Οι γυναίκες του όγδοου ορόφου
Ένα κείμενο βασισμένο σε μία πρόσφατη εμπειρία.
Οι γυναίκες του όγδοου ορόφου φοράνε άσπρα, πράσινα και μπλε ρούχα. Οι άντρες είναι λιγότεροι. Σε ξυπνάνε από τις 6 το πρωί. Οι ίδιες δεν κλείνουν μάτι, γιατί δουλεύουν βάρδιες. Η κάθε μια γνωρίζει πολύ καλά τη δουλειά της. Η κάθε μια χορεύει στον δικό της ρυθμό κι είναι απίστευτο πως σπάνια θα τις δεις να τρεκλίζουν ή να χάνουν τα βήματά τους.
Και τούτο εδώ το κείμενο δεν είναι μια απόπειρα αγιοποίησής τους, δεν έχουν την ανάγκη μου, δεν το έχω ανάγκη. Είναι που καθώς τις έβλεπα να μπαινοβγαίνουν στα δωμάτια και να σηκώνουν κουρνιαχτό στο πέρασμά τους, μου ήταν αδύνατο να ξεκολλήσουν από το μυαλό μου τα λόγια του Μάνου Ελευθερίου “Χίλιοι φυλάνε στα στενά χίλιοι στο πέρασμά του, φυτεύουνε ψηλό σταυρό και τον καρφώνουν πάλι κι απ’ τον σταυρό βγαίνει νερό και μια φωνή μεγάλη”. Λόγια που τα ‘βαλε μουσική ο Χρήστος Λεοντής και τα ‘φτιαξε ένα περίεργο τραγούδι, από κείνα που κάνουν κρακ μέσα σου, για το μέσα τους, για κείνο το ανείπωτο που σου ξυπνάνε.
Οι γυναίκες του όγδοου ορόφου “σου βγάζουν πρώτα ό,τι πονά κι ύστερα την καρδιά τους”. Πάντοτε μιλούσα με τραγούδια. Με ηρεμούν, μου δίνουν κουράγιο. Μπερδεύομαι στα νοήματά τους, σεργιανώ στις μελωδίες τους. Κατοικώ στα τραγούδια και τις λέξεις τους. Ακόμη και πριν την επέμβαση, στο χειρουργείο, σιγοτραγουδούσα τα τραγούδια των γιατρών στο δικό τους ραδιόφωνο, τις δικές τους μουσικές επιλογές. Εγώ η τυχερή που σφάλισα τα ναρκωμένα μάτια μου ακούγοντας Μάνο Χατζιδάκι, με τα δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια.
Δεν ξέρω πόσοι από εσάς εκεί έξω έχετε βρεθεί κάτω από τα φώτα ενός χειρουργείου με τα χέρια ανοιχτά από τους ώμους σαν μια μεγάλη αγκαλιά και το μυαλό να αλυχτά σαν το λαβωμένο σκυλί για κείνα που πέρασαν και για όσα αναρωτιέσαι αν θα έρθουν, αν θα ξανάρθουν; Τα ίδια, δε σε νοιάζει, ας είναι και σε επανάληψη, μόνο να ξανάρθουν! Γιατί το μυαλό είναι διάολος και τα προλαβαίνει όλα, ακόμη και λίγο πριν το κάνουν να βγάλει τον σκασμό, έστω και για λίγο, εκείνο τα προλαβαίνει όλα και σου τα τρίβει στη μούρη. Προλαβαίνει να θυμηθεί, να αναπολήσει, να φοβηθεί, να ελπίσει, να τάξει σε Θεούς και δαίμονες. Να τους κατεβάσει όλους δίπλα σου για να μαλακώσουν τη μοναξιά σου. Κι όταν βγεις από κει μέσα και ξανανέβεις στον όγδοο όροφο, αλήθεια, έχεις την αίσθηση ότι τα έβαλες με το φοβερότερο θηρίο και το νίκησες. Γιατί άνοιξες τα μάτια, γιατί συνήλθες αμέσως, γιατί οι σκέψεις επανήλθαν στη θέση τους, γιατί ξανάπιασες να σιγομουρμουρίζεις τραγούδια. Τόσο απλά. Μα πάνω από όλα γιατί οι γυναίκες του όγδοου ορόφου ήταν εκεί για να σου χαϊδέψουν το μέτωπο και να σου χαμογελάσουν. Να σου πουν εκείνα τα από χρόνια χιλιοειπωμένα που παρηγορούν γενιές τον άνθρωπο. Εμένα, εσένα, εκείνους που πέρασαν κι όσους θα ακολουθήσουν.
Οι γυναίκες του όγδοου ορόφου “σου βγάζουν πρώτα ό,τι πονά κι ύστερα την καρδιά τους”. Αν τη βαστάς την απόλυτη ομορφιά της ζωής και δεν βάζεις εμπόδια, είναι τιμή να να την αντικρίζεις σχεδόν πατρογονική, να κουβαλά από το χώμα και τον καθημερινό ουρανό. Κι είναι αυτή ακριβώς η αίσθηση της βαθύτατης ανημποριάς και της απόλυτης εναπόθεσης του εαυτού σου στα χέρια άλλων,που κάνει το μοίρασμα, συνθήκη ολάκερης ζωής που ποτέ δεν θα ξεχάσεις, γιατί δεν προφταίνεται και δεν συγκρίνεται με τίποτα. Άλλο το μέτρο και το ζύγι.
Τις γυναίκες του όγδοου ορόφου θα τις βρεις στην οδό Παπαναστασίου 11. Θα μπορούσε να ήταν και και η οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν του θείου Μενέλαου, ναι θα μπορούσε!
Για τον αιώνιο αγωνιστή, για τον αληθινό άνθρωπο!