Ο Παράδεισος δεν περιμένει

Λέξεις: Αλεξάνδρα Μπουτοπούλου ‘Ετρεξες με φόρα παρασύροντας μια νευρική νοσοκόμα που στεκόταν στο ένα της πόδι ξύνοντας την πατούσα της με μανία. Ζήτησες να σού πούν πού ειναι το δωμάτιο αλλά δεν έβγαλες και άκρη, οποτε συνέχισες να ψαχνεις απεγνωσμένα. Λιγη ώρα πριν, το τηλεφώνημα της Ιφιγένειας σε ξύπνησε απο τη λήθη της ασταμάτητης δουλειάς […]

Parallaxi
ο-παράδεισος-δεν-περιμένει-0
Parallaxi
corbis-42-28710625.jpg

Λέξεις: Αλεξάνδρα Μπουτοπούλου

‘Ετρεξες με φόρα παρασύροντας μια νευρική νοσοκόμα που στεκόταν στο ένα της πόδι ξύνοντας την πατούσα της με μανία. Ζήτησες να σού πούν πού ειναι το δωμάτιο αλλά δεν έβγαλες και άκρη, οποτε συνέχισες να ψαχνεις απεγνωσμένα. Λιγη ώρα πριν, το τηλεφώνημα της Ιφιγένειας σε ξύπνησε απο τη λήθη της ασταμάτητης δουλειάς σου, «Ξερεις, ειναι άσχημο, αν μπορείς ελα…η Εύα δεν είναι καλά…ένα δυστύχημα».

Αποκλείεται να συμβαίνουν όλα αυτά σημερα. Σήμερα θα ήταν μια μεγάλη μέρα για σένα. Είχες πάρει τις αποφάσεις σου. Ήθελες να της το πεις. Να της πεις πόσο άλλαξες. Να της πεις πόσα κατάφερες. Να της δείξεις το θάρρος σου. Αποκλείεται, δεν θα μπορούσε να συμβεί σήμερα αυτό.

Το βάθος του διαδρόμου πρόβαλλε απειλητικά μακρύ. Βρήκες την Ιφιγένεια να προσπαθεί να στηριχτεί στον τοίχο. Σε κοιταξε και έπεσε πάνω σου κλαίγοντας. «Δεν καταλαβαίνει τιποτα. Δεν ξυπνάει. Το μυαλό της δε λειτουργεί πια».

Τραβήχτηκες πίσω. Αποκλείεται. Απ όλα τα πράγματα, αυτό αποκλείεται. Κάθε εγκεφαλικό κύτταρο της Εύας ήταν απόλυτα συμβατό με το δικό σου. Δεν θα μπορούσε να μη λειτουργεί το μυαλό της. Το μυαλό της ήταν και δικό σου. Το μυαλό της σου άνηκε. Αποκλείεται. 

Ζήτησες να τη δεις. Η μάνα της ένα μικρό κουβαράκι στη γωνία του τοίχου, σε κοίταξε με απορία, ήσουν άγνωστος γι’αυτήν. Βεβαια, πού να σε ξέρει…δεν άφησες ποτέ να σε μάθει και κανείς. Η Ιφιγένεια πήγε δίπλα της, κάτι τής ψιθύρισε στο αυτί…εκείνη δίστασε, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, για λίγο όμως. Μετά σε κοίταξε με απελπισία και κατάλαβες.

Άνοιξες την πόρτα του δωματίου. Δε σκεφτόσουν ποτέ το απρόσμενο. Συνήθως όλα γύριζαν γύρω απο τις επιθυμίες σου, τις σκέψεις σου, τα προβλήματά σου. Πολλές φορές, αβάσταχτα τα προβλήματα που σε βάραιναν, εξαφανιζόσουν απο όλους. Περνούσαν μέρες, δεν μιλούσες σε κανέναν. Η Εύα δε σε ενοχλούσε. ¨Ηξερε. Σε ήξερε. Άλλες φορές δίσταζες να την πλησιάσεις, να της μιλήσεις, σκεφτόσουν οτι ίσως ήταν θυμωμένη μαζί σου, ομως εκείνη στεκόταν εκει. Πάντα εκει. Χωρις να προσπαθεί να σε αλλάξει. Ένιωθες πάντα μια ευθύνη για εκείνη, χωρίς όμως να κάνεις και κάτι γι αυτό. Βολευόσουν. Αλλα ποτέ δεν το παραδέχτηκες. Όπως ποτέ δεν έπαψες να τη σκέφτεσαι, ακόμα και αν ήσουν ανέτοιμος να πάρεις την οποιαδήποτε απόφαση. Πέρασε πολύς καιρός για να καταλάβεις πως το αίσθημα της ευθύνης που ένιωθες ήταν αγάπη. Ποτέ δεν παραδεχόσουν την αγάπη. Και τώρα τη βλέπεις μπροστά σου, να στέκεται τόσο μακριά όμως.

Στάθηκες δίπλα της, γονάτισες και έριξες το κεφάλι σου πάνω της.

«Μη φύγεις…», ψιθύρισες.

Χιλιάδες εικόνες σού ήρθαν στο μυαλο. Τα βροχερά κυριακάτικα πρωινά που διαβάζατε εφημερίδες μαζί και την πείραζες που δεν ενδιαφερόταν για τα πολιτικά. Εκείνη ξεκινούσε πάντα απο τα πολιτιστικά και σου έλεγε: «πώς κανεις έτσι για τρία γράμματα;». Η υπομονή της όταν ερχόταν μαζί σου για ψωνια, την κρυφοκοίταζες πίσω απο την κουρτίνα στο δοκιμαστήριο, καθώς κρατούσε στα χέρια της κρεμάστρες με ένα σωρό ρούχα που ηθελε να βάλεις. Εσύ τα απέρριπτες όλα. Εκείνη σού έλεγε πως δεν είχες γούστο. Το χαμόγελό της όταν σε έβλεπε μετά απο καιρό. Θα προτιμούσες να ήταν τσαντισμένη μαζί σου, αυτό θα μπορούσες να το αντιμετωπίσεις καλύτερα. Τα γλυκόλογα που σού έλεγε πολλές φορές, σε εκνεύριζαν. «Γιατί το κάνεις;», της έλεγες. «Γιατί σ’ αγαπάω, είναι απλό», σου απαντούσε. Η κίνηση που έκανε όταν έλυνε την αλογοουρά της, «άρχισες τα κόλπα», της έλεγες… «δεν πιάνουν σε μένα αυτά», συνέχιζες, κι εκείνη γελούσε ρίχνοντας πάνω στο πρόσωπό σου τα μαλλιά της. Μακάρι να έπιαναν.

«Μη φύγεις», μιλησες.

Σ’ έπιασαν τα κλάματα. Τα δάκρυά σου μετάνιωναν για όλες εκείνες τις στιγμές που της έλεγες να μείνει μακριά. Για όλες τις στιγμές που ήθελες να της πείς τόσα πράγματα, όμως επρεπε να παραμείνεις σκληρός, αδίστακτα σκληρός, μόνο και μόνο για να μην καταλάβει. Αλήθεια, τι δεν έπρεπε να καταλάβει; Δεν ήξερες. Έτσι πίστευες θα είναι καλύτερα για σένα. Θυμήθηκες ένα απόγευμα που βλέπατε τηλεόραση μαζί. Είχες ξαπλώσει στον καναπέ, πονούσε το κεφάλι σου. Πήγε να σε πλησιάσει και να σε χαιδεψει και τιναχτηκες σα να σε χτύπησε κεραυνός. Εκεινη αγανάκτησε, «επιτέλους τι σε πιάνει;», σου ειπε. Δεν ήξερες τι σ’ έπιανε. ¨Ηταν πολλά αυτά που σ ‘επιαναν. Μακάρι να μη σ’επιαναν.

«Μη φύγεις!!!», ούρλιαξες.

Τα δάχτυλά της κουνήθηκαν λιγο, σε ένα δείγμα καλωσορίσματος. Ή μήπως ήταν αποχαιρετισμός; Η ελπίδα ήρθε μπροστά σου για μια στιγμή μόνο και όπως εσύ έκανες σ’ εκείνη τόσα χρόνια, σού γύρισε την πλάτη. Αποχαιρετισμός. Εσφιξες το χέρι της και απλώθηκε μπροστά σου η λύπη. Ενα βαθύ μαύρο σεντόνι τα μάτια σου. Κοίταξες την οθόνη απέναντι.

Η γραμμη ήταν λευκη και ολόισια. Τεντωνόταν οπως το σωμα της στην παραλία, τότε που γκρίνιαζες πως δεν έχει ήλιο και ήθελες να φύγετε. Εκείνη σού έλεγε πως και βέβαια έχει, απλά ειναι κρυμμένος πίσω απο ένα σύννεφο. Μακάρι να μην είχε σύννεφα.

Κατέβηκες τα σκαλια του νοσοκομείου ζαλισμένος. Η Εύα έφυγε. Μαζί της και ο παράδεισος.

Δεν ξέρεις ποτέ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα