Φταίει μόνο η Θεσσαλονίκη για τις δυσεπίλυτες θεατρικές της ιδιαιτερότητες;
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις στάθηκαν κάποιες άλλες σκέψεις, του Σάββα Πατσαλίδη που δημοσιεύτηκαν πριν από λίγες μέρες στην Παράλλαξη
Λέξεις: Έφη Σταμούλη
Ιδιαιτερότητες
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις στάθηκαν κάποιες άλλες σκέψεις, του Σάββα Πατσαλίδη που δημοσιεύτηκαν πριν από λίγες μέρες στην Παράλλαξη κάτω από τον εύγλωττο τίτλο «Οι δισεπίλυτες ιδιαιτερότητες της θεατρικής Θεσσαλονίκης».
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να ασχολείται με το θέατρο, και πάνε πάνω από σαράντα χρόνια, μας απασχολούν τέτοια ερωτήματα: γιατί η Θεσσαλονίκη έχει τόσο ισχνή θεατρική ζωή, πώς και γιατί η δεύτερη, σε πληθυσμό, πόλη της Ελλάδας δεν μπορεί να συντηρήσει έναν ελεύθερο θίασο, γιατί το νεανικό κοινό δεν πάει τόσο συχνά στο θέατρο, αν το Κρατικό μονοπωλεί ή όχι το θεατρικό τοπίο στην πόλη, γιατί οι θεατρικές δυνάμεις της πόλης την εγκαταλείπουν αργά ή γρήγορα παίρνοντας το δρόμο προς την Αθήνα, και άλλα και άλλα, που σχεδόν ποτέ δεν έβρισκαν επαρκείς απαντήσεις.
Ας μου επιτραπεί εδώ μία προσωπική αναφορά. Η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1979 και έδωσε την τελευταία της παράσταση τον Οκτώβριο του 2019. Σαράντα χρόνια ακριβώς. Για σαράντα χρόνια, αυτός ο θίασος έζησε και έδρασε σ’ αυτήν την πόλη. Με δυσκολίες, άλλοτε μεγάλες και άλλοτε μικρότερες, με επιτυχίες, κάποτε πολύ μεγάλες, και καλλιτεχνικές και εμπορικές, με ένα λίγο πολύ σταθερό πυρήνα συντελεστών και ηθοποιών, με το θέατρο «Αμαλία» μόνιμη στέγη του από το 1986 έως το 2012 (26 ολόκληρα χρόνια είναι αυτά), με ένα διεθνές Φεστιβάλ, τη «Θεατρική Άνοιξη», που οργάνωσε για 12 συνεχείς χρονιές, με ένα κοινό που ακολουθούσε πιστά και φανατικά στις επιτυχημένες και στις λιγότερο επιτυχημένες παραστάσεις, η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» υπήρξε φυτώριο για πάρα πολλούς, κάποιοι κάποτε την εγκατατέλειψαν και έφυγαν για την Αθήνα επιθυμώντας να αναμετρηθούν με τη μεγάλη αγορά, πράγμα απολύτως θεμιτό σ’ αυτόν τον τόσο ανταγωνιστικό χώρο, υπήρξε ωστόσο και ένα ανάχωμα απέναντι στη διαρροή των καλλιτεχνικών δυνάμεων της πόλης.
Είναι πιστεύω προφανές πως δεν αναφέρομαι σ’ αυτή την ιστορία προσπαθώντας να κάνω ένα απολογιστικό εγκώμιο στο θίασο του οποίου υπήρξα ιδρυτικό μέλος και έπαιξα στις περισσότερες παραστάσεις του, με ελάχιστα και μικρά διαλείμματα.
Αυτό που θέλω απλώς να επισημάνω είναι πως η πορεία αυτού του θιάσου, η αδιάλειπτη συμμετοχή του για σαράντα χρόνια στη θεατρική ζωή της πόλης, δε θα συνέβαινε χωρίς την κρατική επιχορήγηση που είχε. Μια επιχορήγηση που ποτέ δεν ήταν αρκετή, και πώς θα γινόταν άλλωστε, για να υλοποιηθεί χωρίς αγωνίες όλος ο προγραμματισμός, ήταν ωστόσο τόσο μεγάλη που δεν σου επέτρεπε να εγκαταλείψεις το όνειρο, που σου επέβαλλε τη συνέχεια και τη συνέπεια.
Αυτό άλλωστε συνέβαινε και στη θεατρική Αθήνα. Το «Αμόρε» του Γιάννη Χουβαρδά που άλλαξε το ελληνικό θεατρικό τοπίο, ο Λευτέρης Βογιατζής με τη «Νέα Σκηνή» που σημάδεψε την ελληνική θεατρική πραγματικότητα από τη δεκαετία του 80 και μετά, το «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου, το «Θέατρο του Νέου Κόσμου» του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, η «Στοά» του Θανάση Παπαγεωργίου, η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» δεν θα υπήρχαν, δεν θα άντεχαν, δεν θα συνέβαλλαν στην θεατρική αναγέννηση που όλοι αναπολούμε και όλοι αναζητούμε, χωρίς τη γενναία στήριξη του θεσμού των επιχορηγήσεων.
Μόνο που στη Θεσσαλονίκη αυτή την τύχη την είχε μόνο η Πειραματική Σκηνή. Σαν ένα δείγμα για να μην κατηγορείται η Πολιτεία για αθηναϊκό συγκεντρωτισμό. Οι άλλοι θίασοι, που κατά καιρούς υπήρξαν, δεν έτυχαν ποτέ ανάλογης «γενναίας» επιχορήγησης. Οι «Νέες Μορφές», η «Ακτίς Αελίου», η “Λύκη Βυθού» και άλλες ομάδες που προσπάθησαν να δραστηριοποιηθούν στη «μικρή μας πόλη», είτε επιχορηγήθηκαν με ψίχουλα είτε και καθόλου. Φυσικό λοιπόν ήταν να αντέξουν ένα, δύο, πέντε, οκτώ χρόνια, και μετά να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το όνειρο γιατί το νοίκι έτρεχε, και η ανέχεια οδηγεί στην Αθήνα, «που είναι αλλιώς». Εάν η Πολιτεία αποφάσιζε να επενδύσει και στη Θεσσαλονίκη, είμαι σίγουρη πως το θεατρικό τοπίο της πόλης θα ήταν διαφορετικό. Το «Θεατρικό Εργαστήρι», η «Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης» της Ρούλας Πατεράκη, το «Καφέ Θέατρο» του Φούλη Μπουντούρογλου και της Δέσποινας Πανταζή, δραστηριοποιήθηκαν πριν εδραιωθεί ο θεσμός των επιχορηγήσεων ή τον πρόλαβαν στα πρώτα του χρόνια.
Μιλάω φυσικά για τις επιχορηγήσεις που συστηματικοποιήθηκαν από το 1981 και κράτησαν έως το 2011 (οπότε καταργήθηκαν λόγω των μνημονίων) και επανήρθαν λίγα χρόνια αργότερα ως ισχνό φάντασμα του εαυτού τους.
Η ιστορία των πολύπαθων ΔΗΠΕΘΕ επικυρώνει, κι αυτή με τη σειρά της, την ανακόλουθη πολιτιστική πολιτική της χώρας. Όταν η Μελίνα Μερκούρη ίδρυε τα ΔΗΠΕΘΕ στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το έκανε για να ενισχύσει την περιβόητη και τόσο ζητούμενη αποκέντρωση. Πολύ γρήγορα όμως τα ΔΗΠΕΘΕ έπεσαν στα χέρια απολύτως άσχετων με το θέατρο τοπικών παραγόντων, με αποτέλεσμα να καταλήξουν, εδώ και χρόνια, τα περισσότερα απαξιωμένα, να φυτοζωούν και να μαραζώνουν.
Ο αντίλογος σε όλα αυτά μπορεί να είναι: μα είναι δυνατόν το θέατρο να χρειάζεται κρατική ενίσχυση για να επιζήσει; Η απάντηση είναι μία και ξεκάθαρη: το θέατρο που προάγει την έρευνα, τον πειραματισμό, που προκαλεί και προσκαλεί τους νέους, και αυτούς που το δημιουργούν και αυτούς που το καταναλώνουν, το θέατρο που ρισκάρει, που εξελίσσεται, το θέατρο που δεν στηρίζεται μόνο στα αναγνωρίσιμα πρόσωπα, ναι έχει ανάγκη από ενίσχυση κρατική. Προφανώς πρέπει να ενδιαφέρει το θεατή, να μην ομφαλοσκοπεί, προφανώς πρέπει να στηρίζεται και στο ταμείο του, αλλά μόνο το ταμείο του δεν φτάνει.
Όταν λοιπόν υπάρξει επιτέλους σ’ αυτή τη χώρα σοβαρή και θεσμοθετημένη κρατική θεατρική πολιτική, τότε θα μπορούμε να αναρωτιόμαστε τι φταίει και η Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να κρατήσει τις δυνάμεις της. Τότε το Κρατικό θα έχει ή δεν θα έχει σοβαρό ανταγωνισμό, τότε οι νέοι (που τόσο τους επικαλούμαστε και τόσα προσδοκούμε απ’ αυτούς) θα μπορούν να μείνουν, άλλοι για λιγότερο και άλλοι για περισσότερο χρονικό διάστημα εδώ, στη μικρή μας πόλη, και να παλέψουν για τα όνειρά τους. Διαφορετικά θα μας φταίει πάντα το «κακό το ριζικό μας» ή η Αθήνα που μας τρώει τα παιδιά…
Όταν καταργήθηκαν (λόγω μνημονίων) οι επιχορηγήσεις, στοίχιζαν στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό κάτι παραπάνω από 2.000.000 ευρώ. Φανταστείτε πόσο αλλιώτικο θα ήταν το θεατρικό τοπίο της Θεσσαλονίκης εάν, αντί για 135.000 που έπαιρνε τότε μόνο η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» δίνονταν παρόμοια ποσά στις «Νέες Μορφές», στην «Ακτίδα Αελίου», στη «Λύκη Βυθού», για να μείνω στα ίδια παραδείγματα. Η διαφορά στη συνολική δαπάνη θα ήταν αμελητέο ποσό για τον κρατικό προϋπολογισμό. Η χώρα θα ήταν εξίσου στριμωγμένη, το θεατρικό τοπίο όμως της δεύτερης σε πληθυσμό πόλης της Ελλάδας θα ήταν, με στοίχημα, διαφορετικό, και σίγουρα όχι τόσο δυσανάλογο με εκείνο της Αθήνας.
Όσο για το σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ απλά και πολύ αποκαρδιωτικά.
Σήμερα οι τοπικοί θίασοι παίρνουν έκαστος από 10 έως το πολύ 20.000 ευρώ.
Λίγα σε πολλούς για να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Άλλοτε το κράτος έδινε σε μερικούς δημιουργούς τα μέσα για να υλοποιηθεί ένα συνολικό θεατρικό όραμα, η Θεσσαλονίκη πάντα ήταν το παραπαίδι. Τώρα «τσοντάρει» στα έξοδα μιας φτηνής παραγωγής. Αποτέλεσμα: βραχύβιες, άλλοτε πολύ ελπιδοφόρες, άλλοτε λιγότερο, προσπάθειες, απλήρωτα όνειρα που με μαθηματική ακρίβεια θα εκπνεύσουν. Όσο για τους Θεσσαλονικείς, θα τους μένει πάντα ο δρόμος για την Αθήνα. Εκεί το τοπίο είναι σίγουρα απείρως πλουσιότερο αλλά η διάρκεια, η συνέπεια και η συνέχεια είναι εξίσου προβληματικές.
Εν κατακλείδι, ο τίτλος των δικών μου σκέψεων: Φταίει μόνο η Θεσσαλονίκη για τις δισεπίλυτες θεατρικές της ιδιαιτερότητες;
Έφη Σταμούλη