Ο «Χαλεπάς» στην Ιταλία και κάποιες παρατηρήσεις

Μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, είδαμε την παράσταση και στην Μπολόνια και σχολιάζουμε.

Σάββας Πατσαλίδης
ο-χαλεπάς-στην-ιταλία-και-κάποιες-πα-928165
Σάββας Πατσαλίδης

Το φεστιβάλ VIET στην περιφέρεια της Emilia Romagna, κάνει κάτι που αξίζει να το επιχειρήσουμε κι εδώ. Κατανέμει τις φιλοξενούμενες παραστάσεις του σε όλη την περιφέρεια ώστε οι πόλεις της περιοχής να έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν έστω και ένα μικρό μέρος του συνολικού προγράμματος.

Ως προς το ύφος του, το φεστιβάλ συνήθως φιλοξενεί παραστάσεις που προέρχονται από τον ευρύτερο χώρο των παραστατικών τεχνών και γενικά του μη-συμβατικού θεάτρου, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται ως προς την υποδοχή τους. 

Για παράδειγμα φέτος είδαμε μια περφόρμανς-ντοκουμέντο (στην Μπολόνια) με τον ενδεικτικό τίτλο Το Κεφάλαιο, μια κατά γράμμα απόδοση βασικών αρχών της μαρξιστικής θεωρίας, με αφορμή την απόλυση, μέσω ενός απλού email, 100 εργατών από ένα εργοστάσιο της περιοχής. Πρωταγωνιστές τρεις από τους απολυμένους εργάτες. Χειροκροτήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη παράσταση. Αυτό ομολογώ με ξένισε λιγάκι, υπό την έννοια ότι δεν περιείχε εκείνα τα στοιχεία που συνήθως ταυτίζουμε με την επιτυχία. 

Ήταν μια έντιμη προσπάθεια που κινήθηκε ανάμεσα στο επαγγελματικό και το ερασιτεχνικό θέατρο. Έτσι από περιέργεια ρώτησα τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ αφενός γιατί επέλεξαν την εν λόγω παράσταση και αφετέρου πού οφείλεται αυτή η θερμή υποδοχή. Η απάντησή του ήταν απλή: εδώ και καιρό οι εργάτες έχουν χάσει εντελώς τη φωνή τους στη δημόσια σφαίρα και με αυτό το έργο τους δίνεται μια ευκαιρία να φωνάξουν και να εκφραστούν, είτε χειροκροτώντας είτε παίζοντας (ως αφηγητές).

Την ίδια στιγμή σε μια άλλη σκηνή (στην πόλη Modena) o κόσμος μπορούσε να δει κάτι εντελώς διαφορετικό τόσο σε ύφος όσο και σε επίπεδο επικοινωνιακής δυσκολίας. Αναφέρομαι στην τελευταία δουλειά της Susanne Kennedy και των multimedia experts Rodrik Biersteker και Markus Selg, Ι ΑΜ (έρχεται στη Στέγη τον Δεκέμβριο), μια περιπλάνηση, με τη βοήθεια VR headset, σε ένα εικονικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, έναν κυβερνοχώρο διάρκειας 35 λεπτών. Οργανωτικό motto της σύλληψης και της εκτέλεσης το δελφικό «γνώθι σαυτόν», εξού και ο ενδεικτικός τίτλος του πειράματος (γιατί περί αυτού πρόκειται). Λίγα χιλιόμετρα μακριά, στη Vignola, επίσης κάτι αλλιώτικο, μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση από την δοκιμασμένη στα δύσκολα ομάδα Anagoor, με τον τίτλο Ecloga, έργο του ποιητή Andrea Zanzotto, ένας χειμαρρώδης ποιητικός λόγος γεμάτος πάθος και δημιουργικό οίστρο.

Στέκομαι πολύ ενδεικτικά σε ορισμένες μόνο από τις παραστάσεις και/ή περφόρμανς που είδα για να υπογραμμίσω την ποικιλότητά τους και παράλληλα την προτίμηση των διοργανωτών για τη μικρή (και ευκίνητη) φόρμα, την εύκολα προσαρμόσιμη σε διαφορετικά περιβάλλοντα (εξαίρεση η πεντάωρη παράσταση του Κριστιάν Λούπα, Imagine, μια παράσταση για την οποία έχω τις επιφυλάξεις μου, δεν παύει όμως να φέρει την υπογραφή ενός πολύ σπουδαίου καλλιτέχνη).

Θα έλεγα πως το VIET είναι ένα φεστιβάλ το οποίο στη φιλοσοφία και στην ίδια την πρακτική του μοιάζει αρκετά με το Διεθνές Φεστιβάλ Δάσους της Θεσσαλονίκης. Ψυχή του φεστιβάλ η αεικίνητη, έμπειρη και ενημερωμένη Barbara Regondi, που συχνά επισκέπτεται την χώρα μας αναζητώντας έργα. 

Σε μια από τις πρόσφατες επισκέψεις της προέκυψε και η πρόσκληση της παράστασης Χαλεπάς, παραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, η οποία φιλοξενήθηκε για δύο βράδια στη μεγάλη σκηνή του θεάτρου Arena del Sole ακριβώς στο κέντρο της πανέμορφης πόλης της Μπολόνια, με τα άπειρα μικρά και γουστόζικα εστιατόρια, την εκπληκτική αρχιτεκτονική και τους πεντακάθαρους δρόμους. Θα σταθώ σε αυτή την παράσταση για πολλούς λόγους.

Απορίες και επισημάνσεις

Ούτε μία ούτε δύο αλλά τρεις φορές μου έτυχε να δω φέτος την παράσταση αυτή, σε σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη. Τη μια στην Αθήνα (Στέγη), την άλλη στη Θεσσαλονίκη (Δημήτρια) και τώρα στην Μπολόνια (Φεστιβάλ VIET). Εμπειρία ιδιαίτερη όχι μόνο γιατί κάθε παράσταση ενός έργου είναι και μια νέα δοκιμασία (ποτέ μια παράσταση δεν είναι πανομοιότυπη με την προηγούμενη), αλλά και γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε ειδικό ενδιαφέρον και η γεωγραφική μετακίνηση και προφανώς η αναπόφευκτη διαφοροποίηση του κοινού.

Συγκρίνοντας αντιδράσεις από τις τρεις πλατείες θα έλεγα ότι στην Αθήνα η υποδοχή ήταν αρκετά ήπια, στη Θεσσαλονίκη πιο ζεστή και στην Μπολόνια κρύα. Ειδικά για τη Μπολόνια το φοβόμουνα ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Διερωτώμουν πώς θα μπορούσε αλήθεια να παρακολουθήσει ένας ξένος μια παράσταση με ένα κείμενο τόσο ελλειπτικό και με θέμα τη ζωή ενός καλλιτέχνη που είναι παντελώς άγνωστος στο κοινό; Θα μου πείτε πως από τη στιγμή που ο ίδιος ο σκηνοθέτης κάποιας παράστασης δηλώνει ικανοποιημένος με τη δουλειά του, όλα τα άλλα έπονται. Ναι, όμως και αυτά που έπονται δεν είναι διόλου αμελητέα, γιατί απλούστατα, είτε άμεσα είτε έμμεσα, επηρεάζουν τις διαδικασίες.

xalepas-the-boy.jpg

Θέατρο και αγορά

Το θέατρο υπάρχει όσο υπάρχει αγορά να το υποδεχτεί και να το συντηρήσει. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει αυτό τον παράγοντα. Ακόμη και οι πλέον πειραματιστές και αντισυστημικοί κάνουν σημαία τους τα sold outs, δηλώνοντας έτσι την ικανοποίησή τους που η δουλειά τους βρήκε ανταπόκριση.

Το πρόβλημα γίνεται πολύ πιο σύνθετο όταν μια παράσταση φιλοδοξεί να αναζητήσει τους θεατές της και εκτός εθνικών συνόρων. Τα ερωτήματα πιεστικά και ουσιώδη: Ποιοι είναι αυτοί που θα την υποδεχτούν; Μέσα σε ποια θεατρική κουλτούρα μεγαλώνουν; Τι τους ευχαριστεί άραγε ή τους εκνευρίζει, τους ξαφνιάζει, τους προκαλεί, τους απωθεί, τους κουράζει κλπ; Σίγουρα άλλη υποδοχή θα εισπράξει ένας καλλιτέχνης που παρουσιάζει τη δουλειά του μπροστά σε ένα γερμανικό κοινό που είναι και πολύ ανεκτικό και πολύ ενημερωμένο, και άλλη σε ένα πολύ συντηρητικό και ελεγχόμενο φεστιβάλ όπως το Fadjr στην Τεχεράνη. 

Και έχω την αίσθηση ότι ένας από τους λόγους που οι παραστάσεις μας δεν ταξιδεύουν τόσο εύκολα στο εξωτερικό είναι γιατί δεν έχουν βρει ακόμη τον τρόπο να επικοινωνούν με ένα απροσδιόριστο ως προς τη φυσιογνωμία του διεθνές κοινό, τουτέστιν να διασχίζουν τα εθνικά τους σύνορα χωρίς να τσαλακώνονται, όπως το επιτυγχάνουν καλλιτέχνες όπως ένας Καστελούτσι, ένας Λεπάζ, ένας Γουίλσον, μια Μνουσκίν, ένας Σουζούκι και στα καθ’ ημάς ένας Τερζόπουλος, οι οποίοι έχουν καταφέρει να απαλλαγούν από περιττά βαρίδια και έτσι κινούνται πιο ελεύθερα, διεθνοποιούν το υλικό τους πιο εύκολα, με δυο λόγια μετατρέπουν το θέατρο από εμπειρία τοπική σε εμπειρία χωρική, δηλαδή σε προσβάσιμο καλλιτεχνικό αγαθό.

Το ταλέντο υπάρχει άφθονο στο ελληνικό θέατρο, όμως εξακολουθεί να είναι, σε ένα βαθμό, εγκλωβισμένο σε κώδικες επικοινωνίας και λύσεις και θέματα που φαίνεται πως δεν βοηθούν στην εύκολη «εξαγωγή» των προτάσεών του. Αναρωτήθηκαν άραγε οι καλλιτέχνες και οι παραγωγοί μας γιατί αλήθεια να ταξιδεύει τόσο εύκολα και με επιτυχία μια, κατά τη γνώμη μου μέτρια, βελγική ανάγνωση της Ορέστειας (αναφέρομαι στη σχετικά πρόσφατη παραγωγή του Εθνικού Θέατρου της Γάνδης) και να γίνεται πρωτοσέλιδο ως διεθνές καλλιτεχνικό γεγονός και όχι μια ελληνική; Δεν πιστεύω πως ο Μίλο Ράου, ο σκηνοθέτης της εν λόγω παράστασης, είναι καλύτερος από τους δικούς μας καλλιτέχνες. Κάθε άλλο. Σίγουρα διαθέτει κάποια βασικά πράγματα που δεν διαθέτουν οι δικοί μας καλλιτέχνες και τα οποία κάνουν το έργο του σαφώς ευκολότερο, όπως οικονομική στήριξη, κρατική μέριμνα, σωστή οργάνωση και πολλά άλλα. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Είναι και όλα τα άλλα που αναφέρονται πιο πάνω.

Και εδώ κλείνω το σχόλιό μου, πιο πολύ ένας γενικός προβληματισμός, που τον πυροδότησε η επιφυλακτική έως και αμήχανη στάση του ιταλικού κοινού που παρακολούθησε την παράσταση Χαλεπάς, και περνώ σε μια πιο εστιασμένη εκτίμηση της παράστασης ή μάλλον καλύτερα, και των τριών παραστάσεων που είδα.

Η Αργυρώ Χιώτη σκηνοθετεί

Την Αργυρώ Χιώτη (και την ομάδα της Vasistas) την παρακολουθώ από τότε που μας συστήθηκε ως σκηνοθέτρια με το Phobia, τον Φάουστ και τα Αίματα, δηλαδή από τις αρχές της δεκαετίας του 2010. Εξαρχής μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον και την περιέργεια τόσο η σύνθεση της ομάδας όσο και η ματιά της, η οποία ήταν πάντα ανήσυχη, με ένα εύρος που ξέφευγε από το σφιχταγκάλιασμα του τοπικού. Έδειχνε να κινείται πιο άνετα στον χώρο του μεταδραματικού, της περφόρμανς, πολύ πριν αυτά γίνουν «εθνική» θεατρική είδηση, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το γεγονός ότι μπήκε στον χώρο γεμάτη αγωνίες και έγνοια και έκτοτε παραμένει σταθερή στις αναζητήσεις της. Διαρκώς ψάχνεται, διαρκώς παραβιάζει όρια, πειραματίζεται, υπερβαίνει, με κορυφαίο κατά τη γνώμη μου επίτευγμά της η Θεία κωμωδία.

argyro-xioth.jpg

Όσο για την πιο πρόσφατη δοκιμασία της, την παράσταση του Χαλεπά, είχε αναμφισβήτητα πολλές αρετές και ποιοτικές στιγμές. Είχε εντυπωσιακή ατμοσφαιρικότητα, με έντονη την εξπρεσιονιστική αύρα (σημειώνω ως εξαιρετική τη σύλληψη του σκηνικού της Έφης Μπίρμπα και εύστοχη την επιλογή του κυπαρισσιού). Είχε επίσης συνεπές ύφος, ποιητική γοητεία και πολλές ευρηματικές λύσεις (παραπέμπω στο μηχάνημα παραγωγής ήχου του ανέμου, τον ήχο από το καλέμι κ.ά). Είχε επίσης, και πρέπει να αναφερθεί αυτό, ένα πολύ υψηλό βαθμό δυσκολίας και ρίσκου που κάθε κριτικό σχόλιο οφείλει να αναγνωρίσει. Τι εννοώ; Εννοώ το ίδιο το θέμα. Θέμα ακανθώδες και άκρως «επικίνδυνο», γιατί πολύ εύκολα κάποιος μπορεί να πέσει στην παγίδα του «εξωτισμού» της ετερότητας, δηλαδή της ετερότητας ως curiosity. Δεν θέλει και πολύ. Ένα κάτι ελάχιστο και το θέαμα κάλλιστα μπορεί να μετατραπεί σε αναλώσιμο έκθεμα. Ένα κάτι ελάχιστο και το πάσχον σώμα (η ετερότητά του) μπορεί να κατασπαραχθεί από την ηδονοβλεπτική πλατεία, που αρέσκεται να καταναλώνει τις τραγωδίες των άλλων από απόσταση ασφαλείας.

Το απερίγραπτο τραύμα

Με δυο λόγια, θέλει μεγάλη προσοχή η θεατροποίηση του τραύματος, του οποιουδήποτε τραύματος, πολλώ δε μάλλον ενός τραύματος που κανείς δεν θα μπορέσει να περιγράψει. 

Ποιος άραγε είναι σε θέση να καταδυθεί στα βάθη του ταραγμένου νου, στα βάθη του ψυχισμού χωρίς το ρίσκο να φάει τα μούτρα του; Γι’ αυτό και οι ψυχίατροι αναφέρονται διαρκώς στην περίπτωση του Αντονέν Αρτώ, ο οποίος σε ορισμένες (σπάνιες) στιγμές διαύγειας μπορούσε να περιγράψει τον τρόπο που η τρέλα εισέβαλλε στο σώμα του και τον κυρίευε, του έτρωγε τα σωθικά, πώς τον έπνιγαν οι λέξεις τη στιγμή που ετοιμαζόταν να τις αρθρώνει, να αρθρώσει το άναρθρο του πόνου.

Η Χιώτη, λοιπόν, πήρε το τεράστιο ρίσκο να κάνει θέατρο το απερίγραπτο, παλεύοντας με τους αόρατους δαίμονες και ανεμόμυλους του σαλεμένου νου του Χαλεπά. Προσπάθησε να περάσει από τον δικό της αξονικό τομογράφο τα σκιρτήματα της ανήσυχης ψυχής του, τους ανεκπλήρωτους πόθους του, τις σχέσεις του με την πανταχού παρούσα και καταδυναστευτική μάνα του. Και κατάφερε να πετύχει πολλά και να μας συγκινήσει. Όμως, δεν θα σταθώ σε αυτά που μου άρεσαν και με συγκίνησαν. Θα σταθώ στα σημεία που εκτιμώ πως θα μπορούσε και καλύτερα.

Πρώτη παρατήρηση: η δραματουργία. Η παράσταση εμφανώς έπασχε δραματουργικά. Δεν είχε ραχοκοκαλιά. Ήταν χωρίς συνοχή, συγκρότηση και εστίαση. Όπως μας παραδόθηκε στην πλατεία ήταν ένας κερματισμένος αφηγηματικός καμβάς, τον οποίο αμφιβάλλω εάν ένα 5% του κόσμου (και εννοώ στην Ελλάδα, γιατί στην Μπολόνια το ποσοστό πρέπει να ήταν πολύ μικρότερο) ήταν σε θέση να ακολουθήσει. Όταν ένας καλλιτέχνης διαχειρίζεται ένα θέμα τόσο σύνθετο και «αόρατο» οφείλει να δίνει επαρκή ερεθίσματα στον θεατή ώστε να εκτιμήσει τις επιλογές του. Αυτό δεν έγινε, τουλάχιστο στον βαθμό που έπρεπε. Θεωρώ τη Χιώτη έμπειρη και υποψιασμένη. Διερωτώμαι γιατί της διέφυγε αυτό το πολύ βασικό επικοινωνιακό προαπαιτούμενο.

Δεύτερη παρατήρηση: δεν ξεκαθάρισαν αρκετά οι σχέσεις των δύο εαυτών του Χαλεπά (Κακάλας/Μυριαγκός, ο ορατός και ο αόρατος εαυτός). Παρέμειναν ένας δια-πλεκόμενος γρίφος που πιο πολύ δημιουργούσε σύγχυση παρά διαφώτιζε την εσωτερική ταραχή και τον διχασμό του γλύπτη.

Τρίτη παρατήρηση: ο Σίμος Κακάλας σε έναν, θα έλεγα καινούργιο ρόλο σε σχέση με αυτά που μας έχει συνηθίσει, στην αρχή μετά βίας ακουγόταν ακόμη και στην πρώτη σειρά καθισμάτων. Ναι, το καταλαβαίνω, μονολογεί, στοχάζεται, πονάει, θυμάται, προβληματίζεται κατ΄ ιδίαν, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τον ακούει κανένας. Έχει μια πλατεία με δεκάδες άτομα. Η εσωστρέφεια δεν αναλώνεται στα όρια του εαυτού. Πρέπει να φτάσει κάπου και να συγκινήσει.

Τέταρτη παρατήρηση: πιο πολύ είναι απορία παρά πρόβλημα. Γιατί αυτή η αφηγηματική λιτότητα σε ό,τι αφορά τον ρόλο του Κακάλα-Χαλεπά; Ως πρωταγωνιστικός ρόλος εκτιμώ πως θα έπρεπε να έχει τη μερίδα του λέοντος στον λόγο. Έπρεπε να είναι ο πλοηγός μας, η πυξίδα μας στα βάθη του ψυχισμού του. Δεν συνέβη αυτό. Γιατί άραγε;

Πέμπτη παρατήρηση: η Χιώτη επιχείρησε να υπογραμμίσει το ανεξέλεγκτο των αισθημάτων, τη μη γραμμικότητα των σκέψεων και των παθών του ήρωα καταφεύγοντας σε εικόνες που λειτουργούσαν χωρίς συνεκτικό κέντρο, ελεύθερες, σαν ένα είδος αχαλίνωτου stream of consciousness. Κατανοητό. Όμως, αυτός ο συνεχής βομβαρδισμός σε ορισμένες στιγμές προκαλούσε ένα σκηνικό μπούκωμα που δεν άφηνε χώρο στα σκηνικά σημεία να στρογγυλέψουν και να δικαιολογήσουν τη σκηνική τους παρουσία. Ειδικά στη σκηνή του ψυχιατρείου η διαχείριση του πάσχοντος σώματος ήταν κατά τη γνώμη μου φάουλ, γιατί πιο πολύ το εξέθετε παρά το «αποκάλυπτε».

Έκτη παρατήρηση: τα τραγούδια του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The boy), ενδιαφέροντα ως άκουσμα, ωστόσο δεν βοήθησαν ώστε να καταλάβουμε καλύτερα την ιστορία, τα πάθη αυτού του γλύπτη. Και αυτά, όπως και ο λόγος, λειτούργησαν ως θραύσματα, όμως κάπου θα περίμενα μια πιο στέρεη σύγκλιση με τον αφηγηματικό ιστό.

Συμπέρασμα:

Σε κάθε περίπτωση χαίρομαι που το θέατρό μας έχει μια σκηνοθέτρια όπως η Αργυρώ Χιώτη, που δεν φοβάται να παίρνει ρίσκα, να δοκιμάζει αντοχές υλικών και σωμάτων. Κάθε δουλειά της κρύβει πολλή κόπο και ψάξιμο, και τούτο γιατί κάθε δουλειά της κρύβει και μια διάθεση να πάει παρακάτω. Δεν επαναπαύεται. Και πολύ καλά κάνει. Οι όποιες διαφωνίες είναι μέσα στο παιχνίδι που προκαλεί η ίδια η φύση του θεάτρου, αυτή η ατίθαση και ανυπάκουη τέχνη.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα