Ο μεταξωτός άνθρωπος Φ.

της Αθηνάς Τερζή Εικόνα: Ελένη Παπαϊωάννου Δεν ξέρω τι μ’ έχει πιάσει τις τελευταίες μέρες… Είναι εκείνη η φωτογραφία με τις παπαρούνες «Προσπάθησαν να μας θάψουν. Δεν ήξεραν ότι είμαστε σπόροι» κι οι λέξεις σπαρμένες σε ένα κατακόκκινο χωράφι; Είναι τα λόγια του Νίκου Καρούζου, που με στοιχειώνουν, για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη […]

Αθηνά Τερζή
ο-μεταξωτός-άνθρωπος-φ-35546
Αθηνά Τερζή
eleni_papaioanou.jpg

της Αθηνάς Τερζή Εικόνα: Ελένη Παπαϊωάννου

Δεν ξέρω τι μ’ έχει πιάσει τις τελευταίες μέρες… Είναι εκείνη η φωτογραφία με τις παπαρούνες «Προσπάθησαν να μας θάψουν. Δεν ήξεραν ότι είμαστε σπόροι» κι οι λέξεις σπαρμένες σε ένα κατακόκκινο χωράφι; Είναι τα λόγια του Νίκου Καρούζου, που με στοιχειώνουν, για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο; «Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί οι «μεταξωτοί άνθρωποι». Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει».

«Φωτιά να βάλω σήμερα και να τον κάψω σίγουρα τον κόσμο αυτό που αγάπησα και μ’ άφησε και σάπισα». Ο Φ. είναι που ακούγεται από τη διπλανή οικοδομή. Ήσυχος άνθρωπος. Έλληνας Πόντιος από την πρώην Σοβιετική Ένωση με το μεταναστευτικό κύμα του 1967 κι έπειτα. “Ποτέ μου δε λησμόνησα τη μοναξιά τη φόνισσα“, μερακλής απ΄ τους λίγους. Σε πίκρες και σε χαρές με το “Ρεμπέτικο” ανασταίνεται.

Ο Φ. με τους δύο γιους και τη γυναίκα με τα μαύρα. Έχασε αδερφό από την καταραμένη αρρώστια. Την κουβαλάει κι ο ίδιος τον τελευταίο καιρό στο λαιμό. Στο λαιμό να πάρει. Εκείνος, ένας θεριακλής άντρας με το στριφτό του τσιγαράκι και το τραγούδι στο στόμα. Κι η γυναίκα του την παλεύει περσότερο καιρό, μα στέκεται ακόμη όρθια. Κι οι γιοί, ο ένας ξενιτεμένος κι ο άλλος νυχτοφύλακας με τη γυναίκα άνεργη και 2 κουτσούβελα. Έφυγε ο Φ. στο χωριό και το άφησε προίκα στον πρωτότοκο, να γλιτώσει τα νοίκια. Μα ξαναγύρισε για χημειοθεραπείες. Θα ξαναφύγει όμως. Έχει κάνει καλό κουμάντο εκείνος στο χωριό του.

«Με πέταξες, αλίμονο, στο μαύρο καταχείμωνο. Με πρόδωσες και μ’ έφτυσες, ήσουν χαρά και ξέφτισες». Με τη θαμπή φωνή ξύνει τον τοίχο που γλύφει την πλευρά της κουζίνας μου. Κι ο χρόνος σταματά και σκαλώνει σε εκείνο το πονεμένο στόμα που φτύνει τις λέξεις. Πώς να προλάβω να τις μαζέψω; «Και στης ζωής τη φυλακή που δεν υπάρχει Κυριακή». Θέλω να του φωνάξω να σταματήσει μα δε βαστώ. Ατελής, αλλιώτικος και προδομένος, μα μεταξωτός από την κορφή μέχρι τα νύχια.

Πέρσι τέτοιο καιρό πάντρεψε τον μικρότερο. Μπεσαλής και κιμπάρης γλέντησε με όλους. Το προσκλητήριο το ‘λεγε ξεκάθαρα. Είχε προβλέψει την καρέκλα του καθενός. Πόσο πολύ έκλαψε εκείνο το βράδυ! Πούλησε, δανείστηκε, νυχτοδούλεψε, ψευτοδούλεψε μεροκάματα του πόνου και λέει ότι τα κατάφερε. Ο γιός του τον λυπόταν, μα δεν ήθελε να τον πικράνει. «Δε με νοιάζουν όλα αυτά. Καρφί δε μου καίγεται. Μην ξοδεύεσαι, μην κουράζεσαι άδικα. Δε ζητάμε τίποτα». Αγύριστο ποντιακό κεφάλι ο Φ. κι υποχώρησε ο μικρός για να πιουν και να ζαλίσουν τον κόσμο. Να ξεγελάσουν το χάρο και τη μέτρια ζωή τους. Ο πατέρας του έτσι λογάριαζε το χρέος του και τα όνειρά του.

Δεν ξέρω τι μ’ έχει πιάσει τις τελευταίες μέρες… Μια ακατανόητη βαθιά θλίψη για τον κόσμο ανακατεμένη με μια σκουρόχρωμη ελπίδα για τους λίγους μεταξωτούς με τα λιγοστά αγκάθια. Για την κοινωνία την ακοινώνητη, που δεν της περισσεύουν οι μεταξωτές κουβέντες και τα αγγίγματα.

Την Κυριακή των εκλογών ο Φ. πήγε να ψηφίσει. Αδιαπραγμάτευτη ευθύνη σε όλη του τη ζωή. Την πέρασε και στα παιδιά του. Με το μαύρο σκουφί στο κεφάλι για να προστατεύσει τη γύμνια του. Πήγε να ψηφίσει κι ας τον εκδικούνταν το ταλαιπωρημένο του κορμί. Πήγε να ψηφίσει για τελευταία φορά. Με την ταυτότητα στο πέτο σαν μεταξωτό μαντήλι. Από τα άγρια ξημερώματα. Όρθιος, ευθυτενής με τη σύζυγο υπό μάλης. Πήγε για να ξεριζώσει εκείνους που γρήγορα ξέχασαν. Εκείνους που δεν γνώρισαν από τη δική του καθημερινότητα και δεν συμπονέσανε. Τους μολυβένιους. Δε χρειάστηκε κανείς να τον πείσει για το παραμικρό. Μαθημένος στον ουσιαστικό καθημερινό κι άνισο αγώνα. Με σβηστή τηλεόραση, με κλειστά τα αυτιά άκουγε μόνο την πείνα του, τη δίψα του, τον καημό του για το δίκιο. Το δίκιο για τον Φ. ήταν η μεγαλύτερη αρετή. Κι απ’ την αγάπη ακόμη.

Πάνε δύο μέρες τώρα που ο Φ. έσβησε. Γρήγορα, τελικά κι αθόρυβα. Γεμάτος μέχρι τα πνευμόνια με τ’ άδικο που τόσο πολύ πάλεψε να το νικήσει. “Κι όχι να πείτε που ‘κανα και τίποτα σπουδαίο, μόνο που πέρασα κι ακούμπησα στον ίδιο τοίχο που ακουμπήσατε. Μόνο που φόρεσα τις ίδιες χειροπέδες που φορέσατε”Κι ας μην είδαν μέσα μου οι περισσότεροι. Σε όλη μου τη ζωή πάλεψα να εξηγώ το μέσα μου για το έξω. Να τα ταιριάξω.» Έγραφε στο σημείωμα. Ποτέ δεν ξανάδε το σπίτι του στο χωριό.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα