Parallax View

Ο Άντι που έκανε τον κόσμο να παραληρεί

του Γιώργου Τούλα Στα 1914 φτάνει στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια, μια σκοτεινή βιομηχανική πόλη, μετανάστης από την Τσεχοσλαβακία, ο Αντρέι Γουόρχολα. Νιόπαντρος και γεμάτος όνειρα αναγκάστηκε να αφήσει πίσω στην πατρίδα, για να φροντίζει τους υπόλοιπους συγγενείς, τη γυναίκα του Τζούλια. Η πόλη Medzilaborce στη Βορειοανατολική Σλοβακία ήταν ένα μάλλον φτωχό και αφιλόξενο μέρος. Η […]

Γιώργος Τούλας
ο-άντι-που-έκανε-τον-κόσμο-να-παραληρεί-12572
Γιώργος Τούλας
warhol.jpg

του Γιώργου Τούλα

Στα 1914 φτάνει στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια, μια σκοτεινή βιομηχανική πόλη, μετανάστης από την Τσεχοσλαβακία, ο Αντρέι Γουόρχολα. Νιόπαντρος και γεμάτος όνειρα αναγκάστηκε να αφήσει πίσω στην πατρίδα, για να φροντίζει τους υπόλοιπους συγγενείς, τη γυναίκα του Τζούλια. Η πόλη Medzilaborce στη Βορειοανατολική Σλοβακία ήταν ένα μάλλον φτωχό και αφιλόξενο μέρος. Η εικόνα αυτή υπάρχει ακόμα και σήμερα. Απέραντα χωράφια, σκιάχτρα, ομοιόμορφα κτήρια και φτώχεια. Οκτώ χρόνια μετά την αναχώρηση του άντρα της και ενώ είχε μεσολαβήσει ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, φτάνει στην Αμερική και η Τζούλια αποχαιρετώντας για πάντα την Σλοβακία. Πολλά χρόνια μετά τους επισκέφτηκε στη Νέα Υόρκη, όπου ζούσαν χάρη στην επιτυχία του γιου τους, η αδερφή της Εύα, η οποία επιστρέφοντας περιέγραφε στους χωρικούς ως μέρος σατανικό τη Νέα Υόρκη, με κτίρια που θέλουν να φτάσουν το θεό και μιλώντας με παράξενα λόγια για τον γιο της αδερφής της. ‘’Μυστήριο αγόρι, όλη την ώρα τηλεφωνεί και ασχολείται με δαιμονικές συσκευές’’. Το μέλλον στο Πίτσμπουργκ για ένα αγόρι ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένο. Βιομηχανικός εργάτης. Για τα τρία αγόρια της οικογένειας δεν θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί τίποτε άλλο. Ο μικρότερος γιος όμως, ο Άντριου από μικρός έδειχνε να διαφοροποιείται. Προσκολλημένος στη μητέρα του, φιλάσθενος, εξαιρετικά ντροπαλός, αρέσκονταν να ζωγραφίζει παλιές φωτογραφίες πριν και μετά τη μετανάστευση, βάφοντας τες με έντονα χρώματα, αρνιόταν πεισματικά να παίξει ποδόσφαιρο, κάτι που έκανε τους συνομηλίκους του να τον πειράζουν διαρκώς και προσπαθώντας να απασχοληθεί με άλλα πράγματα στο μικρό σπίτι της οδού Ορ 73, ώστε να μην μπλέκει στα πόδια των μεγαλύτερων αδερφών του Πολ και Τζον.  Όταν ήταν οκτώ χρόνων έγραψε ένα γράμμα στο παιδί-θαύμα Σίρλει Τέμπλ, εκφράζοντας το θαυμασμό του και λέγοντας της πως θα’ θελε να της μοιάσει στις κλακέτες και πως θα’ ταν ευτυχισμένος με ένα της αυτόγραφο. Οι σχέσεις με τον πατέρα του δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα στενές και οι απώλειά του, όταν ο Άντριου ήταν 13 χρόνων, από εργατικό ατύχημα μάλλον διευκόλυνε τις μετέπειτα επιλογές του. Ο κόσμος, ήταν μεγάλος, για τον γεννημένο το 1928, στις 6 Αυγούστου κατά πάσα πιθανότητα, αφού ήταν η μέρα που τα αδέρφια του λένε πως θυμούνται να έχει γεννηθεί και ο ίδιος γιόρταζε τα γενέθλια του,  και ο  Άντι Γουόρχολα ήταν έτοιμος να τον κατακτήσει. Η μητέρα του, γυναίκα όχι ιδιαίτερα υψηλής μόρφωσης, μεγάλης όμως ευαισθησίας, κατάλαβε από νωρίς πως έπρεπε να βοηθήσει το παιδί της να αναπτύξει τις δημιουργικές χορδές του και το έγραψε στο Carnegie Institute of Technology. Παράλληλα σκεπτόταν να ανοίξει ένα μαγαζί που να πουλά εσώρουχα διασημοτήτων, είτε πλυμένα στην τιμή των δέκα δολαρίων είτε άπλυτα για 15! Σπούδασε από το 45 ως το 49, σχεδιασμό διαφημίσεων και όταν αποφοίτησε ήταν έτοιμος για την αναχώρηση του στην αγαπημένη του πόλη. ΄Ηταν η αρχή της νέας ζωής. Από δω και πέρα, κάθε φορά που τον ρωτούσαν από πού κατάγεστε, απαντούσε άνετα: Από το πουθενά.

New York, New York

Η άφιξη του ήταν η αρχή του ονείρου. Η σχέση του με τη διασημότητα είχε περιοριστεί σε μια μάλλον αμήχανη συνάντηση με την Γκρέτα Γκάρμπο σε παιδική ηλικία κατά την οποία η ντίβα τσαλάκωσε μια χάρτινη πεταλούδα που πήγε να της χαρίσει και κείνος την κράτησε και μετά την εξέθεσε ως την πεταλούδα που τσαλάκωσε η θεά. Άρχισε να δουλεύει αμέσως σαν illustrator στη Vogue, το Harper’s Bazaar και το Glamour. Σε μια από τις πρώτες του εικονογραφήσεις στο Bazzar, το όνομα του τυπώθηκε Warhol και όταν το είδε έτσι αντί να το διορθώσει αποφάσισε να το κρατήσει. Παράλληλα άρχισε να σχεδιάζει διαφημίσεις, βιτρίνες μεγάλων καταστημάτων όπως του Bonwit Teller. Μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο δηλώνει πως τα πολυκαταστήματα μοιάζουν με ένα είδος μουσείων. Ασχολείται με τα παπούτσια I. Miller, για το σχεδιασμό μιας καταχώρησης των οποίων κέρδισε το βραβείο Art Directors Club Medal το 1957. Από τότε οι διακρίσεις ήταν διαρκείς και από το Art Cirector’s club αλλά και το American Institute of Graphic Arts. Με τα χρήματα από τις πρώτες του δουλειές αγόρασε το πρώτο του σπίτι, ενώ έφερε τη μητέρα του κοντά του σύντομα να μείνει μαζί του, να μάθει μέρος της δουλειάς και να τη χρήσει βοηθό του. Το 1952 οργανώνει και την πρώτη του έκθεση με 15 εικόνες που βασίστηκαν στα γραπτά του Τρούμαν Καπότε. Η πόλη συζητά πολύ το όνομα του. Στα 1956 μάλιστα συμμετέχει σε μια ομαδική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και οι κριτικοί ασχολούνται πια σοβαρά μαζί του.

Η ζωή στην πόλη του φαίνεται τρομερά ενδιαφέρουσα και περνά τις νύχτες τρέχοντας από εκδήλωση σε εκδήλωση προσπαθώντας να αναπληρώσει τα κενά των επαρχιακών παιδικών χρόνων και να μπει στο πνεύμα της εποχής. Βάφει τα μαλλιά του πλατινέ, παίρνει αρκετές γάτες και ζει με τη μαμά του στο σπίτι της Lexington Avenue, συχνάζει στο Serentipity στο Ανατολικό Μανχάταν, o ιδιοκτήτης του οποίου, Στίβεν Μπρους, έλεγε για κείνον: ‘’Ήταν σαν ανεμοστρόβιλος. Εποφελούνταν από τις δύσκολες στιγμές των ανθρώπων που ήταν γύρω του και εμπλέκονταν συχνά σε σκάνδαλα. Όλα αυτά ήταν μέρος του μύθου του’’. Κάνει παρέα με gay χορευτές και καλλιτέχνες, παραδέχεται τις σεξουαλικές του προτιμήσεις και μοιάζει να περνά καλά. Κάνει ταυτόχρονα τα πρώτα του ταξίδια σε Ευρώπη και Ασία. H Καμπότζη, η Ινδία αλλά και η προχωρημένη Ιαπωνία τον γοητεύουν. Τα ερεθίσματα άπειρα.

Τα λατρεμένα 60ς

Η μελέτη της αμερικάνικης κουλτούρας και η συνειδητοποίηση πως τα αντικείμενα φετίχ της θα μπορούσαν να αποτελέσουν έργα τέχνης τον οδηγεί στο να φωτογραφίζει και στην πορεία να τυπώσει πάνω σε μεταξοτυπίες που μπορεί κανείς να δει και από τις δύο όψεις τους, σε διάφορες διαστάσεις μπουκάλια της Coca Cola, κουτιά από κονσέρβες, δολάρια και πρόσωπα διασημοτήτων, δημιουργώντας το στυλ που ολόκληρος ο πλανήτης γνωρίζει πια ως στυλ Γουόρχολ. Πρεσβεύει από τις αρχές της δεκαετίας την μοντέρνα τέχνη, την Pop Art, και όταν τον ρωτούν το 63 τι είναι εκείνος απαντά ‘’Το να μοιάζουν όλα’’. Η πιο ενδιαφέρουσα ακτινογραφία της Αμερικής γεννιέται από την παρατήρηση του. ‘’Στην Αμερική η παράδοση θέλει πλούσιους και φτωχούς να αγοράζουν τα ίδια. Την κόκα κόλα την πίνει ο πρόεδρος και η Λίλ Τέιλορ αλλά και εσύ. Με κανένα ποσό δεν μπορείς να αγοράσεις καλύτερη κόκα κόλα από αυτή που πίνει ο άστεγος της γωνίας. Όλες οι κόκα κόλες είναι ίδιες και καλές. Το ξέρουμε όλοι, ο πρόεδρος, η Λιζ και συ’’. Έτσι η παρατήρηση του εφήμερου γίνεται τέχνη. Η ευημερία των γεμάτων ραφιών αντικείμενο εικαστικής μελέτης, τα αντικείμενα status symbol. Τα προϊόντα που αγοράζουμε, οι εικόνες που καταναλώνουμε από την τηλεόραση, τα πρότυπα ομορφιάς, οι λέξεις που χρησιμοποιούμε. Σαράντα χρόνια πριν την παγκοσμιοποίηση ο προφήτης της Ποπ αρτ βάζει τις βάσεις. Στα 1869 ο Τζόζεφ Κάμπελ, ένας φρουτέμπορος από το Νιου Τζέρσι συσκεύασε σε μια κονσέρβα μια σούπα ντομάτας με καρυκεύματα και λαχανικά. Από το 1897 που κυκλοφόρησε σε όλη την Αμερική έγινε το δημοφιλέστερο έτοιμο γεύμα των αμερικάνων που δεν έλειπε από κανένα τραπέζι. Ο Άντι το έτρωγε κάθε μέρα για είκοσι χρόνια. Το 1962 αποφάσισε πως το κονσερβοκούτι της σούπας έχει τεράστια δύναμη. Φτιάχνει το πρώτο του έργο με την εικόνα του κουτιού. Αργότερα το κλωνοποιεί σε έναν ατέρμονο πολλαπλασιασμό, κάτι που θα κάνει με όλα τα έργα του. Η ιδέα της κλωνοποιήσης γεννιέται στην τέχνη, η σούπα αρχίζει και πουλά σαν τρελή για να φτάσει δέκα χρόνια μετά το θάνατο του στα 3,5 εκατομμύρια δολάρια σε μια δημοπρασία με τη ‘’Σχισμένη ετικέτα της σούπας Κάμπελ’’. Μια γνωστή διακοσμήτρια  και έμπορος έργων τέχνης η Μίριελ Λάτοβ του είχε πει στην αρχή  της καριέρας του. ‘’Να ζωγραφίσεις ότι σου αρέσει περισσότερο. Ζωγράφισε τα λεφτά’’. Έτσι προέκυψε το εικονογραφημένο δολάριο, το τηλέφωνο, οι Μέριλιν, αλλά και τα κομμάτια από κόμικς, μέχρι το πρόσωπο του Μαό Τσε Τούνγκ βαμμένο σε έντονα γαλάζια χρώματα. Τα πάντα είναι καταναλωτικά προϊόντα, όσα τρώμε και πίνουμε, αλλά και όσα βλέπουμε γύρω. Όσα καταναλώνουμε και μας κάνουν να μοιάζουμε αλλά και όσοι μας επιβάλλονται ως σύμβολα και θέλουμε να τους μοιάσουμε. Η Νέα Υόρκη παραληρεί. Εκείνος σε μια έξαρση δημιουργίας φτιάχνει τις εικόνες καταστροφής. Πτώση αεροπλάνου, ηλεκτρική καρέκλα, αυτοκτονία, συγκρούσεις αυτοκινήτων. ΄΄Το παραδοσιακό αίσθημα που συνδέεται με το θάνατο καταργείται. Μπροστά σε αυτές τις εικόνες καθαρίζουμε, εξαγνιζόμαστε. Οι πίνακες γίνονται τα ιερά εικονίσματα ενός άθεου κόσμου’’, έγραψε χρόνια μετά ο γάλλος κριτικός Αλέν Ζουφρό. Η ιδέα του φόβου του θανάτου παρισφρύει σε όλα τα έργα του ασυναίσθητα. Ανάμεσα στο 62 και το 66 φτιάχνει περισσότερες από 2000 εικόνες. ‘’Μ αρέσουν τα ανιαρά πράγματα. Δεν πιστεύω ότι το κοινότυπο είναι στ’ αλήθεια κοινότυπο’’, συνήθιζε να λέει. Αρχίζει να ασχολείται με το σινεμά γυρίζοντας το 63 το Sleep. Επί έξι ώρες παρακολουθούμε έναν άνθρωπο να κοιμάται. Ο πρωταγωνιστής, ποιητής και φίλος του Τζον Τζιόρνο θυμάται: ‘’Γυρίσαμε ένα βράδυ πιωμένοι και κει που κοιμόμασταν με κοιτούσε και με ρώτησε αν θέλω να γίνω σταρ. Του είπα θέλω να γίνω Μέριλιν. Έτσι γύρισε την ταινία. Έπαιρνε πολύ speed εκείνο το διάστημα’’. Στο  Empire State κινηματογραφούσε στατικές εικόνες του κτηρίου για οκτώ ώρες. Μετά από πολιτικές πιέσεις φτιάχνει το έργο ‘’13 most wanted men’’ για να στολίσει τον τοίχο του New York State Pavillion στην εμπορική έκθεση του 63.

Τhe Factory project

Στα 1962 αποφασίζει πως χρειάζεται ένα δικό του χώρο για τις μαζικές παραγωγές έργων του. Ένα εργοστάσιο με εργάτες τέχνης που θα παρήγαγαν μαζικά πόστερ, εικόνες αλλά και παπούτσια σχεδιασμένα από τον ίδιο και ότι άλλο θα μπορούσε να πουληθεί ή να δειχθεί. Περισσότερα από τριακόσια φιλμ, πειραματικά, ακραία, πορνογραφικά, που έδειχναν ανθρώπους να κοιμούνται, να κάνουν σεξ, να βαριούνται. Όλα αυτά στην καρδιά του Μανχάταν. Το κτήριο βάφτηκε από τον φωτογράφο Billy Name ασημί. Τα υπόλοιπα πράγματα ντύθηκαν με ασημένια φύλλα αλουμινόχαρτου και το πανηγύρι άρχισε. Η πόρτα είναι διαρκώς ανοιχτή και κόσμος μπαινοβγαίνει διαρκώς. Από εκκολαπτόμενους σταρ δικής του έμπνευσης που θα αντικαθιστούσαν στη συνείδηση του κόσμου τους ξεπεσμένους χολιγουντιανούς σταρ. Ultra Violet, Viva, Ondine, Sugar Palm, Candy Darling, Cherry Vanila, Joe Alessandro, Taylor Mead. Άνθρωποι έτοιμη για όλα. Φώτα, κάμερες, χρώμα, καμβάδες, ηρωίνη, όργια. Τραβεστί και ανερχόμενοι ηθοποιοί. Ποζάρουν σαν Ταρζάν, Τζέιν, Δράκουλες και Μπάτμαν, καμπόυδες και ζαχαρωτά. Οι επώνυμοι δεν αντέχουν στον πειρασμό. Ο Τένεσι Ουίλιαμς, η Τέιλορ, ο Νουρέγιεφ, η Τζέιν Φόντα, ο Μικ Τζάγκερ προσκυνάνε στο ναό της τέχνης. Παρέα και διάφορα γκρούπι girls όπως η Μαριάν Φέιθφουλ που βουτάνε στην παραίσθηση του γκλάμουρ. Πολλά χρόνια μετά λέει: ‘’Ήταν ντροπαλός και απόμακρος, που μου ήταν δύσκολο να του μιλάω. Χρειάστηκε να πεθάνει και να αποκαλυφθεί στο ημερολόγιο του ότι με συμπαθούσε’’.  Ό,τι συμβαίνει στην πόλη συμβαίνει σε τούτη τη Μέκκα της εκκεντρικότητας, όπου ένας σουρεαλιστικός θίασος κινούνταν ανάμεσα σε καθρέφτες. Εκπεσώντες άγγελοι στα όρια της υπερβολής, προσπαθούσαν να κερδίσουν λίγη από την εύνοια του γκουρού. Πολλές φορές αλληλοσπαρασόμενοι και πάντα φτάνοντας στα άκρα. Ο ίδιος κοίταζε αμέριμνος το λαμπερό διαστημόπλοιο που είχε απογειωθεί και κάθε μέρα άλεθε ολοένα και πιο εντυπωσιακά την αμερικάνικη κουλτούρα δείχνοντας την εύνοια του στα πιο αγαπημένα του παιδιά. Η Nico, o Lou Reed, ο Πολ Μόρισεϊ. Συνάντησε τους Velvet Underground να παίζουν σε ένα μπαρ και τους πήρε υπό την προστασία του. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος με τη μπανάνα έγινε το I’ll be your mirror έγινε το σήμα κατατεθέν την ποχής. Ο Λου Ριντ, που του έβγαλε το παρατσούκλι Ντρέλα, από το Ντράκουλα και Σιντερέλα ( Σταχτοπούτα) έλεγε για κείνον:‘’Ήμουν πολύ τυχερός που δούλεψα για κείνον. Ήταν μια ιδιοφυία. Το Factory ήταν ο παράδεισος. Περνούσαμε υπέροχα. Όλες οι νέες ιδέες ήταν εκεί. Και κείνος ότι άγγιζε το μάγευε. Μου λείπει. Ακόμα και σήμερα ότι βλέπεις γύρω σου είναι Γουόρχολ. Είναι κρίμα που δεν είναι πια εδώ’’. Το 66 όλη η avan garde πηγαίνει στις συναυλίες τους που ονομάζονται ‘’Αναπόφευκτο εκρηκτικό πλαστικό’’. Τα τραγούδια διαρκούν δεκαπέντε λεπτά το καθένα, στους τοίχους παίζονται οι ταινίες του και πάνω στα ηχεία διαδραματίζονται live σαδομαζοχιστικά όργια. Η Νίκο που άφησε την καριέρα του μοντέλου στο Παρίσι υιοθετεί για χάρη του ένα άφυλο, αλά Γκρέτα Γκάρμπο στυλ και γίνεται η ιέρεια του ξενοδοχείου Τσέλσι που συχνάζουν όλοι. Το πιο διάσημο ξενοδοχείο της πόλης που λειτουργούσε από το 1905 παίρνει μυθικές διαστάσεις χάρη στην ταινία που αποφασίζει να γυρίσει εκεί. Ο Άρθουρ Μίλερ που έχει γράψει πως το ξενοδοχείο δεν αποτελεί μέρος της Αμερικής, ο Μπάροουζ, ο φωτογράφος Ρόμπερτ Μάπλθροπ, ο Άρθουρ Κλαρκ, ο Ντίλαν Τόμας, η Πάτι Σμιθ, κοιμόταν στα δωμάτια του και αντάλλασσαν απόψεις στους διαδρόμους του. Άνθρωποι, αλιγάτορες, τυλιγμένες με χαρτιά γυναίκες και ατάκες του τύπου έλα επάνω να σου δείξω τη ζούγκλα μου ήταν η καθημερινότητα που γοήτευε και τον Άντι και τον έκανε να κοιμάται συχνά εκεί, αλλά και τον Λέοναρτ Κοέν να γράψει το ομώνυμο τραγούδι. Όλοι θέλουν να βρεθούν για λίγο στον κύκλο τους, όλοι θέλουν να γίνουν διάσημοι. Τα μουσεία και οι γκαλερί όλου του κόσμου δίνουν μάχη για να φιλοξενήσουν εκθέσεις του. Στο απόγειο της δόξας και ενώ τα πράγματα ήταν πια ανεξέλεγκτα στο Factory μια καταθλιπτική, πρώην φεμινίστρια και πάντως πειραγμένη ηθοποιός που την είχε κινηματογραφήσει κάποτε η Valerie Solanis  τον πυροβολεί με σκοπό να τον σκοτώσει. Ήταν 3 Ιουνίου του ’68. Είχε ιδρύσει ένα γκρουπ που το ονόμαζε ‘’Society for cutting up men’’. Το μίσος της για κείνον ήταν μεγάλο. ‘’Ένοιωθα πως ασκούσε μεγάλη επιρροή στη ζωή μου, απόλυτο έλεγχο’’, είπε στους αστυνομικούς που τη συνέλαβαν. Οδηγήθηκε σε κώμα στο νοσοκομείο όπου έμεινε εβδομάδες σε άσχημη κατάσταση. Για την υπόλοιπη ζωή του αναγκαζόταν να φορά έναν ειδικό επίδεσμο στη μέση. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που είχε αλλάξει είναι πως τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο για κείνον. Οι ανέμελες μέρες του Εργοστασίου είχαν τελειώσει.

Οι μέρες της εσωστρέφειας και του κέρδους

Η απόπειρα δολοφονίας άλλαξε για πάντα τον τρόπο σκέψης. Η ελευθερία του Factory άνηκε στο παρελθόν. Το περιβάλλον του, αυτό το λαμπερό τσίρκο απομακρύνθηκε μονομιάς από κοντά του και τη θέση τους πήραν φρουροί, γραμματείς και αυστηρά δωμάτια γραφείων. Το 1969 εκδίδει το Interview. Τη βίβλο της ματαιοδοξίας και ίσως το πιο επιδραστικό περιοδικό για τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Ξεκίνησε ως περιοδικό για το σινεμά, που λάτρευε από παιδί με κριτικές και νέα για τις ταινίες. Σύντομα όμως έγινε η βίβλος της ποπ κουλτούρας με gossip, μόδα, τηλεοπτική κριτική, παρουσιάσεις τέχνης αλλά και life style από τη νύχτα της πόλης. Οι συνεντεύξεις είχαν μερίδα του λέοντος. Ο ίδιος συνεχίζει ανάμεσα στα άλλα να φιλοτεχνεί κατά παραγγελία πορτραίτα επωνύμων που θα ήθελαν μια χρωματιστή προσωπογραφία τους πάνω σε μεταξοτυπία να κοσμεί το σαλόνι τους. Πολλά από αυτά τα έργα με άλλη οπτική τα κρατούσε για το προσωπικό του αρχείο. Παράλληλα δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με τα αγαπημένα του σχέδια, όπως τα περιβόητα Vanitas, τα περίφημα κρανία, εμβλήματα θανάτου που αποδεικνύουν το μάταιο των ανθρωπίνων πράξεων. Είναι η εποχή που ανακαλύπτει τους επόμενους καλλιτέχνες που θα πρωταγωνιστήσουν στα παγκόσμια εικαστικά. Ο Κιθ Χίρινγκ, ακτιβιστής εικαστικός που ζωγραφίζει άφυλα συμπλέγματα και αγγέλους πλάι σε εξωγίηνους και πέθανε από aids το ’89, ο Ζαν Πολ Μπασκιά, που έκανε τέχνη του δρόμου ή τον Steven Sproose και τον Francesco Clemente. Παράλληλα παίζει στο video clip των Curiocity kill the cat, σχεδιάζει ένα εξώφυλλο για το άλμπουμ της Αρέθα. Μετακόμισε το Factory  σε μια στο 860 της οδού Broadway και εξέδωσε τη βίβλο με τη φιλοσοφία του. Η φράση ‘’Το να κάνεις χρήματα είναι τέχνη, το να δουλεύεις είναι τέχνη και το να κάνεις καλές business είναι ακόμα καλύτερη τέχνη’’ είναι μνημειώδης. Εξαιρετικά φιλόδοξος και εργασιομανής είχε πετύχει από νωρίς να γίνει πλούσιος και διάσημος, ακολουθώντας το αμερικάνικο όνειρο. Παράλληλα υπήρξε ο μεγαλύτερος χρονικογράφος της εποχής, καταγράφοντας διαρκώς σε πολαρόιντ και μετάξι τα πρόσωπα που έγραφαν την μοντέρνα ιστορία της Δύσης. Που είναι καλώς ή κακώς η ιστορία του θεάματος. Ο Άντι κατέγραψε απλά την καθημερινότητα μας, απεικονίζοντας τα αντικείμενα σύμβολα του στάτους αλλά και της εξάρτησης μας και τους ανθρώπους που κουβαλούν δύναμη.

Στη δεκαετία του ογδόντα αποφάσισε να ασχοληθεί με την τηλεόραση. Τα ‘’Andy Warhol’s TV’’ του 1982 και το ‘’Andy Warhol’s Fifteen Minutes’’ του MTV το 1986 έγραψαν ιστορία. Το περίφημο Studio 54 ήταν ένα από τα τελευταία αγαπημένα του παιχνίδια. Η Λίζα Μινέλι, ο Κάλβιν Κλάιν, η Ράκελ Γουέλς, ο Μάικλ Τζάκσον, ο Έλτον Τζον, ο Μπόουι, κάθονται μαζί του στους καναπέδες και απολαμβάνουν τις τελευταίες απενοχοποιημένες ημέρες του ηδονισμού. Μια λαμπερή βραδιά εκεί η σαμπάνια ρέει πάνω στα αυτόγραφα που υπογράφει ο χαμογελαστός άνδρας με τα πλατινέ μαλλί. Μα γιατί θέλετε αυτόγραφα, δεν ξέρετε ότι στο μέλλον όλοι θα γίνετε διάσημοι για λίγα λεπτά; Η φράση γίνεται μύθος και προφητεία για όσα έρχονται. Ο ίδιος δήλωνε συχνά πως θα ήθελε να είναι κάμερα αντί για άνθρωπος και να καταγράφει την καθημερινότητα όλη τη μέρα. Ένα ανθρώπινο ριάλιτι δηλαδή. Η έκθεση στη δημοσιότητα μέσα από τα μέσα που είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται, η εν δυνάμει μετατροπή όλων μας σε αυτόπτες μάρτυρες ή πρωταγωνιστές, το τέλος της ιδιωτικότητας, ο φετιχισμός της εικόνας είναι όροι που απλά σήμερα επιβεβαιώνουν όσα εκείνος περιέλαβε σε μια φράση. Αυτοσαρκάζεται διαρκώς λέγοντας πως είμαι βαθιά επιφανειακός άνθρωπος, ένα ασχημόπαπο με κόκκινη μύτη. Δεν είναι σχεδόν ποτέ ικανοποιημένος με τα ερωτικά του λέγοντας πως ο έρωτας της φαντασίας είναι πολύ καλύτερος από τον έρωτα της καθημερινότητας. Ταυτίζει τη ζωή του με τηλεοπτική εκπομπή που ο ίδιος είναι θεατής, απογυμνώνει τα έργα του από κάθε συναίσθημα Οι άλλοτε προστατευόμενοι του συχνά πυκνά απομακρύνονται και τον κριτικάρουν, όπως ο Πολ Μόρισι που τον είχε βοηθήσει να γυρίσει την τριλογία Σάρκα-Σκουπίδια-Κάψα και έμεινε για χρόνια στη σκιά του. ‘’Ο Άντι δεν ήταν ικανός να ασκήσει κριτική για τίποτε. Φοβόταν να μιλήσει και πάντα όσοι ήταν γύρω του του έλεγαν τι να κάνει. Το μόνο που έκανε ήταν να πηγαίνει σε πάρτι και να πείθει κόσμο να αγοράζει ακόμα και χαρτιά που έγραφαν το όνομα του. Ετικέτες δηλαδή. Δεν είχε καμιά αισθητική ή συνθετική ικανότητα’’ δήλωσε σε συνέντευξη του στην Ελευθεροτυπία.

Ο ίδιος αδιαφορώντας για την κριτική δεν σταμάτησε να προκαλεί. Σε μια έκθεση σε ένα ινστιτούτο design έβαλε αγαπημένα του έργα, παλιά παπούτσια που φύλαγε στο σπίτι του, ομπρέλες, περιοδικά δεμένα και γλάστρες στην είσοδο για να μην περάσουν μέσα οι θεατές. Σε μια διάλεξη έστειλε ένα σωσία του να μιλήσει για το έργο του.

Το τέλος

Ο Άντι πέθανε στις 6:31 το πρωί της 22 Φεβρουαρίου του ’87 σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης μετά από εγχείρηση.  Πολλοί λένε ότι την ίδια μέρα είχε προηγηθεί καρδιακό επεισόδιο, άλλοι πως το σώμα του ήταν ταλαιπωρημένο από την απόπειρα δολοφονίας. Μόλις 58 χρόνων. Το κενό που άφησε ήταν τεράστιο. Όπως και η ευκαιρία που θα είχε αν ζούσε να θαυμάσει τον κόσμο που προφήτευσε, τον κόσμο των media και του ίντερνετ να βασιλεύει. Ο άνθρωπος που άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο δεν υπήρχε πια. Σε όλα τα μεγάλα μουσεία οι ρετροσπεκτίβες με το έργο του θεωρούνται ιερή υποχρέωση. Οι κριτικοί συμφωνούν πως χωρίς αυτόν η τέχνη δεν θα ήταν ίδια τον αιώνα που πέρασε. Μετά το θάνατο του δεκάδες ταινίες έκαναν αναφορά σε κείνον, συγκροτήματα βαφτίστηκαν με το όνομα του. Ο ίδιος συνεχίζει να κοιτά από ψηλά περήφανος. Μας βοήθησε να καταλάβουμε καλύτερα τον κόσμο μέσα από την εικόνα του. Ο Τζον Ρίτσαρντσον ιστορικός τέχνης λέει πως ήταν ο μεγαλύτερος καταγραφέας της εποχής μας. Ο ίδιος έλεγε απλά πως τέχνη είναι τα πάντα γύρω. Από μια κουρτίνα μπάνιου μέχρι τα τραπεζάκια του πικ νικ. Όσα αρνούνταν να δουν οι εξπρεσιονιστές. Μουσεία του υπάρχουν στη γενέτειρα του αλλά και στην Σλοβακία, στην πόλη που γεννήθηκαν οι γονείς του. Η οξυδέρκεια του, η εξύψωση του ασήμαντου, η κοφτερή ματιά του στον κόσμο, ακόμα δημιουργούν για πολλούς το δίλλημα αν ήταν μια διάνοια ή ένας κλόουν. Τα 36000 έργα του πωλούνται ακόμα σαν νερό σε τιμές εξωφρενικές, πέντε φορές πάνω από την εποχή του θανάτου του. Μια Μέριλιν πουλήθηκε πρόπερσι 17 εκατομμύρια δολάρια!

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα