους ανθρώπους με υψηλές προσδοκίες. Μία από αυτές που έχω έντονα μέσα στην πανδημία είναι ότι μετά τον κορονοϊό εκτός από τα αναμενόμενα κακά (ψύχωση με την υγιεινή, ενσωμάτωση της κοινωνικής καχυποψίας και ψηφιακής αποστασιοποίησης), αναμένω πολλά από τη γενιά μου, και ας είναι μία ισχνή μειοψηφία σε έναν κόσμο που όλο και περισσότερο γερνάει. 

Σε σχέση με την αναλυτική χρησιμότητα της γενιάς για την Ελλάδα, ή τον κίνδυνο της απώλειας της, ένα πλήθος πραγμάτων άρχισαν να εντοπίζουν και οι περισσότερες εφημερίδες (θα βρείτε αφιερώματα στο Βήμα, στην Καθημερινή, στην ΕΦΣΥΝ), αν και εμένα προσωπικά η αρχική προσέγγιση μου ήταν πολύ πιο δομική από το τι θα ψηφήσουν στις επόμενες εκλογές οι νέοι ή από το αν είναι απλώς δυσαρεστημένοι από την οικονομία. Οπότε στεναχωρήθηκα ξανά με την εύκολη ταύτιση με τις μόδες, τους σελέμπριτι, και τον γρήγορο πλουτισμό. Μία τρέλα που αν επενδύονταν σε συλλογικά και πολιτικά σημαντικές δραστηριότητες, όπως είχε γίνει με την προηγούμενη γενιά, θα οδηγούσε αν όχι στην ευημερία, τότε σε μία πιο ουσιαστική σχέση με το χώρο και το χρόνο. Το γείτονα, το συνάδελφο, το σύντροφο. Την αξιοποίηση του όλο και πιο λιγοστού ελεύθερου χρόνου και χώρου.

Τα πράγματα καλό είναι να μην τα κρίνουμε μόνο από αυτό που μας δείχνουν πάντως. Η ψυχαγωγία και η αντίληψη του εύκολου πλουτισμού ως ψυχαγωγία δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση τη δύσκολη ενηλικίωση που λέει ότι μία μέρα οι νέοι άνθρωποι θα κάνουν παιδιά και θα αναγκαστούν να διαπιστώσουν δομικά κοινωνικά προβλήματα. Που θα επηρεάζουν τους ίδιους ως γονείς και εργαζόμενους, και τα παιδιά τους. Ή ότι δεν τα βιώνουν στους χώρους εργασίας τους. Μάλλον εκεί τα βιώνουν όλα σήμερα και έχουμε εξηγήσει πολλές φορές με στοιχεία γιατί, χωρίς όμως να αναλύσουμε σε βάθος τις μορφές έκφρασης που αναπτύσσονται από τους νέους ανθρώπους στην καθημερινή ζωή.

Έπειτα έκανα δύο πολύ γενικές σκέψεις για το μέλλον της ατομικότητας στην εποχή μας που φαίνεται ότι χαρακτηρίζει τους νέους ανθρώπους περισσότερο και άρα αποτελεί έναν αναπόδραστο ψυχικό και κοινωνιολογικό ορίζοντα, το μέλλον των κοινωνιών μας. Δύο τύποι ξεχωρίζουν.

Στην γερμανική φιλοσοφική παράδοση, εντονότερα στον Νίτσε, στον Χάιντεγκερ, στον Σμίτ (ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέθηκαν με το ναζισμό), συναντά κανείς αυτό το φρικτό κατά τη γνώμη μου θεωρητικό μηχανισμό της αυθεντικότητας. Τον ίδιο μηχανισμό το συναντάει κανείς και στην «Επανάσταση». Ο κόσμος χρειάζεται ριζική αλλαγή αλλά κάποιοι είναι αδιάφοροι. Τρώνε σανό. Πρέπει επιτέλους να αλλάξουμε και μερικοί κοιμούνται!

Η ιδέα είναι ότι οι άνθρωποι, εκτός από αυτόν που τους σχολιάζει, τον μπλαζέ φιλόσοφο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στις καθημερινές τους ζωές υποτάσσονται σε μία χαμηλότερη μορφή ύπαρξης, που παρασύρεται από τα ευτελή και τα εφήμερα. Άσκοπες τυποποιημένες συζητήσεις, άσκοπες συνάθροισης, χαμηλό επίπεδο πολιτισμού και παιδείας, όλα αυτά εμποδίζουν τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σε ένα υψηλότερο, αυθεντικότερο σημείο επαφής με τον κόσμο.

Η πρώτη ατομικότητα – ας την πούμε υπεροπτική, του φιλοσόφου – συμπληρώνεται από μία δεύτερη. Έχω μιλήσει ήδη αλλού για το μηχανισμό που προωθεί η οικονομία και που διαφημίζει ως πρότυπο τον επιτυχημένο επιχειρηματικό εαυτό. Το έχουν αναλύσει πολλοί και πιο σημαντικοί από εμένα που μετέφερα μόνο αυτή την κοινή εντύπωση. Ότι όλο και πιο συχνά άνθρωποι που έχουν χάσει την επαφή τους με τη συλλογική ζωή, με την ανάγκη για διάλογο και συμβιβασμό, αποσύρονται στον εαυτό τους και στην υποτιθέμενες αρετές και δεξιότητες που θα τους κάνουν να φαίνονται καλύτεροι και πιο επιτυχημένοι από τους άλλους. Τάση που πολλαπλασιάζεται στην εποχή της εικόνας.

Ο μεγάλος Άλλος, η νόρμα που υπαγορεύει τα κοινωνικά πρότυπα, σε προστάζει (αλλά δεν σου επιβάλλει) να προκόψεις μόνο εκεί που προκόβουν πραγματικά οι άνθρωποι. Μέσα από τη δουλειά, χωρίς να υπάρχει τίποτα πριν, μετά, κατά τη διάρκεια. Χωρίς να σε νοιάζει αν η δουλειά σου προκαλεί εξωτερικότητες και πόνο. Ή αν αλλού (στο σπίτι, στο πάρκο κτλ.) κάποιοι σε χρειάζονται πιο πολύ. Το νόημα είναι να ανέβεις γρήγορα στην κοινωνική ιεραρχία για να κοιτάξεις προς τα κάτω. Αυτό είναι τόσο ένας ναρκισσιστικός τρόπος να βεβαιώσει κανείς την υποτιθέμενη ανωτερότητα του, όσο και ένας μηχανισμός άμυνας, εν όψει και της (οικονομικής) επισφάλειας που διακατέχει το σύγχρονο κόσμο του κερδοσκοπικού ρίσκου, που είναι όλο σε μετάβαση και κρίση.

Αυτή η νόρμα υπήρχε και θα υπάρχει. Μόνο στην εποχή μας έχει γίνει παντοδύναμη τεχνική. Έχει προσλάβει τη μορφή μίας επιφανειακής αναζήτησης ενός αληθινού – ας τον πούμε επιχειρηματικό – εαυτού που τοποθετείται ανταγωνιστικά απέναντι στους δίπλα του και στην κοινωνία χωρίς να αναλύει τις ανισότητες και τα εμπόδια που σου αφήνουν οι ισχυροί για να προκόψεις τελικά. Μία όψη της είναι η απόσυρση από τα δημόσια πράγματα. Ένα καθεστώς μόνιμης προσπάθειας βελτιστοποίησης του εαυτού. Που ξεκινάει, λέμε ξανά, από την αγορά, την «παραγωγικότητα», και όχι από άλλα πιο αυθεντικά πράγματα – τον έρωτα, το σεβασμό της φύσης κτλ. Και δεν μπορεί να συγχωρέσει ποτέ την ατέλεια, την παρέκκλιση από τον Κανόνα. 

Και οι δύο τύποι ατομικότητας, ο υπεροπτικός φιλόσοφος που είναι ανώτερος από τα ευτελή, και ο επιχειρηματικός εαυτός που συνήθως ο πρώτος θέλει να αποκηρύξει, έχουν πολλά κοινά, αν δεν κατοικούν συχνά ταυτόχρονα στο ίδιο άτομο. Και σκέφτηκα στον περίπατο να βρω κάτι που να αμβλύνει τις συνέπειες τους. Μία εναλλακτική μορφή ατομικότητας που να είναι εφικτή στην εποχή μας, χωρίς να είναι πολύ απαιτητική, για ανθρώπους που δύσκολα θα σταματήσουν να σκέφτονται και το εγώ τους.

Στην ΕΡΤ έπαιξε πρόσφατα ένα ντοκιμαντέρ για το φεστιβάλ του Γούντστοκ. 400.000 νέοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα για να διασκεδάσουν και να κηρύξουν την αντίθεση τους στον πόλεμο για το Βιετνάμ. Οι αφηγήσεις που φιλοξενούνται στο ντοκιμαντέρ είχαν μεγάλο ενδιαφέρον.

Πρώτα οι παραγωγοί. Ξεκινήσαμε για ένα εμπορικό γεγονός και γρήγορα οι φράχτες έπεσαν και το χωράφι γέμισε με κόσμο χωρίς εισιτήριο.

Μετά το κοινό. Ήταν σαν να βρέθηκα για πρώτη φορά με «τους δικούς μου» ανθρώπους, σαν να «είμαστε μέρος ενός πράγματος μεγαλύτερου». «Δεν θα το ξεχάσω ποτέ». «Είναι από αυτά τα γεγονότα που θα τα κουβαλάω για πάντα ως μέτρο για να αξιολογώ τα πράγματα στη ζωή μου». 

Στο μεταξύ, στο μποτιλιάρισμα ανάβαν οι συζητήσεις για την πολιτική, η μουσική, τα φλερτ. Ο γυμνισμός και η χρήση ψυχαγωγικών ναρκωτικών βοήθησε «να καταλάβουμε το σώμα μας». Οι αυθόρμητες αντί-ιεραρχικές δομές επισιτισμού και υγείας στην αυτοδιαχειριζόμενη από τους φεστιβαλιστές διπλανή πόλη να καταλάβουμε ότι «δεν χρειαζόμαστε κάποιον να μας προστατεύει». Ήταν μία γενιά σε εξέγερση, που άλλαξε τον κόσμο των γονιών της. Έγινε τελικά μία ρουτίνα, συμβιβάστηκε αλλά είχε πάντα μία μεγάλη επιφύλαξη και την έβαλε εκεί μέσα στα πράγματα να αντιστέκεται ακόμα και όταν βρήκε καλές δουλειές ή άνοιξε ωραία σπίτια. Το έκανε, επειδή πειραματίστηκε με την άγρια ελευθερία. 

Στη βάση αυτών σκέφτηκα και αυτά.

Υπάρχουν οι κοινωνικές και οι αντί-κοινωνικές αντιλήψεις για τον εαυτό. Οι πρώτες μας βοηθούν να πειραματιστούμε και να ανακαλύψουμε (και να κάνουμε λάθη), και το νόημα τους είναι ότι γίνονται με άλλους που είναι κάτι πυκνότερο από «φίλοι». Οι δεύτερες γίνονται για ένα βίντεο που θα ανεβεί και θα κατέβει στο κινητό, ή για το τραπέζι μας, που ανταγωνίζεται το επόμενο και το επόμενο τραπέζι για το ποιο είναι το πιο όμορφο, καλά/ακριβά ντυμένο, το πιο αρσενικό/θηλυκό. 

Υπάρχουν επίσημες ελεγχόμενες δομές κοινωνικοποίησης και πολιτισμού και δομές αυθόρμητες και ταπεινές. Όλες είναι ίσες, θα περάσουμε λίγο ή πολύ από όλες στη διάρκεια μίας εβδομάδας. Η αυτό-περιθωριοποίηση και οι επικλήσεις σε μία υψηλή κουλτούρα δεν βοηθούν, όπως δεν βοηθάει και η σκέτη ρουτίνα. Όμως κάποιες μόνο μένουν χαραγμένες σαν ένα μέτρο για να κρίνουμε τα πράγματα και σαν ένα ανάχωμα. Αυτές είναι που μας βοηθούν να ανακαλύψουμε τους εαυτούς μας μέσα στους άλλους. 

Οι νέοι την ελευθερία τους, σκέφτηκα, μπορούν να την αξιοποιήσουν και για κάτι παραπάνω από την τηλεθέαση του Survivor. Κάτι που μπορεί να το κάνουν ήδη χωρίς να ξέρουμε που ακριβώς. Επειδή κατάλαβαν ότι δεν μπορούν να μπουν μόνοι και μόνες σε αυτό το διαρκή αγώνα. Χωρίς τους συντρόφους και τις συντρόφισσες τους.

Το νόημα τότε, είπα, δεν ήταν ποτέ να πάρει κανείς τα βουνά, σαν τον Ζαρατούστρα, ή να νικήσει στην αγορά, αλλά να γνωρίσει στην πόλη, στους δρόμους και τα καφέ, και τα πανεπιστήμια, και στα φεστιβάλ, αυτούς με τους οποίους νιώθει ότι ετοιμάζουν κάτι περισσότερο από έναν μοναχικό κόσμο αποτελούμενο από μοναχικά και κυρίαρχα άτομα. Ούτε αυθεντικός εαυτός δηλαδή, ούτε όμως και ψηφιοποιημένη ατομοκεντρική αυνανιστική κερδοσκοπική καθημερινότητα, αφού αυτά τα δύο είναι ίδια, στο ίδιο συνεχές. Και δεν αφορούσαν ποτέ τους γονείς και τους παππούδες μας, που ήταν αγρότες, άνθρωποι πρακτικοί.

Υπάρχουν τέτοια γεγονότα σήμερα, τελικά σκέφτηκα; Που να μπορούν να πυρπολούν το συνεχές; Που να υπάρχουν μέσα μας ως αυθεντικές εμπειρίες, ως αναμνήσεις ενός εαυτού πυκνότερου από το εγώ μου; Που αν και πολλές φορές αναπάντεχα, απρογραμμάτιστα, μας ενώνουν κάθε έναν ξεχωριστά σε ένα κοινό σπίτι, στο «εμείς», όπως η μουσική;

Τα γεγονότα αυτά μπορεί να είναι μία μικρή συναυλία, αλλά μας γοητεύουν και υπάρχουν στην επίσημη ιστορική καταγραφή όταν γίνονται «μεγάλα», όπως είναι μία διαδήλωση. Μικρά μεγάλα μας ενώνουν όμως για κάτι μεγαλύτερο από εμάς. Για κάτι που ξεφεύγει από τα όρια του σπιτιού μου, ή από τη συγκυριακή μόδα. Γιατί εκεί δεν είμαστε ούτε πάνω, ούτε απέναντι. Έχουμε έρθει δίπλα.

Τελικά, ίσως ο πυρπολητής του εγωισμού μας στον οποίο συνεχώς ρέπουμε να είναι η απόφαση για την άγρια ελευθερία. Αυτή γεννάει τα γεγονότα, το καινούργιο. Την προδιάθεση και την πίστη σε αυτό. Αυτή μας φέρνει κοντά για να γνωρίσουμε καλύτερα τους εαυτούς μας μέσω των άλλων. Η άγρια ελευθερία είναι το επίδικο την επομένη της πανδημίας, αυτό για το οποίο θα έπρεπε συνεχώς να μεριμνούμε όταν νομοθετούμε. Γιατί χωρίς αυτήν, μία κοινωνία από άτομα, «καταναλωτές», «ψηφοφόρους», «φιλοσόφους», όλοι στις θέσεις τους και ο καθένας στη δουλειά του, χωρίς γεγονότα, απλώς θα καταρρεύσει… 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα