Οι εξελίξεις στο ζήτημα της ΔΕΘ και οι ευθύνες της πόλης
Δεν υπάρχει περιθώριο για αντιπαραγωγικές αντιπαραθέσεις, για καθυστερήσεις και άλλες χαμένες ευκαιρίες -όσο και αν αυτό ακούγεται τετριμμένο.
Λέξεις: Παναγιώτης Αβραμόπουλος
Αναρωτιέμαι αν έχει υπάρξει στην πρόσφατη ιστορία της χώρας έργο το οποίο να έχει γίνει αντικείμενο τόσο πολλών και διαφορετικών προσεγγίσεων ως προς την εξέλιξή του. Έργο για το οποίο να έχουν αναπτυχθεί τόσα, μεγαλεπήβολα στη σύλληψή τους, σχέδια που έμειναν εντέλει μόνο στα χαρτιά.
Οι «περιπέτειες» της ΔΕΘ ξεπερνούν τα πάθη του μετρό της πόλης. Στο κάτω-κάτω αυτό, έστω και με πολυετή καθυστέρηση και αρκετά προβλήματα, μπήκε κάποια στιγμή …στις ράγες.
Αντιθέτως, η περίφημη και πολυσυζητημένη υπόθεση της ανάπλασης της Έκθεσης έχει περάσει από σαράντα κύματα για να φτάσει, πριν από λίγες μέρες, σε μία ακόμη ανατροπή και στην εξαγγελία, δια στόματος του πρωθυπουργού της χώρας, μίας κατ´ αρχήν ευοίωνης αλλά προς το παρόν απολύτως θολής ως προς το ακριβές περιεχόμενό της και αβέβαιης ως προς τις χρονικές δεσμεύσεις υλοποίησής της, (νέας) πρότασης.
Μία συνοπτική αναδρομή
Θεωρώ πως σημαντικές αναταράξεις στη δίνη των προβλημάτων του Εθνικού Εκθεσιακού Φορέα προκάλεσε, ήδη από το 1999, η -απολύτως αποτυχημένη, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος- απόφαση της τότε ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών να προχωρήσει στη διάσπαση της ΔΕΘ HELEXPO σε δύο εταιρικά σχήματα.
Μία απόφαση που ελήφθη έξι μόλις χρόνια μετά τη δια νόμου καθιέρωσή της σε επίσημο εκθεσιακό φορέα της χώρας.
Μία απόφαση που δημιούργησε σημαντικά λειτουργικά και οικονομικά προβλήματα και, εντέλει, αναιρέθηκε το 2013 με την επανένωση των δύο εταιρειών σε μια νέα με το διακριτικό τίτλο ΔΕΘ-HELEXPO AE.
Έτσι, σε ένα σκηνικό εσωτερικών προβλημάτων, οικονομικής δυσπραγίας της χώρας, πολιτικών ανακατατάξεων, δυσμενών συνθηκών για την Έκθεση και έκτακτων κρίσεων όπως, για παράδειγμα, η πανδημία, αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι των σχεδίων ανάπλασης, των προτάσεων, των προθέσεων και των εμποδίων.
Το 2003, με την ευκαιρία της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αρχικώς είχε σχεδιαστεί να φιλοξενηθεί στη ΔΕΘ, πραγματοποιήθηκε ένα εκτεταμένο lifting των υποδομών και ορισμένων εγκαταστάσεων της Έκθεσης. Αυτές ήταν ουσιαστικά και οι τελευταίες μεσαίας κλίμακας εργασίες που έγιναν.
Το 2005, το “Φως της πόλης”, το όραμα του ισπανού αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Santiago Calatrava για την αναμόρφωση του Εκθεσιακού Κέντρου αλλά και της γύρω περιοχής, παρουσιάζεται, εν χορδαίς και οργάνοις, για να μείνει εντέλει στα χαρτιά ως η πρώτη ανεκπλήρωτη μεγάλη παρέμβαση στην καρδιά της Θεσσαλονίκης.
Η επιλογή της μετεγκατάστασης της ΔΕΘ εκτός της πόλης, δεδομένης της κτιριακής ανεπάρκειας και των πλημμελών υποδομών των εγκαταστάσεών της, ετέθη στο master plan του φακέλου υποψηφιότητας για τη διεκδίκηση της Παγκόσμιας Έκθεσης ΕΧΡΟ 2008 εκ μέρους της Θεσσαλονίκης.
Τότε προκρίθηκε η Σίνδος ως η βέλτιστη επιλογή. Μία επιλογή που, έκτοτε, επανέρχεται στο τραπέζι, είτε από τοπικούς άρχοντες της περιοχής -για ευνόητους λόγους- είτε από τους ακραιφνείς θιασώτες της πλήρους και ολοκληρωτικής μετεγκατάστασης των εκθεσιακών δραστηριοτήτων.
Παρά τις καλοπροαίρετες προθέσεις για τη διαφύλαξη μίας «αναπτυξιακής ισορροπίας» μεταξύ Αθηνών και Θεσσαλονίκης, η EXPO τελικά δεν ήρθε στην πόλη μας και μία ακόμη ανεκπλήρωτη προσδοκία προστέθηκε στη λίστα.
Στη συνέχεια, σε μελέτη για την κατασκευή ενός νέου Εκθεσιακού Κέντρου, η οποία εκπονήθηκε το 2013, η λύση της Σίνδου αξιολογήθηκε ως επιλογή υψηλού κόστους και οι σχεδιασμοί προσανατολίστηκαν έκτοτε στην υφιστάμενη θέση.
Το μεγαλόπνοο σχέδιο της in situ ανάπλασης της ΔΕΘ, της «μεγαλύτερης αστικής ανάπλασης που έγινε στη Θεσσαλονίκη», σύμφωνα με το Υπερταμείο, ξεκίνησε μετά από την προκήρυξη διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού το 2019.
Και κάπου εδώ ξεκινάει η τελευταία φάση της περιπέτειας των αναπλάσεων η οποία, για περισσότερο από 12 χρόνια, ταλανίζει την πόλη και κρατά την Έκθεση καθηλωμένη.
Η σχεδιαστική πρόταση που επελέγη προκρίθηκε με διακομματική συναίνεση, σε μία αξιομνημόνευτη σύμπνοια των τριών μεγάλων κομμάτων της χώρας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ & ΠΑΣΟΚ), του αυτοδιοικητικού δυναμικού της πόλης (Περιφερειάρχης Α. Τζιτζικώστας & Δήμαρχος Γ. Μπουτάρης) και με τη στήριξη φορέων, συλλόγων και επιμελητηρίων.
Η ανάπλασης του Εθνικού Εκθεσιακού Φορέα μπήκε σε τροχιά υλοποίησης -αναδείχθηκε εταιρικό σχήμα αναδόχων, οριστικοποιήθηκε το μείγμα χρηματοδότησης, το έργο εντάχθηκε στο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα ως επένδυση στρατηγικής σημασίας το δε επίσημο χρονοδιάγραμμα προέβλεπε την ολοκλήρωση του συνόλου των εργασιών έως το 2031.
Ο ρόλος του Αγγελούδη και της κοινωνίας των πολιτών
Το 2024, ο Στέλιος Αγγελούδης, ως νεοεκλεγείς δήμαρχος Θεσσαλονίκης, εκλήθη να διαχειριστεί μία προειλημμένη απόφαση για το μέλλον της Έκθεσης.
Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του στο αξίωμα του δημάρχου, επέλεξε να διατυπώσει τους προβληματισμούς της πόλης, οι οποίοι, εντωμεταξύ, ωρίμαζαν συγκροτώντας μέτωπο απέναντι στην προοπτική της τσιμεντοποίησης του χώρου και της ανάπτυξης δραστηριοτήτων με ισχυρό κτιριακό αποτύπωμα.
Έθεσε, λοιπόν, ως προαπαιτούμενα εκ μέρους του Δήμου Θεσσαλονίκης δέκα σημεία διεκδίκησης, δέκα «κόκκινες γραμμές», όπως τις ονόμασε, με αποκλειστικό στόχο τη διασφάλιση της βέλτιστης δυνατής εκδοχής του έργου σε ό,τι αφορά τον ελεύθερο, πράσινο, προσβάσιμο από όλους κοινόχρηστο χώρο και τη δημιουργία ενός μεγάλου μητροπολιτικού πάρκου στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, με συγκεκριμένες, ευνοϊκές για την πόλη, προδιαγραφές.
Αυτά -ας μην το παραγνωρίζουμε- έγιναν απέναντι σε ένα σχέδιο ανάπλασης της Έκθεσης που είχε ήδη πάρει το δρόμο της υλοποίησής του με τη βούλα των κυβερνητικών αποφάσεων, με τη σύμφωνη γνώμη και τη στήριξη των κομμάτων, αυτοδιοικητικών παραγόντων και φορέων της πόλης.
Ζήτησε, επίσης, τη συμπόρευση όλων των παρατάξεων του δημοτικού συμβουλίου με τη διεκδίκηση αυτή, κάνοντας παράλληλα σαφή τη θέση του ότι η Έκθεση είναι συνδεδεμένη με την ιστορία και την οικονομική πρόοδο της Θεσσαλονίκης και πρέπει να μείνει στη θέση της -με τις προϋποθέσεις, βεβαίως, τις οποίες έθεσε.
Συγχρόνως, αναπτύσσονταν κινήσεις πολιτών -όχι πάντα ομοιογενείς ως προς την αντίληψη για το μέλλον της ΔΕΘ- για την ακύρωση του συγκεκριμένου σχεδίου ανάπλασης που είχε δρομολογηθεί, τη μεταφορά του συνόλου ή μέρους των εκθεσιακών δραστηριοτήτων εκτός πόλης και τη δημιουργία ενός μεγάλου μητροπολιτικού πάρκου, ενός ελεύθερου χώρου αστικού πρασίνου χωρίς την επιβάρυνση που θα προκαλούσαν άλλες δραστηριότητες.
Και φτάνουμε στο σήμερα…
Μετά την πρόσφατη αναδίπλωση του πρωθυπουργού (ενδεχομένως αναμενόμενη δεδομένης της στάσης του δημάρχου, των κλιμακούμενων πιέσεων εκ μέρους της κοινωνίας των πολιτών αλλά και του ναυαγίου της προοπτικής του ΣΔΙΤ), οι έως τώρα σχεδιασμοί για την ανάπλαση ανατρέπονται.
Προσανατολισμένη, όπως διαφαίνεται, στις αμιγείς εκθεσιακές και συνεδριακές δραστηριότητες και απαλλαγμένη από την πολύπλευρη επιβάρυνση που θα επέφεραν η ξενοδοχειακή και οι εμπορικές χρήσεις του αρχικού σχεδίου, η νέα πρόταση ανάπλασης δίνει ανάσες στην πόλη, περιορίζοντας το κτιριακό σκέλος και ενισχύοντας το αστικό πράσινο.
Αυτή είναι, το δίχως άλλο, μία ευοίωνη εξέλιξη η οποία, όπως αποτυπώνεται στις κατ´ αρχήν αόριστες ανακοινώσεις του πρωθυπουργού, ενσωματώνει σχεδόν το σύνολο των «κόκκινων γραμμών» του δημάρχου και λαμβάνει υπόψη τις αντιρρήσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Απέναντι στις ασαφείς πρωθυπουργικές εξαγγελίες, όμως, η πόλη οφείλει να σταθεί ενωμένη και αποφασιστική, να υπερβεί πολιτικές εμπλοκές ή ιδεοληπτικές εμμονές και να αναζητήσει τον κοινό τόπο που θα της επιτρέψει να διατυπώσει έναν ισχυρό διεκδικητικό λόγο.
Οφείλει, με τρόπο συγκροτημένο, να απαιτήσει, από την κυβέρνηση να αποσαφηνίσει άμεσα τις προθέσεις της, να αναπτύξει με ξεκάθαρο τρόπο το περιεχόμενο της νέας πρότασής της και να δεσμευτεί με αυστηρά χρονοδιαγράμματα ενεργειών και σαφή ορίζοντα υλοποίησης του έργου.
Δεν υπάρχει περιθώριο για αντιπαραγωγικές αντιπαραθέσεις, για καθυστερήσεις και άλλες χαμένες ευκαιρίες -όσο και αν αυτό ακούγεται τετριμμένο.
*Ο Παναγιώτης Αβραμόπουλος είναι πρώην πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του δήμου Θεσσαλονίκης