Ο ήχος της ραπτομηχανής θα ηχήσει ξανά;
Του Γιώργου Τούλα Διαβάζοντας το εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεπορτάζ του Αχιλλέα Χεκίμογλου στο Βήμα, για τις ελπίδες ανάστασης της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, έκανα ένα αναγκαστικό ταξίδι στα παιδικά μου χρόνια. Μεγάλωσα σε μια εργατική γειτονιά γεμάτη βιοτεχνίες και εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, την Τούμπα. Στη δεκαετία του εβδομήντα και μέχρι τις αρχές του ογδόντα οι γυναίκες της περιοχής έραβαν […]
Του Γιώργου Τούλα
Διαβάζοντας το εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεπορτάζ του Αχιλλέα Χεκίμογλου στο Βήμα, για τις ελπίδες ανάστασης της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, έκανα ένα αναγκαστικό ταξίδι στα παιδικά μου χρόνια. Μεγάλωσα σε μια εργατική γειτονιά γεμάτη βιοτεχνίες και εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, την Τούμπα.
Στη δεκαετία του εβδομήντα και μέχρι τις αρχές του ογδόντα οι γυναίκες της περιοχής έραβαν φασόν για μεγάλες εταιρίες της Ευρώπης, κυρίως της Γερμανίας. Γνωστοί οίκοι της εποχής αλλά και άγνωστες σε μας μπράντες παρήγαγαν εδώ τα ρούχα τους αλλά και όχι μόνο. Λίγο κάτω από την Παπάφη, στο ύψος της Κλεάνθους θυμάμαι την Ελληνική Ταπητουργία να παράγει πρώτης τάξεως τάπητες, ενώ πίσω από το σπίτι μας δέσποζε η Υφανέτ, ένας θρύλος κλειστός πια για 5 δεκαετίες. Ένας από αυτούς τους τάπητες στολίζει ακόμα το καθιστικό μας, αμοιβή της μητέρας μου από μια εποχική της ενασχόληση στο εργοστάσιο. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε μητέρα της ελληνικής παραγωγής με τεράστιες μονάδες που ήκμασαν για δεκαετίες σαν την Ελληνική Υφαντουργία, παράγοντας εξαιρετικής ποιότητας τζιν, που ήταν περιζήτητο σε όλο τον κόσμο, αλλά εδώ εδράζονταν και μερικές από τις πιο γνωστές βιομηχανίες παραγωγής ετοίμων ενδυμάτων που γνώρισαν μέρες δόξας.
Από την πιο μικρή οικοτεχνία με το ελάχιστο προσωπικό της γειτονιάς μέχρι τις γιγάντιες βιομηχανικές μονάδες και με τον ήχο της ραπτομηχανής να αποτελεί το soundtrack της πόλης για δεκαετίες είναι φυσικό επακόλουθο η κατάθλιψη που ακολούθησε την ηχηρή πτώση της. Όταν οι αγορές των Βαλκανίων στην αρχή και μετά της Τουρκίας, των Καυκάσιων χωρών και φυσικά της Κίνας και της Ασίας απέκτησαν τη μερίδα του λέοντος ήρθε και η θλίψη της πόλης.
Γνωρίζω αρκετούς κραταιούς βιοτέχνες, ανθρώπους που μόχθησαν και έχτισαν μικρές δυναμικές μονάδες που προμήθευαν τις αγορές της Ευρώπης και έδιναν δουλειά σε εκατοντάδες οικογένειες της πόλης να μαραζώνουν στη θέα των άδειων τους βιοτεχνιών.
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που αναφέρει ο Αχιλλέας στο κείμενο του, το άψογο ελληνικό βαμβάκι, η ενθάρρυνση των Βρυξελλών, η καθετοποίηση της παραγωγής, η πτώση του κόστους στην Ελλάδα, η αστάθεια σε αρκετές χώρες μπορεί να γεννήσει ξανά την ελπίδα της παραγωγής. Σε καιρούς σκοταδιού κάθε ακτίνα φωτός μοιάζει σωτήρια. Πόσο μάλλον όταν το συγκεκριμένο φανάρι ξέρουμε να το ανάβουμε καλά. Μακάρι.
Διαβάστε επίσης: Ρέκβιεμ για μια πόλη