Ο Τρελός…

της Αθηνάς Τερζή Άμα  δεν νοιώθεις, μη μιλάς. Σώπα και μη δικάζεις… Χίλια κεφάλια πέφτουνε, όταν εσύ δειλιάζεις… Αν δεν πιστεύεις μη ρωτάς, κι αν δεν ακούς μη με κοιτάς… Αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις… Ο Σ. είναι ο τρελός της γειτονιάς. Η γυναίκα του είναι η Κ. Μεγάλωσαν μαζί. Από το […]

Αθηνά Τερζή
ο-τρελός-19222
Αθηνά Τερζή
boomer-boy-girl-holding-hands-3.jpg

της Αθηνάς Τερζή

Άμα  δεν νοιώθεις, μη μιλάς. Σώπα και μη δικάζεις… Χίλια κεφάλια πέφτουνε, όταν εσύ δειλιάζεις…

Αν δεν πιστεύεις μη ρωτάς, κι αν δεν ακούς μη με κοιτάς… Αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις…

Ο Σ. είναι ο τρελός της γειτονιάς. Η γυναίκα του είναι η Κ. Μεγάλωσαν μαζί. Από το νηπιαγωγείο. Στην ίδια γειτονιά. Στην ίδια πολυκατοικία. Κάθε πρωί έβγαιναν από διαφορετικές πόρτες και συναντιόντουσαν στο δρομάκι που κατηφόριζε για το σχολείο. Ο ένας από τη δεξιά πλευρά της οικοδομής κι άλλη από την αριστερή. Οι γονείς δεν τους ήθελαν μαζί. Εκείνοι όμως στο ίδιο θρανίο άνοιγαν βιβλία και τετράδια και ζωγράφιζαν την κοινή τους ζωή. Οι γονείς μάλωναν και γκρίνιαζαν. Οι δάσκαλοι ήταν δασκαλεμένοι. Στην αρχή, αργότερα τα παράτησαν κι εκείνοι. Ο Σ. και η Κ. δε φοβήθηκαν ποτέ. Είχαν ο ένας τον άλλο. Φίλους είχαν πολλούς, γιατί μοιράζονταν τα πάντα. Οι γειτονιές αντηχούσαν από τις φωνές και τα τρεχαλητά τους.

Ο Σ. κι η Κ. δεν είχαν αδέρφια. Στα σπίτια τους κατέληγαν μόνοι. Δεν έκλειναν ποτέ τις πόρτες στα δωμάτιά τους. Δεν είχαν να κρύψουν τίποτα. Ο Σ.πηδούσε στο μπαλκόνι της. Από την πίσω πλευρά, το δωμάτιό της ήταν δίπλα στο δικό του. Πότιζε τα λουλούδια της, ζωγράφιζε στα τζάμια της, τρύπωνε στιχάκια. Ο Σ. έμοιαζε με δυνατή βροχή! Δεν την άφηνε σε ησυχία! Πώς να φυλακίσεις τη βροχή! Η Κ. ήταν ντροπαλή. Είχε κόκκινα μαλλιά και φακίδες στο μούτρο. Κάτι μικρές καφετιές πιτσιλιές. Ποτέ δεν τέλειωσε το μέτρημά τους ο Σ. “Κάθε μέρα ξεφυτρώνουν κι άλλες” της έλεγε.

Ο Σ. κι η Κ. μεγάλωναν μαζί κι άλλαζαν. Δε μάλωναν. Η Κ. τα καλοκαίρια έφευγε από την πόλη και πήγαινε στο χωριό της. Ο Σ. υπέφερε μακριά της. Τα απογεύματα άραζε στη δική της μεριά στο μπαλκόνι. Πότιζε τη λεμονιά της, έτρωγε υποβρύχιο, της έγραφε κασέτες. Καβαλούσε το ποδήλατο. Έτρεχε και φώναζε το όνομά της. Οι φίλοι του τον καταλάβαιναν. Ήταν παιδιά, αλλά καταλάβαιναν. Κι έφηβοι καταλάβαιναν. Κι όταν έγιναν άντρες πάλι καταλάβαιναν. Ο Σ. κι η Κ. δεν αστειεύονταν, δεν άφηναν περιθώρια. Οι γονείς σταμάτησαν να γκρινιάζουν. Τους βοήθησαν να πιάσουν ένα σπίτι και τους άφησαν στην ησυχία τους. Ο Σ. έγινε γιατρός κι η Κ. δασκάλα.

Δεν άλλαξαν γειτονιά. Μεγάλωσαν απλώς. Οι περισσότεροι φίλοι έφυγαν. “Υποβαθμίστηκε” έλεγαν, καθώς τους αποχαιρετούσαν. Γέμισε ξένους. Μάζευαν υπογραφές για να τους διώξουν κι αφού δεν τα κατάφεραν έφυγαν εκείνοι. “Φοβόμαστε να κοιμηθούμε”. “Φοβόμαστε να αφήσουμε τα παιδιά μας να παίξουν στο δρόμο”. Ο Σ. και η Κ. δεν καταλάβαιναν. Εκείνοι δεν τρόμαξαν ποτέ. Προσπάθησαν να τους μεταπείσουν, αλλά  ήταν αδύνατο. Μόνο ξεμάκραιναν πιο μόνοι και πείσμωναν τότε πολύ. Μαγείρευαν και μοίραζαν το φαγητό στη γειτονιά. Στην αρχή δειλά δειλά κι αργότερα σε καθημερινή βάση.

“Γυρνάει ο κόσμος γρήγορα και γίναμε όλοι σκλάβοι, Κι ένας τρελός φρένο πατά, τον κόσμο να προλάβει”…

Ο μικρός Β. ήρθε ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι. “Πυρόξανθος σαν τον ήλιο”. Ο Σ. και η Κ. τον λάτρευαν. Αλλά συνέχισαν να βοηθούν και να μοιράζουν. Οι  μαύρες σκιές κι οι άπονες σκέψεις δεν τους άγγιζαν. Άλλοι γκρίνιαζαν κι άλλοι χαμογελούσαν. Ο Σ. κι η Κ. παρηγορούσαν. Τη λάτρευαν ετούτη τη λέξη. Ο Σ. έτρεχε όλη μέρα. Πήγαινε στο νοσοκομείο τη μέρα κι όταν γύριζε στη γειτονιά βοηθούσε όπως μπορούσε. Δίχως να παίρνει δεκάρα τσακιστή. Δεν τον ένοιαζε. Ο γιος του είχε την φροντίδα όλων. “Η καλοσύνη και η ευτυχία επιστρέφουν σε μας”. Έτσι έλεγε. Η Κ. μάζευε τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, ξένα κι ελληνάκια και τα διάβαζε. Και το γαϊτανάκι μεγάλωνε. Πολύχρωμο σαν καλειδοσκόπιο, με εκατομμύρια ιριδισμούς.

“Ξεχνάει ο κόσμος στη στιγμή, και ιστορίες γράφει.”… Ο Σ. κι  η Κ. γράφουν καθημερινά τη δική τους ιστορία, στη δική μου γειτονιά. Γι ΄αυτούς δεν υπήρξε ποτέ ένα κλουβί. “Και  ζουν αληθινά αυτό που θα ΄θελαν να ζουν. Το όνειρο δεν είναι μια στιγμή”. Κι ίσως να με μαλώσουν που το μοιράζομαι. Έμαθαν στη σιωπή.

*Οι στίχοι ανήκουν στη Δανάη Παναγιωτοπούλου από τον “Τρελό” με τον Μιλτιάδη Πασχαλίδη

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα