Ο ΟΑΣΘ μου έφαγε 40 λεπτά από το πορτοφόλι αλλά κατά βάση μου τρώει τη ζωή
Ο ΟΑΣΘ μας τρώει, λοιπόν, και λεπτά του ευρώ και πολύτιμα λεπτά της ζωής μας.
Αν κάνει μια αναδρομή ο καθένας μας στις εμπειρίες που έχει συλλέξει μέσα στα λεωφορεία του ΟΑΣΘ, πέρα από αριθμούς, δεδομένα και έρευνες, εύκολα θα διαπιστώσει την παρακμή ανά τα χρόνια. Είναι συλλογικό μας βίωμα πια, δε χρειάζονται πολλές λέξεις για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, η κοινή απογοήτευση είναι γραμμένη στο βλέμμα μας.
Θυμάμαι τις άλλες μέρες, δέκα χρόνια πίσω, όταν η επιβίβαση στο λεωφορείο δε σήμαινε βαριά κι ασήκωτη πορεία προς τις Πύλες της Κολάσεως. Το μοναδικό Μέσο Μαζικής Μεταφοράς στη Θεσσαλονίκη ήταν εκατοντάδες μικρόκοσμοι, ήταν ευκαιρία για να παρατηρήσουμε τον διπλανό, τι φοράει, πώς μιλάει, αν κοιτάζει έξω από το παράθυρο, αν κοιτάζει ευθεία στα μάτια, ποιος είναι ο ήχος κλήσης στο κινητό του, να μαντέψουμε τι σκέφτεται, αν είναι ερωτευμένος ή όχι, αν νιώθει μοναξιά. Τότε υπήρχαν φορές που βγάζαμε τα ακουστικά από τα αυτιά για να ακούσουμε και να αφουγκραστούμε το κλίμα, τώρα βάζουμε στο τέρμα τη μουσική «με κίνδυνο να βλάψουμε την ακοή μας» – παρά τις προειδοποιήσεις του smartphone. Τότε λέγαμε και μια κουβέντα με τον απέναντι στις θέσεις της τετράδας, τώρα ράβουμε το στόμα και αφήνουμε πνιχτούς αναστεναγμούς ισορροπώντας όρθιοι μέσα σε μερικά τετραγωνικά ε κ α τ ο σ τ ά.
Τις προάλλες δεν κατάφερα να μπω στο ασφυκτικά γεμάτο 27 που έφτασε στην Πλατεία Αριστοτέλους. Πλέον περνά -στην καλύτερη των περιπτώσεων- ανά εικοσάλεπτο, δεν έχουμε πια τις πολυτέλειες της δεκάλεπτης αναμονής. Υπήρχαν επιβάτες ακόμη και δίπλα ακριβώς στον οδηγό, κολλητά, μια ανάσα μακριά του. Πήρα ταξί για να γυρίσω σπίτι μετά τη δουλειά, έξι ευρώ, τα γνωστά παράπλευρα έξοδα όποιου ζει στην παράνοια που λέγεται Θεσσαλονίκη. Μου ήρθε στο μυαλό η ταινία που είδα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, «Στον Τροπικό των Φαντασμάτων» ο τίτλος της. Μια καθαρίστρια στις Βρυξέλλες παίρνει το τρένο για να επιστρέψει μετά τη βάρδιά της, είναι το τελευταίο δρομολόγιο, αποκοιμιέται, δεν έχει χρήματα για ταξί και διασχίζει όλη την πόλη με τα πόδια, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, μέχρι να φτάσει στο κρεβάτι της και να ξεκουραστεί.
Λίγες μέρες πριν, το μηχάνημα του ΟΑΣΘ που εκδίδει εισιτήρια μέσα στο λεωφορείο μου έφαγε 40 λεπτά. Τα κέρματα δεν μετρήθηκαν σωστά στην πρώτη μου προσπάθεια να βγάλω εισιτήριο, πάτησα το κόκκινο κουμπί για να αδειάσει το αδηφάγο «χωνευτήρι» και τα νομίσματα που έπεσαν είχαν αρνητικό πρόσημο. Μείον 0, 40 του ευρώ. Κράτησα τα υπόλοιπα στο χέρι μου έτοιμη να τα δείξω στον πρώτο ελεγκτή που θα έμπαινε στο όχημα. Δεν ήρθε κανείς, δεν κάνουν καν τον κόπο να μπουν στα «σαρδελοποιημένα» δρομολόγια, το ξέρουν ότι δεν θα χωρούν ούτε να περάσουν ανάμεσα στο πλήθος.
Ο ΟΑΣΘ μας τρώει, λοιπόν, και λεπτά του ευρώ και πολύτιμα λεπτά της ζωής μας. Ανεχόμαστε να κυκλοφορούμε ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, κάνοντας τρομακτική ησυχία ενώ όλα γύρω μας φωνάζουν ότι δεν πάει άλλο. Σφηνώνουμε τα σώματά μας σαν κομμάτια τέτρις σε παμπάλαια λεωφορεία που σέρνονται σαν κουφάρια στους δρόμους και δε μιλάμε, κάνουμε υπομονή. Οι μόνες κραυγές που ακούγονται είναι προς τη λάθος κατεύθυνση. Μαλώνουμε μεταξύ μας. Φταίνε οι μετανάστες, φταίνε οι παππούδες που κατεβαίνουν για βόλτα στην Αριστοτέλους, φταίνε οι μανάδες με τα καρότσια. «Κάτσε να σταματήσει πρώτα και μετά κατέβα από τη θέση σου, γ@μώ τον μπελά σου», είπε ένας κύριος στο 11 της Πυλαίας απευθυνόμενος σε μια κυρία. Ενδιαφέρθηκε να μη χτυπήσει και το εξέφρασε με το χειρότερο τρόπο. Ένα επιβατικό κοινό που αποκτηνώνεται δίχως όρια.
Η Τόνι Μόρισον γράφει το παρακάτω για τα έπιπλα, αλλά εύκολα, με μια απλή αντικατάσταση, το απόσπασμα διαβάζεται για την αθλιότητα που ονομάζεται ΟΑΣΘ:
«Ασφαλώς και γινόταν να μισήσεις έναν καναπέ – δηλαδή αν μπορούσες. Αν μάλιστα έπρεπε να πληρώνεις 4,8 δολάρια το μήνα για έναν καναπέ που είχε αρχίσει να διαλύεται, που ήταν ολότελα άχρηστος κι είχε καταφέρει να σε ταπεινώσει, δεν μπορούσες να νιώσεις καμιά χαρά για την απόκτησή του. Και η στεναχώρια κολλούσε, ποτίζοντας τα πάντα […]. Όπως ένα σάπιο δόντι, που δεν αρκείται να υποφέρει μόνο του, αλλά πρέπει να σκορπίσει τον πόνο του και στ’ άλλα μέρη του σώματος, έτσι κι ένα μισητό έπιπλο παράγει δυστυχία: ένα συναίσθημα που εγκαθίσταται στο σπίτι και περιορίζει κάθε απόλαυση». / Γαλάζια Μάτια, Τόνι Μόρισον, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Νεφέλη, 1995