O Ντίνος Χριστιανόπουλος που μίσησα

Η συνεχής γροθιά στον καθωσπρεπισμό - και τον δικό μου φυσικά πάνω απ’ όλα

Άρης Καλαντίδης
o-ντίνος-χριστιανόπουλος-που-μίσησα-639699
Άρης Καλαντίδης

Η τύχη το έφερε να αγοράσω την περασμένη εβδομάδα ένα τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού «Μπιλιέτο» αφιερωμένο στο Ντίνο Χριστιανόπουλο. Αφορμή ήταν μια φάση εκ νέου ανακάλυψης της Ελληνικής ποίησης για μένα, που ξεκίνησε με την αποκαλυπτική πρώτη ανάγνωση του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, και στην οποία επέδρασε καταλυτικά το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολάου για τον Αλεξανδρινό, «Σαν κι εμένα καμωμένοι».

Το Χριστιανόπουλο όταν ήμουν νέος και διάβαζα φανατικά ποίηση, τον αντιπαθούσα σφόδρα. Και όχι μόνον την προσωπικότητά του – την ίδια του την ποίηση. Συμβόλιζε για μένα όλα αυτά από τα οποία θέλαμε να χειραφετηθούμε οι νεώτεροι, ένα κλισέ για το τι είναι η ομοφυλόφιλη επιθυμία και ζωή. Ο Χριστιανόπουλος μου θύμιζε οδυνηρά το από πού ερχόμαστε και πού δεν θέλουμε να πάμε. Οι συνεντεύξεις του και ο δημόσιος λόγος του δεν έκαναν τα πράγματα καλύτερα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο Ντίνος και εγώ

Όμως ανακαλύπτοντας κατά σύμπτωση ξανά μια εβδομάδα πριν τον θάνατό του τον μεγάλο Θεσσαλονικιό, συγκλονίστηκα από τη δύναμη της ποίησής του. Και συγκλονίστηκα ίσως γιατί κατάλαβα και τι με ενοχλούσε τόσο πολύ παλιότερα: η συνεχής γροθιά στον καθωσπρεπισμό – και τον δικό μου φυσικά πάνω απ’ όλα. Μαζί μ’αυτό ο ξαδιάντροπος ύμνος στην καύλα (όχι στον έρωτα, αλλά στην καύλα) που δεν γνωρίζει ούτε αξιοπρέπεια ούτε ταπείνωση. Γιατί η καύλα είναι πέρα κι απ’την ταπείνωση κι απ’ την αξιοπρέπεια.

Και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στην ηλικία μου που πλέον δεν μιλάει απλώς για κάποια περασμένη εποχή ψωνιστηριού στο Βαρδάρι, αλλά για μια ύπαρξη που, όπως και οι ερωτικοί πίνακες του Τσαρούχη, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του φαντασιακού μας εαυτού και της συγκρότησής μας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα