Oι δυσεπίλυτες ιδιαιτερότητες της θεατρικής Θεσσαλονίκης
Το ΚΘΒΕ, οι προσπάθειες εκτός Κρατικού, η νέα γενιά, η θεατρική απομόνωση της πόλης και το "στην Αθήνα είναι αλλιώς" - Γράφει ο Σ. Πατσαλίδης
Εικόνα: Χρήστος Κυριαζίδης
Η νέα καλλιτεχνική διεύθυνση του ΚΘΒΕ πρότεινε ένα πλούσιο πρόγραμμα με 21 παραγωγές που προφανώς φιλοδοξεί να προσελκύσει ένα όσο γίνεται μεγαλύτερο και αντιπροσωπευτικότερο, ως προς την ετερογένειά του, κοινό.
Και πολύ καλά έκανε. Άλλωστε αυτός είναι και ο ρόλος ενός κρατικού θεάτρου: να συνομιλεί με τον ορίζοντα των προσδοκιών και επιθυμιών των ομάδων που συνθέτουν τη δημόσια σφαίρα και περιμένουν να δουν στη σκηνή δρώμενα και εικόνες που να τις αφορούν.
Το θέμα βέβαια που προκύπτει εδώ είναι το εξής: από πού θα αντλήσει αυτό το ποικιλόμορφο και ογκώδες κοινό που απαιτεί ο εξίσου ογκώδης αριθμός των παραγωγών, από ποια δεξαμενή θεατών, τη στιγμή που η θεατρική πίτα της πόλης είναι μάλλον περιορισμένη και δυστυχώς δεν δείχνει να μεγαλώνει και να ανανεώνεται. Χωρίς να αγνοούμε στους ανασταλτικούς παράγοντες και τη δύσκολη οικονομική κατάσταση την οποία αντιμετωπίζουν οι πολίτες και δυνάμει θεατές.
Όπως αντιλαμβάνεστε αυτό είναι ένα ζήτημα που θα το απαντήσει ο χρόνος, γι’ αυτό το αφήνω να αιωρείται, ευχόμενος πάντα τα καλύτερα και αποδοτικότερα στην πορεία, και στρέφομαι σε κάτι που πάντοτε με απασχολούσε και έχει να κάνει με τη σχέση του εκάστοτε προγράμματος του Κρατικού με τη θεατρική αγορά της πόλης.
Απορία
Ποιος μπορεί να είναι άραγε ο αντίκτυπος ενός πλούσιου και ελκυστικού κρατικού ρεπερτορίου στον ευρύτερο χώρο της εγχώριας θεατρικής αγοράς; Ποιο μπορεί να είναι το αποτύπωμά του;
Μια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα μπορούσε να διατυπωθεί κάπως έτσι: όσο καλύτερα τα πηγαίνει στο ταμείο, στις επιλογές και δράσεις του το Κρατικό άλλο τόσο τα πηγαίνουν και τα ελεύθερα/ανεξάρτητα θέατρα, υπό την έννοια ότι η επιτυχία ενός οργανισμού με το μέγεθος ενός Κρατικού δημιουργεί ένα γενικό θεατρικό momentum, ένα ωστικό κύμα που συμπαρασύρει όλη τη θεατρική κοινότητα. Αυτή είναι και η θετική όψη των πραγμάτων.
Η άλλη όψη της απορίας
Υπάρχει όμως και ο συνήγορος του διαβόλου που αντιστρέφει το ερώτημα και λέει: Μήπως τελικά όσο πιο ποικίλο, ελκυστικό και ενημερωμένο είναι το πρόγραμμα του Κρατικού άλλο τόσο θα δυσκολεύει τη ζωή και την επιβίωση των καλλιτεχνών και σχημάτων που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο της ελεύθερης αγοράς, υπό την έννοια ότι θα τους εμπλέκει σε έναν από χέρι άνισο αγώνα συνύπαρξης με ένα θηρίο;
Για να γίνω πιο σαφής, παραθέτω αμέσως δύο πρόχειρα παραδείγματα.
Παράδειγμα πρώτο: Όταν το Κρατικό αποφάσισε να κατεβάσει την τιμή του εισιτηρίου προ πανδημίας στα πέντε ευρώ (τις Τετάρτες), ποιος εκτιμάτε ότι κέρδισε και ποιος έχασε σε αυτή την περίπτωση;
Παράδειγμα δεύτερο: στον βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό του, η νέα διεύθυνση του Κρατικού πρότεινε συνεργασία σε όλες σχεδόν τις νέες δυνάμεις του τόπου, δηλαδή τις δυνάμεις εκείνες που φυσιολογικά, παραδοσιακά και καλλιτεχνικά στελεχώνουν και ανανεώνουν τους χώρους κυρίως του λεγόμενου εναλλακτικού ή πειραματικού θεάτρου, χώρους πιο πολύ νεανικούς και ψαγμένους, οπότε είναι λογικό να διερωτηθεί κάποιος: εφόσον το εγχείρημα πετύχει, τι χώρος και τι δυνατότητες άραγε θα απομείνουν στο ελεύθερο θέατρο της πόλης προκειμένου να δηλώσει με ευεργετικό και παρεμβατικό τρόπο την παρουσία του στα δρώμενα της πόλης;
Στην Αθήνα είναι αλλιώς
Όταν είμαι στην Αθήνα τέτοιου τύπου ερωτήματα και διλήμματα που έχουν να κάνουν με το Εθνικό και τα λοιπά θέατρα, δεν με απασχολούν, όπως πιστεύω δεν απασχολούν και τους θεατρόφιλους της πρωτεύουσας. Και προφανώς δεν είναι θέμα σνομπισμού ή αδιαφορίας. Απλώς το Εθνικό θέατρο μπορεί να έχει το ειδικό και συμβολικό του βάρος μέσα στη θεατρική ανθρωπογεωγραφία της πρωτεύουσας, μπορεί να απασχολεί ένα μεγάλο αριθμό εργαζομένων, μπορεί να γίνεται θέμα συζήτησης, ακόμη και πολιτικής αντιπαράθεσης, όμως δεν είναι στην πράξη καταλυτικός ρυθμιστής, δεν καθορίζει τη θεατρική φυσιογνωμία της πόλης. Και τούτο γιατί υπάρχουν πολλές άλλες, άκρως παραγωγικές θεατρικές κυψέλες, με αξιόλογες και ανταγωνιστικές προτάσεις, που διεκδικούν και αυτές με αξιώσεις τον δικό τους χώρο και το δικό τους κοινό. Η πίτα έχει πολλά τεμάχια και πολλούς χρήστες και αυτό απαλλάσσει, σε ένα σημαντικό βαθμό, και το Εθνικό θέατρο από το ψυχοφθόρο άγχος της όποιας εθνικής –και όχι μόνο—αποστολής του.
Η σκιά του ΚΘΒΕ
Η θεατρική Θεσσαλονίκη, αντιθέτως, είναι μια εντελώς άλλη περίπτωση, με πολύ ιδιαίτερες όσο και εύθραυστες ισορροπίες. Μολονότι πληθυσμιακά είναι μια μεγάλη πόλη, για τα δεδομένα τουλάχιστο της χώρας, η σκιά του Κρατικού πέφτει παντού και είναι βαριά. Ουδείς μπορεί να την παρακάμψει ή να την αγνοήσει.
Έτσι ήταν από την πρώτη μέρα που ιδρύθηκε (το 1961) ως «νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου», με πρώτη παράσταση τον Οιδίποδα τύραννο (σκην. Σ. Καραντινού) και λίγους μήνες αργότερα τον Παπαφλέσσα του Σπύρου Μελά (σκην. Π. Κατσέλη), δύο επιλογές ενδεικτικές των βασικών προσανατολισμών και θέσεών του.
Οι θεατρόφιλοι της πόλης μεγάλωσαν, «εκπαιδεύτηκαν» και ωρίμασαν θεατρικά παρακολουθώντας κυρίως τις παραστάσεις του Κρατικού.
Θέατρο εκτός Κρατικού
Κατά καιρούς υπήρξαν ορισμένες ανήσυχες δημιουργικές εστίες, όπως η μακροβιότερη όλων Πειραματική Σκηνή της Τέχνης (πρωτίστως), η Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης (της Ρούλας Πατεράκη), οι Νέες Μορφές, η Ακτίς Αελλίου, η Λύκη Βυθού κ.λπ. που μπόρεσαν, μέσα από τις επιλογές τους, τις δράσεις τους, τις αγωνίες τους, τα έντυπα προγράμματά τους, την υπομονή και επιμονή τους, να βγουν από τη σκιά του Κρατικού και να δημιουργήσουν το δικό τους (κατά κάποιον τρόπο εναλλακτικό) κοινό και χώρο, όμως κάποια στιγμή έφτασαν στα όριά τους, εξάντλησαν τις αντοχές τους και αποχώρησαν από τη σκηνή της πόλης.
Έκτοτε μπορεί να εμφανίστηκαν νέα θεατρικά σχήματα (σημειώνω εν τάχει ορισμένα που μου έρχονται αμέσως στον νου καθώς γράφω: ΚΘΕΘ, Angelus Novus, Passatempo, Ars Moriendi, contACT, A4M, Oberon, Μαύρος Γάντζος, Eclipses, Παπαλάνγκι) και κάποιοι ελάχιστοι νέοι χώροι, οι περισσότεροι ανεπαρκείς και χωρίς κανένα ενδιαφέρον αισθητικά (μοναδική εξαίρεση το Black Box), όμως οι θεατρικές ιδιαιτερότητες της πόλης δεν άλλαξαν, παραμένουν, όπως παραμένει αναλλοίωτη και η νοοτροπία του μέσου θεατρόφιλου, βασικό κλειδί στις εξελίξεις (ή στην απουσία των εξελίξεων).
Η θεατρική γεωγραφία της πόλης
Σε αντίθεση με την απλωμένη και ποικίλη θεατρική γεωγραφία της Αθήνας, για τον περισσότερο κόσμο η θεατρική Θεσσαλονίκη καλύπτει μια επιφάνεια ολίγων τετραγωνικών μέτρων (σκόπιμη η υπερβολή μου εδώ για να υπογραμμίσω αυτή την υπαρκτή ιδιαιτερότητα), από τη σκηνή της ΕΜΣ μέχρι τη σκηνή του Βασιλικού, με κάποιες ελάχιστες και κατά περίπτωση γεωγραφικές αποκλίσεις.
Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, δεν είναι τυχαίο που η μεγάλη (και εξαιρετική από τεχνικής άποψης) σκηνή στη Μονή Λαζαριστών ακόμη δυσκολεύεται να βρει το κοινό της (πιστεύω πως θα είναι το μεγάλο στοίχημα για τη νέα καλλιτεχνική διεύθυνση). Και τούτο γιατί βρίσκεται έξω από το γνώριμο θεατρικό σημείο αναφοράς της πόλης. Είναι εκτός της εμβέλειας του ραντάρ των θεατρόφιλών της, οι οποίοι δύσκολα πείθονται να πάνε μέχρι τη Σταυρούπολη (αν και μόλις ένα …τσιγάρο δρόμος, σε σχέση με τις θεατρικές αποστάσεις στην Αθήνα), πολλώ δε μάλλον να αναζητήσουν τα γεωγραφικά διάσπαρτα μικρά και «φτωχά» στέκια που φιλοξενούν τα θεάματα του ελεύθερου θεάτρου, τα οποία δίνουν τον δικό τους αγώνα (το καθένα όπως αντιλαμβάνεται αυτό τον αγώνα) για να επιβιώσουν.
Οι πιθανές επιλογές ενός θεατή
Εάν υποθέσουμε ότι ένας θεατρόφιλος έχει αποφασίσει, φέτος—μια πολύ δύσκολη οικονομικά χρονιά– να πάει σε πέντε καλές παραστάσεις, το πιθανότερο είναι ότι πρώτα θα τις αναζητήσει στη δεξαμενή του Κρατικού, γιατί έτσι έχει συνηθίσει, εκεί νιώθει ότι ανήκει αλλά και του ανήκει (υπό την έννοια ότι θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι ένας από τους φορολογούμενους που το συντηρούν), κι αν δεν του προκύψει κάτι της αρεσκείας του, η αμέσως επόμενη επιλογή του θα είναι κάποιες αθηναϊκές (κυρίως εμπορικές) παραστάσεις που προβλέπω ότι όσο προχωρά η σεζόν άλλο τόσο θα πυκνώνουν τις επισκέψεις τους σε αναζήτηση τονωτικών ενέσεων.
Τρίτη θα είναι η επιλογή από το υπόλοιπο της εγχώριας θεατρικής κοινότητας. Και σκέφτομαι: από τη στιγμή που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν τα ελεύθερα θέατρα να παραβγούν με το Κρατικό ούτε στην προσέλκυση θεατών, ούτε με την ποικιλότητα και το εύρος του προγράμματός τους, ούτε με τα ονόματα που συνεργάζονται, ούτε με τους χώρους όπου στεγάζονται, ούτε με τον πλούτο υλοποίησης των παραστάσεών τους, ούτε με τη διαφήμιση, τι τους απομένει άραγε για να κάνουν αισθητή και πάνω από όλα ΑΝΑΓΚΑΙΑ την παρουσία τους στα δρώμενα της πόλης, προκειμένου να θέλξουν τον υποψήφιο θεατή-πελάτη; Τι άσσους έχουν στο μανίκι τους; Ή μήπως δεν έχουν, τους έχει όλους το Κρατικό, οπότε πρέπει να δημιουργήσουν άλλους προκειμένου να αποκτήσουν μια ξεχωριστή ταυτότητα; Και αυτήν όμως την ταυτότητα πώς μπορεί να την επιτύχουν όταν απουσιάζουν οι νέοι; Ας το δούμε αυτό που είναι και το πλέον κομβικό σημείο στην κουβέντα μας.
Η κάθοδος των μυρίων
Μπορεί να λέμε στους επί πτυχίω φοιτητές των δραματικών μας σχολών να μην φεύγουν για την Αθήνα όταν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους γιατί η Θεσσαλονίκη τους χρειάζεται πολύ περισσότερο, μπορεί να τους λέμε ότι στη Θεσσαλονίκη υπάρχει περισσότερος χώρος πειραματισμού και πρωτότυπων επιλογών, όμως, φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Δεν πείθονται. Όλοι όσοι αποχωρούν επικαλούνται το ίδιο άλλοθι: τη φτωχή σε ευκαιρίες τοπική αγορά.
Δεν τους αδικώ. Όντως η αγορά είναι φτωχή. Οπότε λογικά θα διερωτηθεί κάποιος: Πώς τελικά αυτή η πόλη θα διαμορφώσει το εναλλακτικό της πρόσωπο, τη ξεχωριστή της ταυτότητα, όταν οι ίδιοι οι νέοι της, που μορφώθηκαν εδώ και μπορούν να της προσφέρουν τα αναγκαία καύσιμα, της γυρίζουν την πλάτη; Πώς θα μπορέσουν τα εν λειτουργία μικρά θέατρα/σχήματα να ανανεωθούν χωρίς αυτούς ώστε να κρατηθούν δυναμικά σε μια ανταγωνιστική και διαρκώς μεταβαλλόμενη αγορά που διαρκώς κυνηγά το νέο (στα πάντα);
Το ότι πολλοί από τους νέους πριν κατηφορίσουν για την Αθήνα δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους, αμέσως μετά την αποφοίτησή τους, σε κάποια πρωτόλεια επαγγελματική παραγωγή (κυρίως του ελεύθερου θεάτρου) το κάνουν πιο πολύ για το βιογραφικό τους και παράλληλα σαν βάπτισμα του πυρός.
Από μόνο του το εγχείρημα δεν λέει τίποτα, γιατί επί της ουσίας δεν βοηθά την εγχώρια θεατρική ζωή. Δεν την αλλάζει σε κάτι. Θα βοηθούσε μόνο εάν οι νέοι επέλεγαν να παραμείνουν και να ωριμάσουν θεατρικά μαζί με το σχήμα που τους φιλοξενεί ή τους καλλιτέχνες που συνεργάζονται. Φεύγοντας αφήνουν τα πράγματα χωρίς κάποια συνέχεια, χωρίς την προοπτική σταδιακής εμβάθυνσης και καλλιέργειας θέσεων, στυλ, αισθητικής. δηλαδή χωρίς την προοπτική διαμόρφωσης μιας διακριτής καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας.
Να θυμίσω επ’ αυτού το πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα των Νέων Μορφών, το πιο πρωτοποριακό σχήμα που ανέδειξε ποτέ η πόλη, το οποίο, από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσε να προχωρήσει παραπέρα τους κώδικες που με μόχθο κατάκτησε και αναγκαστικά επαναλάμβανε τον εαυτό του, ακριβώς γιατί όλοι οι νέοι συνεργάτες διαρκώς αποχωρούσαν μετά από μια-δυο παραγωγές και το άφηναν μονίμως σε μια αενάως επαναλαμβανόμενη (νεανική) αφετηρία.
Νέα αγορά και νέα γενιά
Είναι προφανές πως δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και συνταγές επιτυχίας. Αν υπήρχαν κάποιοι θα τις είχαν ήδη εφαρμόσει. Ως έχουν τα πράγματα, εκείνο που μπορώ να πω, πιο πολύ ως υπόθεση εργασίας, είναι κάτι απλό: όσοι (λίγοι, ελάχιστοι) τολμηροί νέοι καλλιτέχνες επιλέγουν να παραμείνουν στην πόλη για να δώσουν τον δικό τους ανεξάρτητο αγώνα, δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν για πολύ επενδύοντας τα όνειρά τους σε παραστάσεις, προτάσεις, δράσεις, συγγραφείς και σκηνοθεσίες που εύκολα βρίσκει ο θεατρόφιλος στο πρόγραμμα ή στο σκεπτικό του Κρατικού. Για να κάνουν τη διαφορά και να αντέξουν πρέπει να αντιληφθούν, και να το χωνέψουν, πως δεν μπορούν να στηρίζονται ή να προσβλέπουν στην αγορά του Κρατικού (σε ό,τι περισσέψει, δηλαδή), με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Ασφαλώς και είναι καλοδεχούμενοι όσοι θεατές πάνε παντού και αδιακρίτως, όμως αυτοί οι (ολιγάριθμοι) περιπλανώμενοι φίλοι του θεάτρου δεν είναι η λύση. Η λύση βρίσκεται αλλού και το έχω ήδη επισημάνει λίγο πιο πριν: στη δημιουργία μιας νέας αγοράς με τη δική της φρέσκια ενημερωμένη φιλοσοφία, τη δική της ανήσυχη εργαστηριακή (σημειώστε τη λέξη) φυσιογνωμία, τη δική της ταυτότητα και τη δική της διακριτή άποψη περί θεάτρου και παραστατικών τεχνών. Ας μην ξεχνάμε πως κάποτε ένα «Αμόρε» (εκτός θεατρικής πιάτσας, έχει σημασία) κατάφερε να αλλάξει όλη τη φυσιογνωμία και τη φιλοσοφία του αθηναϊκού και όχι μόνο θεάτρου.
Το παράδειγμα του «Αμόρε» δείχνει πως όλα είναι δυνατά, αρκεί να υπάρχει όραμα, πείσμα, δόσιμο και έξυπνες επιλογές. Τα κέρδη ποτέ δεν εμφανίζονται εν μία νυχτί. Θέλουν τον χρόνο τους. Θέλουν επιμονή και υπομονή, κάτι που δυστυχώς δεν χαρακτηρίζει τους νέους καλλιτέχνες (και τους νέους γενικότερα). Φυσικά δεν τους ψέγω. Έτσι μεγαλώνουν: τρέχοντας πίσω από τις ταχύτητες που επιβάλλει το διαδίκτυο.
Όλοι αυτοί οι εικοσάρηδες δεν είναι μετανάστες του διαδικτύου αλλά φυσικοί κάτοικοί του. Το διαδίκτυο είναι το σπίτι τους, ο δάσκαλός τους, ο μέντοράς τους, αυτό διαμορφώνει την προσωπικότητα και την ψυχοσύνθεσή τους. Αυτό τους μαθαίνει στις γρήγορες απαντήσεις. Ένα άγγιγμα στο πληκτρολόγιο αρκεί να λύσει όλες τις απορίες τους. Η υπομονή είναι μια άγνωστη λέξη. Όπως και η μαθητεία. Πριν καν αφομοιώσουν την αλφαβήτα του θεάτρου θέλουν να αναμετρηθούν με τον Άμλετ. Έτσι, τρέχουν με χίλια στην Αθήνα, πιστεύοντας (τρομάρα τους!) πως εκεί βρίσκονται και τους περιμένουν οι Άμλετ, οι απαντήσεις στο ερώτημα to be or not to be, οι Οφηλίες, εκεί και τα πρωτοσέλιδα, η φήμη, η δόξα και η κατάληξή της, η ματαιοδοξία.
Από μια άποψη ναι, είναι λογικό να σκέφτονται έτσι. Η Αθήνα δεν έχει μόνο μια μεγάλη θεατρική αγορά, έχει και την αγορά της τηλεόρασης, του κινηματογράφου, της διαφήμισης, της μεταγλώττισης κ.λπ. Κανείς δεν αντιλέγει στα προφανή. Όμως, στις σχολές τους όλοι αυτοί οι νέοι άλλα ονειρεύονται, άλλα υποστηρίζουν με πάθος, άλλους λόγους επικαλούνται γιατί επέλεξαν να κάνουν θέατρο. Δεν μιλούν για λεφτά. Δεν τους αφορούν. Έτσι τουλάχιστον λένε. Μιλούν για εσωτερική ανάγκη, για ρήξεις, για θέατρο της ψυχής (όπως έλεγε ο Κάρολος Κουν), για ανατροπές, επαναστάσεις, αντισυμβατικότητες και άλλα πολλά βαρύγδουπα. Και πριν αλέκτωρ φωνήσαι απαρνούνται τα πάντα και συμβιβάζονται με ό,τι τους προσφέρει δουλειά. Πάνε και οι ρήξεις, πάνε και οι υποσχέσεις, πάνε και οι εσωτερικές ανάγκες, πάνε κα οι υπερβάσεις, πάνε και οι αντιθεσμικές εξαγγελίες.
Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν υποστηρίζω ότι είναι απλή υπόθεση ρουτίνας να κλείσει κάποιος τα μάτια στους θεσμούς ή στις ετοιμοπαράδοτες λύσεις της αγοράς και του mainstream και να τραβήξει τον δύσβατο και κακοτράχαλο δρόμο των υπογείων και των ατελείωτων δοκιμών και δοκιμασιών, ιδίως σε μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, όπου ακόμη και τα αυτονόητα είναι δύσκολα. Όμως, όπως και να το κάνουμε, χωρίς όνειρα με ρίσκο, αληθινό θέατρο, δημιουργικό θέατρο, επικίνδυνο θέατρο, θέατρο της καρδιάς και της ψυχής, θέατρο εργαστηριακής ζύμωσης δεν γίνεται. Εκείνο που γίνεται είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ευπρεπής επαγγελματική διεκπεραίωση για να βγαίνει το νοίκι και ίσως κάτι παραπάνω.
Και αυτό με κάνει να διερωτηθώ: τελικά για ένα νοίκι και κάτι παραπάνω αξίζει κανείς να μπει σ’ αυτό τον πολύ δύσκολο, τον απαιτητικό, ιδιαίτερο, ολισθηρό και ξεχωριστό κόσμο; Το νοίκι σίγουρα κάποιος πρέπει να το πληρώνει. Απλώς υπάρχουν πολλά άλλα επαγγέλματα που το πληρώνουν πιο εύκολα και απαιτούν λιγότερες θυσίες. Γιατί το θέατρο;
Βλέπω πολύ ταλαντούχους πρώην φοιτητές μου από τη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ να αναλώνονται σε άθλια τηλεοπτικά σίριαλ και πραγματικά λυπάμαι. Λυπάμαι που κατασπαταλούν έτσι το ταλέντο τους και δεν το διοχετεύουν σε κάτι δημιουργικό το οποίο, εφόσον το πιστέψουν και το παλέψουν, σίγουρα θα αποδώσει καρπούς (και πολλά …νοίκια).
Και να προσθέσω κάτι ακόμη, συνέχεια του σκεπτικού αυτού.
Μια πόλη με νέους αλλά καθόλου νέα
Το να έχει μια πόλη των 160.000 περίπου φοιτητών καμιά πεντακοσαριά (υπολογίζω εντελώς αυθαίρετα) θαμώνες των εναλλακτικών (μικρών) σκηνών και θεαμάτων ηλικίας 20+ είναι αστείο νούμερο. Αυτό τι σημαίνει για όλους όσους εργάζονται στο ελεύθερο θέατρο; Το προφανές: άμεση ανάπτυξη τρόπων σύγχρονου μάρκετινγκ (πολλοί το αποκαλούν μεταμοντέρνο μάρκετινγκ—είναι πιο προσωποκεντρικό) ώστε να έρθει πιο κοντά η σπουδάζουσα νεολαία, η οποία μέχρι τώρα είναι εκκωφαντικά απούσα. Μαζικά παρούσα είναι στους καφέδες. Ε, αν τους είναι τόσο απαραίτητοι οι καφέδες, ας βρεθεί τρόπος να τους παίρνουν μαζί τους. Δεν χάθηκε ο κόσμος.
Είναι πράγματι απορίας άξιον πως μια πόλη με το μεγαλύτερο όγκο νέων στην χώρα να μην μπορεί να συντηρήσει έστω και ένα πειραματικό, εναλλακτικό σχήμα; Πώς γίνεται; Μιλάμε για μια πραγματικά ανεπιθύμητη πανευρωπαϊκή πρωτιά, και μάλιστα σε μια εποχή όπου όλη η πρωτοπορία αναπτύσσεται από νέους σταθμευμένους κατά κανόνα στην πιο φτηνή περιφέρεια των θεατρικά ανεπτυγμένων χωρών και οι οποίοι, ευκαιρίας δοθείσης, επισκέπτονται την πρωτεύουσα, επιστρέφουν πίσω στη βάση τους για να ξαναφύγουν πάλι κάπου αλλού, διασχίζοντας σύνορα και δοκιμάζοντας όρια.
Τι να φταίει άραγε σε μας; Προφανώς δεν φταίνε μόνο οι νέοι που απέχουν. Ίσως κάτι δεν γίνεται σωστά και συστηματικά. Δεν το ξέρω. Πάντως, κάπου στραβώνει η στρατηγική προσέγγισής τους και δεν λέει να ισιώσει. Αυτό ας το κρίνουν οι ειδικοί. Ένα είναι το σίγουρο. Οι επιχορηγήσεις μπορεί να είναι απόλυτα αναγκαίες, όμως ποτέ δεν θα είναι αρκετές. Όπως και δεν ήταν ποτέ. Τούτο σημαίνει ότι οι λύσεις βρίσκονται αλλού και πρέπει να αναζητηθούν. Γι’ αυτό πιστεύω πως εάν δεν κερδηθεί το στοίχημα με τη νεολαία της πόλης (που περιλαμβάνει καλλιτέχνες και θεατές) τίποτα ανθεκτικό και διαφορετικό δεν θα προκύψει στον ευρύτερο χώρο της θεατρικής κοινότητας. Και μιας και δεν ανήκω στους ειδικούς του μάρκετινγκ και του προγραμματισμού, θα περιοριστώ να πω μόνο κάτι γενικό μεν αυτονόητο δε, σε σχέση με τους νέους.
Η γοητεία του μη συμβατικού
Ένας νέος από τη φύση του έλκεται από το μη-συμβατικό (είτε αυτό είναι το ντύσιμο, η μουσική, η συμπεριφορά, οι ιδέες κ.λπ). Είναι φυσιολογικό λοιπόν να ισχύει το ίδιο και για τις θεατρικές του προτιμήσεις. Είναι φυσιολογικό να νιώθει «σαν στο σπίτι του» πηγαίνοντας σε ένα υπόγειο ή σε ένα «φτωχό» θέατρο σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά ή σε ένα δρόμο εκτός θεατρικής πιάτσας, παρά σε μια πολυτελή σάλα όπως του Κρατικού, λ.χ. ή του Εθνικού ή της Στέγης ή του Δημοτικού Πειραιώς και πάει λέγοντας. Δεν είναι θέμα σνομπισμού, αλλά αισθήματος ελευθερίας και χαλαρότητας που επιβάλλει η ίδια η ηλικία.
Σε μια «βαριά» αίθουσα, με μια εξίσου βαριά προϊστορία, δεν «μεγαλώνουν» μόνο οι ηλικίες (40+), αλλά και το ίδιο το θέαμα, το οποίο, μόλις μπει στον χώρο αμέσως «αισθητικοποιείται» και «ενηλικιώνεται», ανεξάρτητα από τις αρχικές ιδεολογικές ή άλλες (νεανικές και όχι μόνο) προθέσεις ή επιλογές των συντελεστών. Και είναι λογικό. Ο χώρος που υποδέχεται τον θεατή και το θέαμα είναι παρασάγγας ισχυρότερος. Επιβάλλεται. Υποδεικνύει όρια.
Όπως επανειλημμένα έχω γράψει, θεσμικοί χώροι όπως αυτοί (και όχι μόνο στην Ελλάδα) δεν ασκούνται στην πρωτοπορία, δεν παράγουν πρωτοπορία (δεν είναι άλλωστε ο ρόλος τους). Απλώς τη φιλοξενούν όταν την εντοπίσουν στην αγορά (και πολύ καλά κάνουν) και εν συνεχεία την προωθούν μέσα από το ρεπερτόριό τους, όχι πλέον ως πρωτοπορία αλλά ως εθνική ή κρατική θεατρική είδηση (και εξυπακούεται πως όταν κάτι γίνεται «εθνικό» παύει εκ των πραγμάτων να είναι πρωτοποριακό, αφού περνά στα περιουσιακά στοιχεία όλων).
Με άλλα λόγια, σε ένα Κρατικό ή Εθνικό θέατρο ο καλλιτέχνης μπαίνει γνωρίζοντας ότι αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μια συγκεκριμένη επαγγελματική δέσμευση. Γνωρίζει ότι δεν έχει απεριόριστο χρόνο στη διάθεσή του. Όλα έχουν ένα αυστηρό πλαίσιο προκειμένου να λειτουργήσει ο γενικός προγραμματισμός. Κατά κάποιον τρόπο ο καλλιτέχνης είναι υπάλληλος με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Και εδώ ακριβώς είναι η πρόκληση και ίσως η δυνατότητα, η ευκαιρία, αν προτιμάτε, για όλους όσους εμπλέκονται ή θέλουν να εμπλακούν με την ελεύθερη θεατρική αγορά της πόλης: η ανεύρεση τρόπων ώστε να κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσα από ένα «άλλο» θέατρο, με μια «άλλη» άποψη, μια άλλη νοοτροπία, άλλες στοχεύσεις, άλλα χρονοδιαγράμματα δημιουργίας, με στόχο τους «άλλους» ή και «άλλους» θεατές. Για να γίνουν όλα αυτά εννοείται πως καλούνται να δημιουργήσουν την ανάγκη του «άλλου» θεάτρου.
Για να δημιουργήσουν όμως την ανάγκη αυτή πρέπει πρώτα να δημιουργήσουν τις ευκαιρίες. Όποιοι περιμένουν τις ευκαιρίες στον χώρο αυτό θα έρχονται πάντα δεύτεροι και καταϊδρωμένοι. Δημιουργώντας τις ευκαιρίες δημιουργούν σιγά-σιγά και τη δική τους ιδιαίτερη αγορά.
Χαίρομαι που διαβάζω λεπτομέρειες που αφορούν τις μελλοντικές στοχεύεις του ΚΘΒΕ. Πιστεύω πως ψηλώνοντας διαρκώς ο πήχης, το ταξίδι της έρευνας και της δοκιμασίας των ελεύθερων θεάτρων θα γίνεται εξίσου συναρπαστικό και απρόβλεπτο, τουλάχιστον για όλους εκείνους που φιλοδοξούν να παραμείνουν στον χώρο και να το παλέψουν. Τα ξαναλέω: δεν θα είναι εύκολο. Καμιά καλλιτεχνική εμπροσθοφυλακή δεν είναι εύκολη υπόθεση, πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για τη Θεσσαλονίκη.
Πέραν των όσων έχουμε αναφέρει, προϋποθέτει, συνεχή διεθνή ενημέρωση (τάσεις, ρεύματα, ονόματα, έργα κ.λπ), δυναμικές και τολμηρές πρωτοβουλίες που να προωθούν συνεργασίες με ξένα σχήματα και ονόματα (π.χ. από τις όμορες χώρες ως αρχή), διεθνή φεστιβάλ μικρής και ευέλικτης φόρμας (παραπέμπω στο επιτυχημένο Φεστιβάλ της «Θεατρικής Άνοιξης» ως παράδειγμα), συνεργασίες/συνδημιουργίες με αξιόλογα και ανήσυχα αθηναϊκά αλλά και τοπικά σχήματα, έξυπνα events που να ξαφνιάζουν ευχάριστα τον θεατή, ημερίδες γύρω από φλέγοντα θέματα, στρογγυλά τραπέζια, ομιλίες, διαδικτυακές δράσεις, εργαστηριακές και συμμετοχικές παραστάσεις με ανοίκειες προτάσεις, νέα υποσχόμενα πρότζεκτ και ονόματα, κινητικότητα στη δημόσια σφαίρα, και φυσικά μαζικότερη και ουσιαστικότερη εμπλοκή των καλλιτεχνών που ζουν μόνιμα σε αυτή την πόλη και οι οποίοι δυστυχώς απέχουν θεαματικά από τη θεατρική της ζωή (οι περισσότεροι πάνε θέατρο όταν παίζουν οι ίδιοι—δηλαδή σπάνια βλέπουν θέατρο), μεταξύ πολλών άλλων πιθανών προτάσεων.
Η θεατρική μας απομόνωσή
Πριν κλείσω θέλω να κάνω ένα τελευταίο σχόλιο. Πιο πάνω μίλησα για τις αθηναϊκές παραστάσεις που επισκέπτονται τη Θεσσαλονίκη, πολλές από τις οποίες είναι και μικρού όγκου και περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων. Τώρα αντιστρέφω το σχόλιο και ρωτάω: Ακούσατε ποτέ θεσσαλονικιώτικες παραστάσεις να επισκέπτονται και να συζητιούνται στην Αθήνα (δεν αναφέρομαι στις επιδαύρειες του ΚΘΒΕ); Το πιθανότερο, όχι. Και λογικά θα διερωτηθεί κάποιος: γιατί άραγε; Μήπως δεν έχουμε καλούς σκηνοθέτες ή ηθοποιούς; Εγώ πιστεύω πως έχουμε. Οπότε ξανά το ερώτημα: Τότε γιατί δεν ταξιδεύουν; Δεν θέλουν να δείξουν τη δουλειά τους; Έχουν αμφιβολίες ως προς την ποιότητά της; Δεν έχουν φιλοδοξίες ευρύτερης προβολής; Κάποιοι θα επικαλεστούν το οικονομικό. Ναι, είναι ένας πολύ σοβαρός λόγος, όχι όμως αρκετά πειστικός ώστε να δικαιολογήσει την επί χρόνια εσωστρέφεια του θεάτρου της πόλης, το οποίο εξακολουθεί να είναι άγνωστο στο θεατρικό κέντρο της χώρας (δεν συζητώ για εξωτερικό).
Μήπως τελικά όλα φτιάχνονται εξαρχής για να λειτουργούν στα γνώριμα όρια του τόπου; Αν όντως ισχύει αυτό, σίγουρα δεν είναι καλό. Γιατί ένα θέατρο που σκέφτεται κυρίως τοπικά και αγνοεί τη δυναμική της χωρικότητας δεν έχει προοπτικές. Δεν το λέω εγώ. Το λέει η ίδια η ιστορία του θεάτρου.
Ολοκληρώνοντας
Δεν είμαι μάνατζερ ούτε θιασάρχης ούτε οικονομολόγος ούτε παραγωγός για να προτείνω με κάποια σιγουριά πρακτικούς τρόπους επιβίωσης ή λειτουργίας ή ανανέωσης ή προβολής σε μια τόσο δύσκολη θεατρική πιάτσα όπως της Θεσσαλονίκης. Απλώς η εμπειρία μου ως θεατής και μελετητής του χώρου λέει το αυτονόητο: χωρίς ανήσυχο και εξωστρεφές ελεύθερο θέατρο δεν νοείται βιώσιμη και ανανεώσιμη θεατρική ζωή όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη πόλη.
Είμαι πιστός φίλος του ΚΘΒΕ εδώ και δεκαετίες και δεν έχω καμιά αμφιβολία πως και αυτό κερδίζει πολλαπλώς όταν έχει ολόγυρά του μια δεξαμενή ταλέντων που ψάχνονται, ρισκάρουν, τολμούν, προκαλούν, ξαφνιάζουν, προτείνουν, πειραματίζονται, ονειρεύονται. Είναι, όπως και να το δει κανείς, μια πρό(σ)κληση. Ένα κάλεσμα σε έναν ευγενή αγώνα ποιοτήτων, από τον οποίο όλοι ανεξαιρέτως κερδίζουν και πρωτίστως οι θεατές αυτής της πόλης και φυσικά το ελληνικό θέατρο στο σύνολό του.
Βέβαια στα λόγια όλα είναι εύκολα. Στην πράξη μόνο ο χρόνος θα δείξει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και φέτος. Η σεζόν μόλις άρχισε για όλους. Οψόμεθα.