Νοστάλγησα να ταΐσω ένα αγρίμι στο στόμα!

της Αθηνάς Τερζή Δεν είμαι ρετρό…άμετρη είμαι κι υπέρμετρη κι ανυπόμονη, ευσυγκίνητη κι ανικανοποίητη! Κι ας σηκώσει το χέρι, εκείνος, που δεν είναι. Εκείνος με τη λιγότερη φόρα, που τα ΄χει ταιριασμένα στη ζωή και στο μυαλό του. Εκείνος που οι σκέψεις δεν κουδουνίζουν στο μυαλό του σαν τα τροκάνια των ζώων. Εκείνος που δεν […]

Αθηνά Τερζή
νοστάλγησα-να-ταΐσω-ένα-αγρίμι-στο-στό-40690
Αθηνά Τερζή
exofyllo.jpg

της Αθηνάς Τερζή

Δεν είμαι ρετρό…άμετρη είμαι κι υπέρμετρη κι ανυπόμονη, ευσυγκίνητη κι ανικανοποίητη! Κι ας σηκώσει το χέρι, εκείνος, που δεν είναι. Εκείνος με τη λιγότερη φόρα, που τα ΄χει ταιριασμένα στη ζωή και στο μυαλό του. Εκείνος που οι σκέψεις δεν κουδουνίζουν στο μυαλό του σαν τα τροκάνια των ζώων. Εκείνος που δεν του λείπει ο πελαγίσιος αέρας ή οι μυρωδιές του βουνού. Εκείνος που δε θα ‘θελε έστω και για μια στιγμή να βρεθεί σε μια απάνεμη πλατεία με τον καφέ του και το λουκούμι στο πιάτο. Εκείνος που δεν υπήρξε παιδί καβάλα σε ένα ποδήλατο, που δε γρατζούνισε τα γόνατα…Εκείνος της δικής μου γενιάς αυτής των λίγο πριν τα σαράντα.

Τι πρόβλημα στ’ αλήθεια με τούτη τη γενιά! Αναρωτηθήκατε ποτέ; Περίεργο πράγμα να νιώθεις πως βαδίζεις μονίμως στην κόψη του ξυραφιού. Στο νήμα, λίγο πριν τον τερματισμό. Στο μεταίχμιο. Στο δρόμο για τη βρύση που δροσίζει. Στο λίγο από τα παλιά των προηγούμενων και στο πολύ των νεότερων. Τουρίστας στην καθημερινότητα. Άγουρος καρπός, κομμένος πριν τον καιρό του. Δεν είμαστε παλιοί, μα δεν είμαστε και βουτηγμένοι ολόκληροι στο ολοκαίνουριο και στο σύγχρονο. Γιατί προλάβαμε. Μισή ζωή ακουμπισμένη στις αλάνες τις λιγοστές, όσες υπήρξαν, στο τζαμί και στο κυνηγητό. Στους δρόμους και στα ξενύχτια. Παιδευτήκαμε!

Νοστάλγησα τη μυρωδιά από το βρεγμένο χορτάρι.

Νοστάλγησα τη γεύση της βανίλιας, του λουκουμιού και της καραμέλας βουτύρου.

Τα κοκόρια να κακαρίζουν από το πρωί και τα κούτσουρα στη σόμπα να τρίζουν καθώς καίγονταν.

Νοστάλγησα τα γράμματα του ταχυδρόμου.

Την κολοκυθόπιτα της γιαγιάς μου.

Τις κασέτες στο κασετόφωνο. Το στυλό μπικ-πώς ταίριαζε ειδικά αυτός ο άτιμος στις δύο στις τρύπες -για να γυρίσω την λεπτή μαύρη ταινία που είχε πεταχτεί έξω από την κασέτα.

Τα κλασικά βιβλία της “Εστίας” και τα κλασικά εικονογραφημένα παραμύθια με τις πανέμορφες βασιλοπούλες και τους πρίγκιπες.

Νοστάλγησα τις παιδικές σειρές της κρατικής τηλεόρασης. “Τον κήπο με τα αγάλματα”, “Το Καπλάνι της βιτρίνας”, τη “Φρουτοπία”, τα κινούμενα σχέδια, τις ιστορίες για τους καλικάντζαρους.

Τα ατέλειωτα, ομαδικά παιχνίδια στους δρόμους, τις φωνές και τις υπαίθριες βρύσες. Να χώνουμε κεφάλια και χούφτες για να δροσιστούμε.

Τα καλάθια στις γειτονιές που κατέβαζαν οι μανάδες από τα μπαλκόνια δεμένα με σπάγκο. Τάιζαν και πότιζαν στρατιές από παιδιά.

Τα βινύλια με τα εξώφυλλα έργα τέχνης.

Τη μυρωδιά της εφημερίδας και τη μαυρίλα που άφηνε στο άσπρο τραπεζομάντηλο της μάνας μου, καθώς την ξεφύλλιζε ο πατέρας μου, πίνοντας το νες καφέ του. Χτυπημένος πάντα με το κουταλάκι στο χέρι-καβγάς ποιος θα τον πρωτοχτυπήσει- για να βάλουμε το δάχτυλο και να γευτούμε την υπέροχη κρέμα του.

Νοστάλγησα τους γαλατάδες που περνούσαν από τις γειτονιές, εκείνους που πουλούσαν γλειφιτζούρια-μηλαράκια, κοκοράκια- αυγά ή έφτιαχναν χαλασμένες ομπρέλες. Αν είναι δυνατόν!

Τα μικρά παντοπωλεία της γειτονιάς που σε ήξεραν μέχρι και με το χαϊδευτικό σου!

Νοστάλγησα τα μεγαλειώδη πανηγύρια του Αϊ Γιώργη και της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Τα πλαστικά, φτηνιάρικα παιχνίδια, το γύρω του θανάτου, τη μάντισσα, το κορίτσι που μεταμορφωνόταν σε γορίλα…Υπερθέαμα.

Νοστάλγησα να ακούσω να φωνάζουν το όνομά μου οι φίλοι μου στο δρόμο. Να ουρλιάζουν κάτω από το μπαλκόνι μου για να κατέβω να παίξω μαζί τους. Αθηνάαααααα…

Νοστάλγησα τις συλλογές μου και τις ατέρμονες ανταλλαγές μου. Αλληλογραφίες, χαρτοπετσέτες, σπίρτα, μπίλιες, καπάκια, τις κάρτες με τα αυτοκίνητα.

Νοστάλγησα το χώμα, να μετρήσω τα παγωτά μου και τα μπάνια μου στη θάλασσα βρε αδερφέ.

Νοστάλγησα τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που μας απασχολούσαν ελάχιστα. Που τα αυτοκίνητα ήταν λιγότερα. Που τα καλοκαίρια δεν ανεβαίναμε σπίτι πριν από τις έντεκα το βράδυ. Λερώναμε χέρια και πόδια, πίναμε από σκουριασμένες βρύσες και δεν άνοιγε ρουθούνι, είχαμε οι περισσότεροι το ίδιο μπόι και τα ίδια κιλά, αλήθεια δεν καλοθυμάμαι, υπήρχαν παχύσαρκα παιδιά; Παίρναμε τις στροφές μπουλούκια, τσακαλοπαρέες ολόκληρες κι απομακρυνόμασταν δίχως υστερίες, γιατί όλοι γνώριζαν τίνος παιδί ήσουν. Νοστάλγησα τα μικρά αγρίμια της γενιάς μου. Αχ και να τα ξανατάιζα στο στόμα! Κι εσύ συνέχισε να με ρωτάς είκοσι χρόνια τώρα… “πού θα βρεθεί η Ελένη”. Μπορεί στο Άργος, στους αγρούς, μπορεί στην οικουμένη”.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα