Parallax View

Ο θρίαμβος της επιθυμίας

Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή —δεν ορίζονται από ημερομηνίες, δεν σηματοδοτούνται από συγκεκριμένες πράξεις— όπου ο εσωτερικός χρόνος μοιάζει να αλλάζει τροπή

Parallaxi
ο-θρίαμβος-της-επιθυμίας-1399452
Parallaxi

Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης

Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή —δεν ορίζονται από ημερομηνίες, δεν σηματοδοτούνται από συγκεκριμένες πράξεις— όπου ο εσωτερικός χρόνος μοιάζει να αλλάζει τροπή. Δεν πρόκειται για μια μεταφυσική εμπειρία ούτε για ένα ψυχολογικό επεισόδιο αφού είναι κάτι περισσότερο: μια ανασύνταξη της ύπαρξης, μια αργή και επίμονη μετατόπιση της σχέσης με τον κόσμο.

Σαν ο χρόνος να έχει χάσει τον εξωτερικό του ρυθμό και να ακολουθεί πλέον έναν εσωτερικό, πιο βαρύ, πιο καθαρό. Ο ορίζοντας δεν σκοτεινιάζει αλλά στενεύει. Το μέλλον συστέλλεται σε μια λεπτή γραμμή χαμηλής φωτεινότητας, σαν να προετοιμάζεται για μια νέα μορφή που ακόμη δεν έχει δοθεί.

Και μέσα σε αυτό το νέο ανάγλυφο, ο άνθρωπος αρχίζει να αντιλαμβάνεται μια μεταβολή που δεν μοιάζει με αυτά που γνώριζε. Ο φόβος, που αρχικά εμφανίζεται διάτρητος —με ενδεχόμενα, ίσως, υποθέσεις, αναβολές— σιγά-σιγά χάνει τη ρευστότητά του. Δεν επιτίθεται, δεν απειλεί, παρά μονάχα στερεοποιείται.

Γίνεται μια αμετακίνητη παρουσία στο βάθος, μια σκιά που δεν διεκδικεί τίποτα. Και όταν η σκιά παύει να κινείται, παύει και να φοβίζει. Είναι απλώς το υπόστρωμα πάνω στο οποίο οργανώνεται η υπόλοιπη ζωή.

Και τότε η ζωή, κατά έναν τρόπο παράδοξο, αποκτά μια νέα πυκνότητα. Η καθημερινότητα παύει να είναι ένα σύνολο συμβάντων και γίνεται κάτι σαν λειτουργία υπαρξιακή. Το φαγητό που ετοιμάζεις δεν είναι μια ασήμαντη χειρονομία, είναι «μοναδικότητα». Η διαδικασία του διαβάσματος δεν είναι φυγή· είναι ένας αργός τρόπος επιβεβαίωσης της παρουσίας.

Ο καιρός έξω από το παράθυρο, άλλοτε απλός σχολιασμός, τώρα μοιάζει με συνομιλητή. Τα λουλούδια που ανθίζουν αδιάφορα —σαν να μην ξέρουν τίποτα από περιορισμό— αποκτούν σχεδόν παιδαγωγική σημασία. Και οι φίλοι, οι συνομιλίες, η τυχαία αφή μιας φράσης που ειπώνεται χωρίς πρόθεση παρηγοριάς, όλα αυτά αποτελούν τα θεμέλια ενός κόσμου που, αν και στενότερος, παραμένει σταθερός.

Αλλά κάτω από αυτή τη σταθερότητα κυλά κάτι άλλο, πιο δύσκολο, πιο ήσυχο, πιο αβέβαιο. Η ερωτική επιθυμία αλλάζει υφή. Όχι επειδή κάποιος έφυγε. Όχι επειδή συνέβη κάτι. Απλώς επειδή ο εσωτερικός χρόνος της επιθυμίας —εκείνος ο χρόνος του βλέμματος που ζητάει και προσφέρεται— δεν λειτουργεί όπως πριν. Το βλέμμα του άλλου, που άλλοτε είχε μια προέκταση, ένα πέρασμα, μια έλξη, τώρα μοιάζει να υποχωρεί. Όχι μέσα σε αδιαφορία, αλλά μέσα σε κάτι σαν κομψή απόσυρση.

Και το δικό σου βλέμμα, που κάποτε έψαχνε ανταπόκριση, τώρα στρέφεται αλλού, προς μια εσωτερική γεωγραφία όπου η ένταση της επιθυμίας έχει δώσει τη θέση της σε μια σιωπηλή τρυφερότητα.

Η επιθυμία μεταμορφώνεται. Δεν είναι πια το «θέλω του άλλου», είναι το «θέλω να παραμείνω» μέσα στα ελάχιστα. Η επιθυμία εγκαθίσταται στο παρόν, όχι ως αναμονή αλλά ως παρουσία. Κι όμως, αυτή η μετάβαση αφήνει πίσω της μια λεπτή, σχεδόν σπαρακτική αίσθηση απώλειας: όχι επειδή η επιθυμία έσβησε, αλλά επειδή η επιθυμία έπαψε να ζητάει. Έγινε ήσυχη.

Και η ησυχία, όσο κι αν ανακουφίζει, είναι πάντοτε και κάτι άλλο: είναι ένα είδος πένθους. Πένθους όχι για έναν άνθρωπο αλλά για μια μορφή ζωής.

Για την εποχή όπου το βλέμμα του άλλου λειτουργούσε ως επιβεβαίωση του δικού σου βλέμματος. Για την εποχή όπου η αφή είχε τη δική της αναγκαιότητα, όπου η επιθυμία είχε κίνηση, όπου το μέλλον επέτρεπε παραλλαγές του ίδιου του έρωτα.

Τώρα όλα αυτά παραμένουν, αλλά παραμένουν σαν ανάμνηση της επιθυμίας και όχι ως ζωντανή επιθυμία.

Κι όμως, μέσα σε αυτήν τη μεταβολή, η καθημερινότητα —παράδοξη και πιστή— συνεχίζει να κρατά τη ζωή όρθια. Οι μικρές πράξεις γίνονται πράξεις αυτοσυντήρησης της υποκειμενικότητας. Δεν αναζητούν τίποτε άλλο, θέλουν μονάχα να υπάρξουν. Και αυτό δεν είναι μικρό. Είναι μια μορφή αντίστασης απέναντι στην αφαίρεση του κόσμου.

Όταν σηκώνεις το βλέμμα πέρα από την ημέρα, δεν συναντάς ούτε σκοτάδι ούτε φως. Συναντάς μια αδιάμορφη περιοχή όπου ο χρόνος δείχνει την πιο ευάλωτη μορφή του. Δεν είναι υπόσχεση, αλλά ούτε και απειλή. Είναι κάτι σαν άγνωστη συνέχεια, σαν μια ζώνη χαμηλής φωτεινότητας που επιτρέπει στο παρόν να είναι όλο παρόν. Δεν έχει μορφή —ακόμη— και γι’ αυτό δεν τρομάζει.

Γιατί όσο τα μικρά πράγματα επιμένουν, όσο η σκέψη παραμένει ενεργή, όσο το σώμα συνεχίζει να φροντίζει τον εαυτό του και τον κόσμο, όσο η επιθυμία —απολεσθείσα, αλλά όχι εκμηδενισμένη— παραμένει σε μια ήσυχη υπογραφή, το άγνωστο δεν συντρίβει. Μοιάζει με χώρο προετοιμασίας. Μοιάζει με διάβαση.

Και όσο η ζωή συνεχίζει να έχει έστω και αυτή τη λεπτή, ταπεινή, πιστή ροή, το βλέμμα που δεν συναντάται πια με το βλέμμα του άλλου δεν γίνεται τραύμα.

Γίνεται μια νέα μορφή όρασης: ένα βλέμμα που δεν ζητάει αλλά βλέπει. Ένα βλέμμα που δεν προσδοκά αλλά παρατηρεί.

Ένα βλέμμα που δεν αποζητά επιβεβαίωση αλλά υπομένει τη δική του αλήθεια.

Και όσο υπάρχει αυτό το βλέμμα, όσο υπάρχει αυτή η ήσυχη επιθυμία που δεν απαιτεί, όσο υπάρχει αυτός ο βραδύς ρυθμός της ημέρας, το άγνωστο που πλησιάζει δεν είναι εχθρός της ζωής. Είναι απλώς ο νέος της τρόπος.

*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα