Ντέιβιντ Λιντς: Ο μεγάλος Αμερικανός σουρεαλιστής
Ένας πλήρως συνειδητοποιημένος επαναστάτης ενάντια στην σταθερή αφηγηματική φόρμα του σινεμά - Ο Γ. Γκροσδάνης αποχαιρετά τον Ντεϊβιντ Λιντς
Μιλώντας για τον Λιντς οφείλουμε να παραδεχτούμε πως ως δημιουργός ήξερε να ανακαλύπτει περιέργους και μυστηριακούς δρόμους προς εναλλακτικές πραγματικότητες που τις εξερευνούσε με πάθος.
Ήταν χωρίς αμφιβολία ο μεγάλος Αμερικανός σουρεαλιστής αλλά η οπτική του ήταν τόσο μοναδική που έγινε κάτι παραπάνω από αυτό: ένας σπουδαίος παραμυθάς, ένας τολμηρός ψυχαναλυτής, ένας δημιουργικός πρωτοποριακός εικαστικός – ζωγράφος και μουσικός (όπως και ήταν παράλληλα με την ενασχόληση του με το σινεμά) και ένας πλήρως συνειδητοποιημένος επαναστάτης ενάντια στην σταθερή αφηγηματική φόρμα του σινεμά. Αντιθέτως γοητεύεται στο να κάνει τις ιστορίες του θρύψαλα, δεκάδες κομμάτια, που αν τα ενώσεις θα βρεις στοιχεία που ενώνονταν παράδοξα με αλλεπάλληλες ασυνέχειες.
Πιο πολύ από όλα αυτά ο Ντεϊβιντ Λιντς υπήρξε μοναδικός τόσο για τον αμερικάνικο όσο και τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Δεν χωράει αμφιβολία πως μίλησε για την Αμερική που αγαπούσε όσο κανείς, αφού καμία ταινία του δεν ξεφεύγει από τα όρια αυτής της μαγικής και μυστηριακής επικράτειας.
Τα όμορφα τακτοποιημένα μεσοαστικά σπιτάκια των προαστίων των μεγάλων αμερικάνικων πόλεων τον γοητεύουν όπως επίσης και το σκάψιμο μέσα σε αυτά για να βρει τις μύχιες σκέψεις και τα μυστικά των ανθρώπων που κατοικούν μέσα σε αυτά, ο φόβος, η προδοσία του αμερικάνικου ονείρου, ο φθόνος, ο ερωτικός πόθος, το ανεκπλήρωτο, η βία, η τοξικότητα, ο θάνατος.
Δεν φοβόταν επίσης να αναβαπτιστεί μέσα στο σύμπαν και την ουσία του κινηματογράφου: ήξερε πως να πειραματιστεί τόσο με την εικόνα όσο και με την αφήγηση, όπως έκανε η Μάγια Ντέρεν, αγαπούσε την Χρυσή Εποχή του Χολυγουντ με την ανάλαφρη κωμωδία του Φρανκ Κάπρα και το νουάρ του Μπίλι Γουαϊλντερ για αυτό και τα ενέταξε αφειδώς μέσα στις ταινίες του προσαρμόζοντας τα φυσικά στο δικό του στυλ με απόλυτο τρόπο. Αγαπούσε τον σουρεαλισμό του Μπουνιουέλ όσο και το μελόδραμα του Ντάγκλας Σερκ, λάτρευε το camp. Είχε την ικανότητα να συνθέσει όλα αυτά κινηματογραφικά μέσα στο έργο του και τα αναπαριστούσε με έναν μοναδικό τρόπο σαν να παρουσίαζε έναν πίνακα του Έντουαρτ Χόπερ.
Πιο πολύ όμως ήξερε να μεταφράζει τα πλάνα του και να αναδεικνύει τους συμβολισμούς τους με την δύναμη της φροϋδικής ψυχανάλυσης.
Κι ας ήταν ακατανόητα για πολλούς θεατές. Για αυτό όμως και επικράτησε ο όρος λυντσεϊκός, – ποιος άλλος κινηματογραφικός δημιουργός μπορεί να σταθεί αυτονόμα σαν ορισμός μέσα στο σύμπαν του κινηματογράφου όπως το κάνει ο Λιντς – που πλέον δηλώνει την δυναμική και την επιρροή του κινηματογραφικά, όπως ο όρος φροϊδικός στην ψυχαναλυση. Αν και είχε την ικανότητα να αφηγείται και με ξεκάθαρη απλότητα συμβατικές ιστορίες (όπως το βικτωριανό δράμα Ο Άνθρωπος Ελέφαντας ή αργότερα το τρυφερό Straight Story) ή να διασκευάζει μοναδικά χολυγουντιανά ιστορίες – που του στοίχισαν ένα ακριβό μάθημα ζωής για το τι σινεμά θέλει τελικά να κάνει – όπως το Dune του Φρανκ Χέρμπερτ, το γνήσιο σύμπαν του ως δημιουργού κρύβεται στη συνέχεια της φιλμογραφίας του : στο Μπλε Βελούδο και στη χαοτική ψυχαναλυτικά Χαμένη λεωφόρος, στην φεμινιστική και ροκ Άγρια Καρδιά και στο παραισθησιογόνο Μαλχόλαντ Ντραιβ, ακόμα και στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το στοιχειωτικό και τρομακτικό Eraserhead, που πλέον αποτελεί μια από τις πιο καλτ στιγμές στην ιστορία του είδους του.
Με τους όρους του σήμερα, μια εποχή που πλέον κατακλύζεται από την τηλεόραση, τις ψηφιακές πλατφόρμες και την αποσπασματική αφήγηση των social ο Λιντς καταγράφεται ως πρωτοπόρος αν σκεφτούμε πόσο εντυπωσιακό ήταν το τηλεοπτικό του εγχείρημα, το Twin peaks, που αργότερα το μετέφερε στον κινηματογράφο και ύστερα επέστρεψε σε αυτό για να το ολοκληρώσει με αρκετή τόλμη στους ρεαλιστικούς χρόνους που ο ίδιος είχε ορίσει εκ νέου στη μικρή οθόνη.
Αντίστοιχα ο Λιντς ταυτιζόταν και ήξερε να μεταφέρει στον φακό το γυναικείο φύλο όσο κανείς. Αν και κατηγορήθηκε ως μισογύνης επειδή οι ηρωίδες του εκτίθενται βασανιστικά (ειδικά στο Twin Peaks τα βασανιστήρια της Λόρα Πάλμερ σόκαραν αρκετούς θεατές). Θα ήταν σωστότερο ωστόσο να πούμε ότι ο Λιντς ξέρει να ανιχνεύει μοναδικά τη θέση της γυναικάς στον σύγχρονο κόσμο, την ανάγκη της να ακουστεί, να μιλήσει, να ονειρευτεί, να κάνει έρωτα, να γίνει ανεξάρτητη, να δυναμική και χειραφετημένη, να διεκδικήσει το σώμα της (όπως συμβαίνει με την ερωτική Λούλα της Λόρα Ντερν στην Άγρια Καρδιά) ακόμα και αν η ίδια έχει το ρόλο της femme fatale (όπως γίνεται με τον διπλό ρόλο της Πατρίσια Αρκέτ στην Χαμένη Λεωφόρο). Μίλησε επίσης εξαιρετικά για τον κατακερματισμό της πραγματικότητας και τις πολλαπλές παραμορφώσεις της, όπως συμβαίνει από την δεκαετία του ’90 και μετά (την εποχή της παγκοσμιοποίησης).
Είναι χαρακτηριστικό πως αγαπούσε τους ηθοποιούς του και δούλευε μαζί τους με προσοχή, η Ναόμι Γουότς, η Λόρα Ντερν, ο Καιλ Λακ Λάχλαν, ο Νίκολας Κειτς γράφουν ήδη πόσο απολαυστικό δώρο ήταν η συνεργασία τους με τον Λιντς.
Και αφού θυμηθήκαμε την Λούλα της Άγριας Καρδιάς ίσως αξίζει να θυμηθούμε και μια από τις μοναδικές της ατάκες : «Αυτός ο κόσμος είναι μανιασμένος στην καρδιά αλλά παράξενος στην επιφάνεια».
Ίσως εδώ να κρύβεται ένα κομμάτι από τον τρόπο που ο σπουδαίος Αμερικανός σκηνοθέτης να έβλεπε τον κόσμο μας.