Οι δρόμοι έχουν τη δική μας ιστορία
Έγραψε την αγωνία των παιδιών. Έγραψε τα συνθήματα στα πανό για να μη ξεχαστούν. Τα ΜΑΤ απέναντι από ανθρώπους που κλαίνε τους νεκρούς τους. Έγραψε λέξεις θυμωμένες.
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
Κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά…
«ΠΑΜΕ ΚΙ ΟΠΟΥ ΒΓΕΙ»
Σήμερα, στον απόηχο μεγάλων κινητοποιήσεων σε όλη τη χώρα, με 60 χιλιάδες ανθρώπους στην Αθήνα και 20 χιλιάδες στη Θεσσαλονίκη όπως αναφέρθηκε για τις πρωινές συγκεντρώσεις, οι δρόμοι πνίγηκαν από ανθρώπους που άφησαν την ζεστασιά του καναπέ τους για να φωνάξουν για το άδικο και το λίγο μίας τραγωδίας που μία εβδομάδα μετά, δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα τα ακριβή νούμερα των νεκρών, των αγνοουμένων και των τραυματισμένων, λες και μιλάμε για μία χώρα που δεν κοκορεύεται χρόνια τώρα πως είναι καλύτερη από άλλες, πως ακολουθεί την βιομηχανική ανάπτυξη, πως παρέχει ασφάλεια σε πολίτες και μεταφορικά μέσα, πως έχει σημαία της την ανάπτυξη (ταλαιπωρημένη λέξη στα πολιτικά κατατόπια), πως κάνει τα πάντα ώστε να είσαι ελκυστική και ΑΣΦΑΛΗΣ λόγω της βαριάς βιομηχανίας που δεν είναι άλλη (χρόνια τώρα) από τον τουρισμό.
Ένας τουρισμό βέβαια που κι αυτός, προχωράει στην τύχη και σε όποια ιδιωτική πρωτοβουλία ανθρώπων που πολύ απλά, θέλουν να δουλέψουν χωρίς να έχει βάλει ποτέ τεχνογνωσία και υποδομές το ίδιο το κράτος. Άλλωστε από καιρό, προσπαθούμε σε αυτόν τον τόπο, υποτίθεται, να δείξουμε πως είμαστε πολλά παραπάνω από παραλία, τζατζίκι και Ζορμπά.
Όμως, για να αποποιηθείς την παραλία, το τζατζίκι και τον Ζορμπά, θα πρέπει να έχεις φροντίσει πρώτα τι άλλο θα «πουλήσεις». Κι όταν αυτά που πουλάς είναι κυρίως «αέρας», περίμενε πως μία μέρα που θα δυναμώσει, θα σε πάρει και θα σε σηκώσει ο αέρας αυτός.
Γιατί ο κόσμος βαρέθηκε να ανέχεται. Βαρέθηκε λόγια, συμπεριφορές και υποσχέσεις. Βαρέθηκε να μην αλλάζει τίποτα στην καθημερινότητα του και αυτό είναι πια ξεκάθαρο στις διαδηλώσεις, τις συγκεντρώσεις και τις πορείες που γίνονται αυτές τις μέρες σε κάθε πόλη αυτής της χώρας. Οι μεγαλύτερες που έχουν πραγματοποιηθεί εδώ και χρόνια.
Αν αυτό δεν είναι μήνυμα, τότε τι είναι;
Όταν λοιπόν, την τελευταία εβδομάδα, στα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά μέσα του πλανήτη μιλάνε για το μεγάλο «έγκλημα» στα Τέμπη που στοίχισε τη ζωή τόσων ανθρώπων, αλλά άφησε και ένα σωρό ψυχολογικά κατάλοιπα σε ακόμα περισσότερους που κατάφεραν να βγουν ζωντανοί, είναι σίγουρο πως κανείς δεν μπορεί να μη μιλήσει για τις ελλείψεις, για την αδυναμία πρόβλεψης, για ένα κράτος – φάντασμα, για έναν πρωθυπουργό και έναν υπουργό με σκονάκι που υποδεικνύει τον ρόλο τους ως άλλος θεατρικός υποβολέας, για ένα κράτος που αφήνει πολίτες και επισκέπτες στην τύχη τους, για δημοσιογράφους που τον θάνατο ανθρώπων των βαφτίζουν ευκαιρία για αναπτυξιακά έργα. Βελτιώνονται δρόμοι πάνω από το αίμα εκδρομέων, εκσυγχρονίζονται σιδηροδρομικοί σταθμοί δίπλα από διαμελισμένους ανθρώπους και τελικά, πάλι, ζούμε από τύχη.
Ζούμε.
Κι αυτό, ο τουρίστας που ήθελε να έρθει στη χώρα αυτό το καλοκαίρι, θα το σκεφτεί δύο (και τρεις) φορές, όπως ακριβώς θα το σκεφτούμε και όλοι εμείς – οι ήρωες – που επιμένουμε να ζούμε εδώ, την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να μετακινηθούμε με ένα από αυτά τα μέσα μεταφοράς.
Οι δρόμοι έχουν τη δική τους ιστορία.
Κάποιος την έγραψε στον τοίχο…
Έγραψε την αγωνία των παιδιών για το μέλλον τους. Έγραψε τα συνθήματα στα πανό για να μη ξεχαστούν. Τα ΜΑΤ απέναντι από ανθρώπους που κλαίνε τους νεκρούς τους. Τα ονόματα εκείνων που έφυγαν. Έγραψε λέξεις θυμωμένες.
Έγραψε τις υποσχέσεις πριν. Τις υποσχέσεις μετά. Πήρε μπογιά και έγραψε απειλές – οι άνθρωποι όταν απειλούνται περνάν στην αντεπίθεση. Είναι ένστικτο αυτό και κάποτε πρέπει να το καταλάβουμε.
Οι δρόμοι έκλεισαν για να γράψουν σήμερα μια ακόμα νέα ιστορία. Μία εβδομάδα μετά όλα είναι ίδια εκτός από τις φωνές, που παραμένουν δυνατές και αποφασισμένες. Τίποτα δε φαίνεται να καταλαγιάζει την οργή ενός λαού που αντιλαμβάνεται τη φρίκη που μπορεί να κρύβουν και τα πιο απλά. Άραγε, αυτές τις φωνές τις ακούν εκείνοι που πρέπει ή παραμένουν κλεισμένοι στα γυάλινα κλουβιά τους, κάνοντας κατάχρηση μίας θέσης που καιρό πριν έπρεπε να αδειάσουν και δεν είχαν το θάρρος να το κάνουν;
Άλλωστε, οι δρόμοι θα είναι πάντα εκεί. Μεγάλοι και σίγουροι. Και η ιστορία τους θα μεγαλώνει, όσο τα νέα παιδιά μεγαλώνουν. Χωρίς να σκοτώνονται σε τρένα, αεροπλάνα και λεωφορεία. Σε μία χώρα που πρέπει να αλλάξει οριστικά.
«Ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία
Πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά»