Parallax View

Ο Θεός της εγκατάλειψης δεν είναι νεκρός

«Η πίστη ως σχέση μέσα στη σιωπή - αντίλογος σε μια άθεη ηθική της θνητότητας» γράφει ο Νίκος Χαϊμαλάς

Parallaxi
ο-θεός-της-εγκατάλειψης-δεν-είναι-νεκρ-1034441
Parallaxi

Λέξεις: Νίκος Χαϊμαλάς 

Ολόκληρο το κείμενο που έχει ως τίτλο «εμείς οι άθεοι» είναι ένα δοκίμιο, που συνθέτει μια άθεη «θεολογία» με μια πολιτισμική αυτογνωσία. Είναι όντως στοχαστικό, όμως αξίζει να διατυπωθεί ένας πλήρης αντίλογος — όχι μόνο από τη σκοπιά της πίστης, αλλά και από τη σκοπιά της λογικής συνέπειας και του ανθρωπολογικού στοχασμού. Ας πάρουμε λοιπόν τα σημεία ένα προς ένα, χτίζοντας μια εναλλακτική ανάγνωση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Εμείς οι άθεοι

1. Ο Θεός ως πολιτισμικό γεγονός

Λέει πως ο Θεός είναι ένα πολιτισμικό συμβάν, μια “νοηματική πυκνότητα” που συγκροτεί κοινότητες. Αλλά αν δεχτούμε ότι ο Θεός είναι απλώς ένα προϊόν πολιτισμού, τότε γιατί αυτή η “κατασκευή” είναι τόσο διαρκής, παγκόσμια και υπαρξιακά φορτισμένη; Οι πολιτισμικές συμβάσεις μεταβάλλονται, αλλά η έννοια του Θεού επιμένει — και όχι μόνο ως δομή εξουσίας, αλλά και ως πρόσωπο, σχέση, μυστήριο. Αυτό δεν αποδεικνύει την ύπαρξή Του, αλλά δείχνει ότι ίσως η ανάγκη για Θεό να μην είναι μόνο ανάγκη· ίσως είναι ανταπόκριση σε μια υπαρξιακή πραγματικότητα που δεν εξαντλείται στην ιστορική ή γλωσσική της μορφή.

2. Η πίστη ως απάντηση στον θάνατο

Τοποθετεί τον Θεό πάνω στην ανθρώπινη ανάγκη να ξεπεράσει τον θάνατο. Αλλά αυτό το επιχείρημα, όσο κοινό κι αν είναι, υπονοεί ότι η επιθυμία για υπέρβαση του τέλους είναι απόδειξη αυταπάτης. Κι όμως, η ύπαρξη μιας βαθιάς, παγκόσμιας επιθυμίας δεν αναιρεί το ενδεχόμενο αλήθειας. Ο έρωτας δεν είναι ψευδής επειδή γεννιέται από επιθυμία. Ούτε η ελπίδα είναι λάθος επειδή την έχουμε ανάγκη. Ίσως ο Θεός είναι απάντηση στον θάνατο — όχι κατασκευή για να τον ξεχάσουμε, αλλά αποκάλυψη που τον καθιστά κατανοήσιμο.

3. Η άθεη θεολογία ως εγγραφή πάνω στη γλώσσα

Είναι αληθές ότι η θεολογική παράδοση διαμόρφωσε τη γλώσσα, τη σύνταξη, την οντολογία μας. Αλλά αυτό που αποκαλεί “εγγραφή” της θεολογίας στον λόγο, δεν είναι απλώς απομεινάρι μιας πίστης που έχει ξεπεραστεί. Είναι ίσως μαρτυρία ότι ο λόγος δεν είναι ποτέ ουδέτερος. Όταν λες “Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος”, δεν απλώς εισάγεις οντολογία του νοήματος — επικαλείσαι την ίδια τη ρίζα μιας πραγματικότητας που δεν σε αφήνει να την αποκόψεις χωρίς να καταρρεύσει το ίδιο το νόημα. Αν η γλώσσα μας κουβαλά τη Θεολογία, ίσως όχι επειδή την κουβαλούσε το παρελθόν, αλλά επειδή την κουβαλά η αλήθεια.

4. Η πίστη ως ανάγκη τάξης σε έναν χαοτικό κόσμο

Η πίστη δεν είναι μόνο μια ανάγκη για τάξη. Είναι και η αποδοχή ενός μυστηρίου που υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική. Το χάος δεν γίνεται λιγότερο χαοτικό επειδή το αποδεχόμαστε. Αντιθέτως, η πίστη δεν είναι αδυναμία μπροστά στο χάος — είναι η δύναμη να δεις μέσα στο χάος νόημα, χωρίς να το εξημερώσεις. Είναι πράξη ελευθερίας, όχι άμυνας.

5. Η άρνηση της πίστης ως “μεταφυσική ακρίβεια”

Ο όρος είναι εντυπωσιακός, αλλά παραπλανητικός. Η άρνηση της πίστης μπορεί να είναι έντιμη, αλλά δεν είναι ακριβής. Η αλήθεια της ύπαρξης δεν είναι μαθηματική· δεν είναι ποτέ τόσο «ακριβής». Το να ζεις χωρίς υπόσχεση είναι πράγματι βαρύ, αλλά δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην μεταφυσική εγκυρότητα. Είναι επιλογή στάσης, όχι αποδεικτικό σύστημα.

6. Η αθεϊστική ηθική της κοινής θνητότητας

Αναγνωρίζει ότι η αθεϊστική ηθική μπορεί να στηριχθεί στη συνείδηση του πεπερασμένου, της κοινής μοίρας. Αλλά εδώ είναι το κρίσιμο: χωρίς ελπίδα, χωρίς υπαρξιακό έρεισμα, τι εγγυάται τη διάρκεια αυτής της ηθικής; Αν ο θάνατος είναι το απόλυτο όριο, γιατί να μη γίνει το δικό μου καλό υπέρτερο του δικού σου; Γιατί να αγαπώ, να συγχωρώ, να θυσιάζομαι, αν δεν υπάρχει καμία οντολογική βάση για να το κάνω; Εδώ η πίστη δεν έρχεται για να επιβραβεύσει — έρχεται για να θεμελιώσει την αξία του άλλου, ακόμη κι όταν αυτός δεν μου είναι τίποτα.

7. Η φράση «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλειπες;»

Εδώ ίσως βρίσκεται το κέντρο του διαλόγου μας. Ερμηνεύει την κραυγή αυτή ως επιβεβαίωση του τέλους, της σιωπής, της ανυπαρξίας. Κι όμως: αν ήταν αυτό, τότε δεν θα είχε καταγραφεί, δεν θα είχε ειπωθεί — δεν θα είχε παραμείνει επίκεντρο της ανθρώπινης ιστορίας. Η φράση αυτή είναι προσευχή. Είναι πράξη σχέσης ακόμα και μέσα στην αίσθηση της εγκατάλειψης. Ο Χριστός μιλά προς τον Πατέρα, έστω και με κραυγή. Το “γιατί;” δεν είναι άρνηση — είναι διατήρηση σχέσης, έστω και διαρρηγμένης.

Ο Χριστός δεν πέθανε “ξέροντας ότι δεν υπάρχει τίποτα μετά”. Πέθανε πιστεύοντας ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, ακόμα κι αν ο δρόμος προς την Ανάσταση περνά από την πλήρη εγκατάλειψη. Το “ἱνατί με ἐγκατέλειπες;” δεν είναι άρνηση του Θεού· είναι η απόλυτη συμμετοχή στον ανθρώπινο τρόμο μπροστά στην απουσία Του. Κι αυτή η συμμετοχή είναι που σώζει — όχι ως υπόσχεση ανταμοιβής, αλλά ως τελική μορφή αγάπης: η αγάπη που δεν φεύγει, ακόμα και όταν όλα δείχνουν πως τελείωσαν.

Συμπέρασμα:

Στο κείμενο «εμείς οι άθεοι», ο συγγραφέας ζητά να φτιάξει έναν κόσμο όπου δεν χρειάζεται πίστη για να είσαι καλός. Όμως ο κόσμος αυτός, όσο αξιοπρεπής κι αν είναι, στηρίζεται στην αβεβαιότητα, στη θνητότητα, στο “μηδέν”. Ο πιστός, αντίθετα, δεν κάνει το καλό για να σωθεί — κάνει το καλό γιατί έχει δει ότι η αγάπη νίκησε τον θάνατο.

Και αυτό, για εμάς τους πιστούς, είναι αρκετό.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα