Ο εθισμός στη δημόσια καταστροφή του άλλου

Ο Μάνος Λαμπράκης γράφει για την ανθρωποφαγική λογική που οδηγεί όλο και περισσότερο κάθε μας αλληλεπίδραση, κυρίως στον ψηφιακό αλλά και το φυσικό κόσμο

Parallaxi
ο-εθισμός-στη-δημόσια-καταστροφή-του-ά-1097255
Parallaxi

Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης

Ζούμε σε μια εποχή όπου η επικοινωνία μεταλλάσσεται σε πεδίο μάχης. Κάθε λέξη που εκφέρεται στο δημόσιο χώρο είναι εν δυνάμει μαχαίρι, κάθε ανάρτηση, κάθε σχόλιο, κάθε είδηση γίνεται εργαλείο διαίρεσης, καταγγελίας, αποκαθήλωσης. Η πολιτική ζωή μοιάζει όλο και περισσότερο με έναν ατέρμονο εμφύλιο ανάμεσα σε υποκειμενικότητες που δεν αντέχουν πια να συνυπάρξουν, ένας ψηφιακός ναρκισσισμός που τρέφεται από την αλληλοεξόντωση. Τα κόμματα δεν είναι πλέον μορφές συλλογικής σκέψης, αλλά μικροομάδες ηθικού πανικού, στρατιές με εμμονικά βλέμματα που ψάχνουν σε κάθε γωνία έναν νέο εχθρό. Ο δημόσιος λόγος έχει χάσει το χαρακτήρα της σύνδεσης και έχει γίνει μία αλυσίδα από αστραπιαία διαζύγια: με τον άλλον, με την ιστορία, με την κοινότητα, με την ελπίδα.

Αυτή η διαρκής καταγγελία, αυτός ο ακατάπαυστος λίβελλος που διαχέεται στις οθόνες, στα σάιτ, στα κοινωνικά δίκτυα, δεν είναι πολιτική. Είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που έχει απολέσει τον δεσμό. Δεν υψώνεται εδώ ο λόγος του αντιπάλου, αλλά διαλύεται το πρόσωπο του άλλου. Ο αντίπαλος δεν υπάρχει για να διαφωνήσουμε, υπάρχει για να εξαφανιστεί. Η λογική της ακύρωσης δεν είναι φωνή, είναι βουβός αφορισμός. Δεν συγκροτείται επιχειρηματολογία, διασπείρεται μίσος. Και πίσω από αυτό, ένα συλλογικό κενό – μια κοινωνία που δεν αντέχει πλέον την ίδια την ύπαρξή της, εάν δεν καθρεφτίζεται στον εξευτελισμό του άλλου.

Η ψευδαίσθηση της διαφάνειας –ότι όλα πρέπει να λέγονται, να αποκαλύπτονται, να εκτίθενται– είναι στην πραγματικότητα ένα κάλεσμα προς την ακαριαία κρίση, τη δημόσια διαπόμπευση, την τιμωρία χωρίς χρόνο. Ο χρόνος του άλλου –ο χρόνος του λάθους, της ωρίμανσης, της συγγνώμης– δεν υπάρχει πια. Μένει μόνο το παρόν της καταγγελίας. Δεν υπάρχει μνήμη, υπάρχει μόνο screenshot. Δεν υπάρχει ιστορία, μόνο feed. Δεν υπάρχει πρόσωπο, μόνο avatar.

Και πίσω από αυτή την εξάντληση της καταγγελίας, μια βαθιά μελαγχολία. Διότι όσο περισσότερο χτυπάμε τον άλλο, τόσο περισσότερο αποκαλύπτεται η δική μας εσωτερική ερήμωση. Η κοινωνία δεν βρίσκεται πλέον στο δρόμο, κατοικεί στο timeline. Δεν υπάρχει συλλογικότητα· μόνο κοινά hashtags. Δεν υπάρχει ελπίδα, μόνο trending φρίκη. Κάθε αντίπαλος είναι ένα πρόσχημα για να διατυπώσουμε ξανά την αβάσταχτη φράση: «δεν αντέχω τον κόσμο έτσι όπως είναι».

Μέσα στα κόμματα, στις οργανώσεις, ακόμα και στις οικογένειες, η κουλτούρα της αλληλοεπίθεσης έχει αντικαταστήσει την κουλτούρα της διαφωνίας. Δεν είναι ότι διαφωνούμε, είναι ότι δεν ανεχόμαστε τη διαφορά. Ο κόσμος οφείλει να είναι ομοιογενής, αποστειρωμένος, έτοιμος να επαναλαμβάνει τα εσωτερικά μας συνθήματα. Η διαφωνία γίνεται βία. Η ερώτηση γίνεται προδοσία.

Η διαφορετική άποψη γίνεται προφίλ προς μαζική αναφορά.

Ακόμα κι ο Θεός, σε αυτό το νέο καθεστώς της εξόντωσης, εμφανίζεται ως κάποιος που οφείλει να απολογηθεί. Η μεταφυσική της πίστης υποτάσσεται στη λογική του feed, η εσχατολογία αντικαθίσταται από την ακαριαία απαίτηση για απόδοση ευθυνών. Όποιος πονά, όποιος αδικείται, δεν στρέφεται πλέον προς την προσευχή, αλλά προς το story. Δεν υπάρχει σταυρός, υπάρχει engagement. Και το θαύμα δεν ζητείται, απαιτείται. Ο Θεός δεν είναι το Ανεξήγητο, είναι ο στόχος. Ο δημόσιος λόγος γίνεται ένας ψευδοθεολογικός αφορισμός της ελπίδας, γιατί ο κόσμος είναι πολύ αργός για τα νεύρα μας.

Όλα αυτά συγκροτούν ένα νέο πλέγμα εξουσίας. Το κράξιμο δεν είναι απλώς ένα σύμπτωμα, είναι η κυρίαρχη μορφή συμμετοχής. Ο πολίτης συμμετέχει μόνο όταν καταγγέλλει. Δεν οικοδομεί, κατεδαφίζει. Δεν μαθαίνει, ματαιώνει. Το κράξιμο είναι η νέα μορφή δράσης, διότι είναι άμεση, δεν χρειάζεται επιχείρημα, και επιβραβεύεται με likes. Είναι η απόλυτη μορφή καταναλωτικής πολιτικής: χτυπάς, απολαμβάνεις, προχωράς. Δεν υπάρχει συνέχεια· υπάρχει μόνο το επόμενο θύμα.

Η αλήθεια είναι πως δεν φταίνε τα social media. Φταίει η πολιτισμική δομή που έμαθε στον άνθρωπο να πιστεύει πως η ελευθερία του ταυτίζεται με την κυριαρχία πάνω στον άλλον. Φταίει η απουσία παιδείας, η απουσία ορίων, η αποδόμηση της ταπεινότητας ως αρετής. Φταίει η απουσία πνευματικής ζωής, η εγκατάλειψη της σιωπής, η υποτίμηση του ελέους. Φταίει η βεβαιότητα πως μόνο ο εαυτός μας έχει δίκιο. Και η βαθύτερη απελπισία ότι τίποτα, τελικά, δεν αλλάζει.

Η μόνη πιθανή αντίσταση δεν είναι η αντεπίθεση. Είναι η σιωπή. Η παραίτηση από τον θόρυβο, η άρνηση να συμμετάσχεις στη διαρκή εξόντωση. Είναι η ανάδυση μιας νέας ερημιάς, όπου ο λόγος θα ξαναγίνει ιερός. Όπου το βλέμμα στον άλλο δεν θα ζητά εξιλαστήριο θύμα, αλλά συνάντηση. Όπου ο Θεός δεν θα είναι κατηγορούμενος, αλλά συνοδοιπόρος. Και η πολιτική δεν θα είναι καταγγελία, αλλά φροντίδα.

Μέχρι τότε, ας μιλήσουμε πιο λίγο και πιο αργά. Γιατί ο κόσμος υποφέρει από υπερπαραγωγή θυμού και έλλειμμα ευγένειας. Και καμιά επανάσταση δεν νίκησε ποτέ, όταν έγινε εναντίον όλων, ακόμα και του ίδιου του εαυτού της.

*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα