Οι μίζεροι, οι ευσεβείς, το ΔΝΤ, ο ακραίος πλούτος και τα νέα κινήματα

Οι αναγνώστες που επισκέφτηκαν τις τελευταίες ημέρες την ηλεκτρονική «Καθημερινή μπορεί να παρατήρησαν μία κοινή πεποίθηση να διατρέχει τα περισσότερα άρθρα. Αν δεν έτυχε, για τα περισσότερο επικεντρωμένα στην οικονομία, το μήνυμα είναι ότι η «ανάπτυξη επιστρέφει». Αν ο αναγνώστης επισκέφτηκε τη σελίδα, ίσως να πρόσεξε και δύο κείμενα, ενός τακτικού αρθρογράφου και ενός δημοφιλούς […]

Θάνος Στρατάκης
οι-μίζεροι-οι-ευσεβείς-το-δντ-ο-ακραίο-749084
Θάνος Στρατάκης

Οι αναγνώστες που επισκέφτηκαν τις τελευταίες ημέρες την ηλεκτρονική «Καθημερινή μπορεί να παρατήρησαν μία κοινή πεποίθηση να διατρέχει τα περισσότερα άρθρα. Αν δεν έτυχε, για τα περισσότερο επικεντρωμένα στην οικονομία, το μήνυμα είναι ότι η «ανάπτυξη επιστρέφει». Αν ο αναγνώστης επισκέφτηκε τη σελίδα, ίσως να πρόσεξε και δύο κείμενα, ενός τακτικού αρθρογράφου και ενός δημοφιλούς στο κοινό της εφημερίδας ακαδημαϊκού, που είναι περισσότερο ιστορικά. Σε αυτά οι συγγραφείς αναρωτιούνται κάτι άλλο. «Γιατί αγαπάμε τις ήττες μας», και γιατί ενδίδουμε συνεχώς στο «μιζεραμπιλισμό», στη μιζέρια; Και θέλουν να υποστηρίξουν έναν άλλο τρόπο για να διαβάσουμε την ιστορία.

Το επιχείρημα, που τεκμηριώνουν και από τις ιστορικές μελέτες που σχολιάζονται, είναι ότι υπάρχει στην Ελληνική κοινωνία μία διάχυτη αίσθηση απαισιοδοξίας για το παρελθόν και το μέλλον μας που πρέπει να αντιστραφεί. Το «πρέπει» εδώ είναι και ευχή και πολιτική παρατήρηση. Ευχή είναι όταν το αίτημα για αισιοδοξία συνδυάζεται με την ανάγκη για μία εθνική προσπάθεια να ξεφύγουμε επιτέλους από την κρίση και από τη λογική της αυτό-θυματοποίησης. Λόγω και της επιστροφής της ανάπτυξης, ο σύγχρονος Έλληνας καλό θα ήταν να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Και πολιτική παρατήρηση είναι όταν το «μας» και η «Ελλάδα» και «η ιστορία μας» και το «μέλλον», δηλαδή έννοιες που μας χωράνε κανονικά όλες και όλους και βρίσκονται σε αφθονία στα δύο κείμενα, ξαφνικά γίνονται ένα μπαλάκι με πολύ σκληρό κέλυφος που πετάει απέξω κάτι: αυτό που ονομάζουν, «την Αριστερά». 

Γρήγορα δηλαδή ο αναγνώστης ανακαλύπτει πίσω από την επίκληση στην ενότητα και έναν ανυπόληπτο εχθρό: αυτός που τελικά επενδύει στη μιζέρια είναι η «Αριστερά». Το αν αυτή έχει διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της κτλ. αν έχει υπογράψει νίκες, είναι δευτερεύων. Μάλλον δηλαδή δεν έγινε και ποτέ κάτι τέτοιο. Ένα ρεύμα ιστοριογραφίας επενδύει στις ήττες μας, χωρίς να αναγνωρίζει τη μεγάλη πρόοδο που έχει γίνει. «Εμείς», το εμείς των αρθρογράφων, «θα σας πάμε προς το μέλλον». Και ποιοι είμαστε εμείς; Από τα συμφραζόμενα, είμαστε τελικά όσοι υποστηρίζουμε τις πολιτικές για την ανάπτυξη, όπως τις επεξεργάζεται η σημερινή κυβέρνηση, οι αισιόδοξοι, και όσοι δεν επενδύουμε στη διχόνοια και τη σύγκρουση αλλά στην εθνική ομοψυχία, τις μεταρρυθμίσεις, την ασφάλεια του πολίτη κτλ.

development

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μία πίστη στην πολιτική που μας βοηθάει να συνεχίζουμε, όπως πιστεύουμε και σε πολλά πράγματα στη ζωή μας γενικότερα (πχ. ότι θα χτίσουμε την ενότητα επινοώντας δίπολα και εχθρούς). Η πίστη συνήθως παράγει ελπίδα εκεί που τη χάνεις, και ποιος μπορεί να το αμφισβητήσει ότι έχουμε χάσει το χαμόγελό μας και την έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ; Ωστόσο, η κριτική σε έναν μόνο πολιτικό χώρο, και ο τρόπος που δεν αναλύεται κριτικά το πρόγραμμα για την ανάπτυξη, ή όπως θεοποιείται, προκαλεί τελικά τον προβληματισμό.

Για τη δύναμη που έχει η πίστη να αδρανοποιεί τους ανθρώπους, και για το πως κινδυνεύει να μετατραπεί σε (αυτ)απάτη και ευσεβή πόθο, μας μιλούσε ήδη ο Μακιαβέλλι όταν χλεύαζε τους σοφούς της εποχής του που στόλιζαν τις βίλες τους με αγάλματα από το παρελθόν, χωρίς να μαθαίνουν τίποτα όμως από τη σοφία τους. Αλλά και (θα το πω…) ο Μαρξ όταν είχε διαπιστώσει ότι υπάρχουν πολλές μορφές «προόδου». Σίγουρα μία πραγματική και μία γενική και αόριστη. Την αόριστη, διαπίστωνε, την επικαλούνται συνήθως οι ισχυροί. Ήταν η ενότητα πίσω από τις μεγάλες λέξεις της εποχής του, όπως η «τεχνολογική ανάπτυξη», η «αφθονία», τα ανθρώπινα δικαιώματα, που έκρυβε όμως ως το 19ο αιώνα, τουλάχιστον, την παιδική εργασία, την ανοιχτή καταπίεση της γυναίκας, τον «εκπολιτισμό» των βάρβαρών στις Αποικίες, και τη λεηλασία του πλανήτη στο όνομα, τελικά, της «προόδου». 

Χρειαζόμαστε μία ενότητα, πίστευαν και συνεχίζουν να πιστεύουν πολλοί, που θα παράγεται από την κοινωνία, στην πραγματικότητα της. Και πράγματι, τα ίδια ιδανικά που παρήγαγαν αφηρημένη ενότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι «όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι», σύντομα τα οικειοποιήθηκαν οι αποκλεισμένοι για να καταγγείλουν την πολιτική και οικονομική ανισότητα και για να δομήσουν κοινωνική αλληλεγγύη και ισότητα. Έτσι που σήμερα, για παράδειγμα, σε αντίθεση με το χθες, να είναι αδιανόητο να αφαιρεθεί το δικαίωμα στη ψήφο από τις γυναίκες και να έχει σημειωθεί μία πραγματική πρόοδος στον τρόπο που συγκροτούνται οι πολιτικοί μας δεσμοί (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει σεξισμός στην κουλτούρα, έμφυλες διακρίσεις, καταπίεση στην πραγματικότητα των γυναικών).

Αν μαθαίνουμε πάντως κάτι από τους δύο αυτούς μεγάλους στοχαστές, δεν είναι μόνο πως να ανακαλύπτουμε μία σύνθετη πραγματικότητα από τις ωραιοποιήσεις της. Ότι, όπως έγραφε και ο Μπένγιαμιν, «δεν υπάρχει μνημείο πολιτισμού χωρίς να είναι ταυτόχρονα και μνημείο βαρβαρότητας». Μάθαμε επιπλέον και το εξής:

«Σε όλες τις κοινωνίες που μελετήσαμε στην ιστορία», είναι σαν να λένε, «διαπιστώνουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στους μεγάλους και τους μικρούς, τους φτωχούς και τους πλούσιους, τους αδύναμους και τους ισχυρούς». Οι κοινωνίες που μελετήσαμε είναι διαιρεμένες, και παράγουν ιεραρχίες.

Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι της πολιτικής, ή καλύτερα, όσοι άνθρωποι παρατηρούν την κοινωνία, τη σύγκρουση αυτή την αναγνωρίζουν και είναι ένα πολιτικό ερώτημα αν θέλουν να την επιλύσουν, ή αν πιστεύουν ότι πρέπει να εκφραστεί έτσι ή αλλιώς προσπαθώντας να την ελέγξουν. Σε όλες τις φιλοσοφίες ή τις «ιδεολογίες», ας πούμε, από την Αρχαιότητα έως σήμερα, τα μεγαλύτερα μυαλά, που ακόμα προσδιορίζουν την κουλτούρα μας και ας έχουν αλλάξει τόσο οι εποχές, δεν τόλμησαν όμως να αγνοήσουν το κοινωνικό ζήτημα, και να προτείνουν λύσεις για το πως θα εμπεδωθεί η ισότητα. Ακόμα και ο Πλάτωνας που ήλπιζε σε μία αγαθή ηγεσία, πάνω από την άγνοια των πολλών, σε αυτό το ζήτημα ήθελε να απαντήσει και δεν το έκρυψε (θέλοντας φυσικά να τη λύσει μια για πάντα ως ανισότητα, σε αντίθεση με το Μαρξ που στη δική του ουτοπία νικούσαν οι βιομηχανικοί εργάτες και όλοι γίνονταν μία μέρα ίσοι).

Στο πολιτικό επίδικο, σήμερα, απέτυχε στην εμπέδωση της δημοκρατίας ο Μαρξισμός, οι κοινωνίες μας γίνανε πιο σύνθετες, βιώνουμε εδώ και 40 χρόνια τον Πλατωνισμό στη μορφή του νεοφιλελευθερισμού, αλλά είναι να απορεί κανείς πως απέτυχε και ο Πλάτωνας και ο Μαρξ και ο Μακιαβέλλι μαζί. Ιδίως ο τελευταίος, ο Μακιαβέλλι, μας έδειξε και έναν άλλο δρόμο από τα υπεραισιόδοξα οράματα για τη τελική αναμέτρηση του Μαρξ, ή την ελιτιστική ηγεσία των αρίστων του Πλάτωνα και το τέλος της ιστορίας. 

Ο Μακιαβέλλι, δύσπιστος όπως ήταν πάντα, την κοινωνική αδικία δεν πίστευε ότι μπορεί να τη λύσει κανείς. Πίστευε ότι μία διαιρεμένη κοινωνία το μόνο καταφύγιο που της απομένει για να μην καταρρεύσει στην τυφλή βία είναι οι αδύναμοι, οι πολλοί, να αισθάνονται αναγνώριση στη ζωή τους για τον κόπο τους, και ισχυρότεροι όταν γράφουν το νόμο τους. Τα ιδανικά του, όσο και αν τα άφηνε ανοιχτά στην άλλη γνώμη, ήταν αδιαπραγμάτευτα, και δεν βούλιαξε ποτέ στην απαισιοδοξία και το μηδενισμό όταν απέτυχε. Μόνο τότε ζουν ειρηνικά οι κοινωνίες, με τις συγκρούσεις να είναι συχνό ιστορικό φαινόμενο, όταν ο Νόμος αντανακλά τους αδύναμους που ζουν με αξιοπρέπεια. Και για το σκοπό αυτό αγωνίστηκε στη ζωή του χωρίς να χάσει την ελπίδα και το χιούμορ του.

Τέλος πάντων, ίσως οι αναφορές αυτές στην πολιτική φιλοσοφία να σας κουράζουν. Το πόσο χρήσιμες είναι για να καταλάβουμε τη δυτική ιστορική παράδοση μας, αυτό ας το κρίνει ο καθένας. Στο σημείο μόνο που κάποιοι έχουν ξεχάσει εντελώς την ανάλυση της κοινωνικής καταπίεσης, και γενικά και αφηρημένα βρήκαν το καταφύγιο στην Πρόοδο και την Ανάπτυξη, βάζω δύο νούμερα.

Οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον πλανήτη το 2021, λέει, έχουν περιουσία ίση με 3 φορές το χρέος της χώρας. 2.755 δισεκατομμυριούχοι έχουν 13.1 τρις. Το 1987 υπήρχαν μόνο 145 δισεκατομμυριούχοι, με 140 δις. 340 δις το χρέος της χώρας σήμερα. 

Δεν ξέρω αν το βρίσκεται ηθικό και σύμφωνα με το μέτρο της «καλής διοίκησης» και της πεφωτισμένης ηγεσίας, 10εκ. άνθρωποι να δουλεύουν και να ξυπνούν και να ονειρεύονται στις πολύ διαφορετικές συνθήκες που ζουν η καθεμία, και μία χούφτα άνθρωποι να έχουν χρήμα για να πληρώσουν τα χρέη τους που τους κάνουν να ξαγρυπνούν τόσα χρόνια και να μπορούν να περνάνε καλά για άλλες εκατ. ζωές. Αν το βρίσκεται ηθικό, η είδηση είναι ότι επιτέλους ξύπνησε μέχρι και το ΔΝΤ και ζήτησε στις χώρες να μιμηθούν τον πρόεδρο των ΗΠΑ και να αυξήσουν τη φορολογία στον ακραίο πλούτο (ξεκινώντας κλιμακωτά από ατομικό εισόδημα 400.000 δολάρια…).

abolish billionaires

Το βρήκε ανήθικο αυτό το ΔΝΤ επειδή διαπίστωσε, μάλλον, αυτό που ήδη κατήγγειλαν μέσα από την πολυφωνία τους, κινήματα όπως το Occupy ή οι Αγανακτισμένοι ή τα Κίτρινα Γιλέκα όχι πολλά χρόνια πριν, ή ότι καταγγέλλουν οι κινητοποιήσεις στη νεολαία και στην Τέχνη, τα μοναδικά πράγματα που δεν δαμάζονται ποτέ από καμία εξουσία, από το Μπρίστολ και τη Χιλή, ως το Παρίσι, τη Μυανμάρ, την Τουρκία και τη Θεσσαλονίκη σήμερα. Κάποιοι δεν δούλεψαν περισσότερο, και δεν είχαν εξυπνότερες ιδέες άρχισε να διαπιστώνει τελικά το ΔΝΤ ώστε να αξίζουν τα χρήματα τους. Από το 80’ και μετά το 25% των παγκόσμιων συναλλαγών αφορά σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Αυτά που οι κυβερνήσεις παγκοσμίως αφήνουν αρρύθμιστα και που δεν αντιστοιχούν πουθενά στην πραγματική οικονομία και που παρήγαγαν την τελευταία κρίση και τις ανήθικες ανισότητες στον πλούτο από το 80 και μετά.

Αυτά τα λίγα ακατέργαστα σχόλια για να δούμε γιατί ο κόσμος είναι ακόμα άδικος, και γιατί κάποιοι γκρινιάζουν. Επίσης αυτά τα λίγα για να δείξουμε ότι είναι αδύνατον, πραγματικά αδύνατον, να πιστεύει κανείς αφελώς στην ιδέα ότι η Ελλάδα κατοικείται ενιαία και ομοιόμορφα από όμοιους και ισότιμους πολίτες. 

Και άντε η Ελλάδα πες μπορεί. Όταν όμως στον παγκοσμιοποιημένο και αρρύθμιστο πλέον καπιταλισμό στον οποίο τα κράτη μόνα τους δεν μπορούν να επέμβουν μία ομάδα έχει 13 τρις, οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να επηρεάζουν την Ενημέρωση, να χρηματοδοτούν προγράμματα στα Πανεπιστήμια και να προσδιορίζουν τη Γνώση, να έχουν ανθρώπους έξω από τις αίθουσες που παίρνονται αποφάσεις για να ορίζουν το Νόμο και να πάρουν όλη την παραγωγή, αν υποθέσουμε ότι έχουν, για να την πάνε άλλου αφήνοντας ξεκρέμαστες ολόκληρες κοινωνίες. 

Ή απλά να ζουν αδιάφορα στην κοσμάρα τους την ίδια ώρα που συμβαίνουν όσα κάθε μέρα συμβαίνουν σε εμάς. Και εμείς να τους ανοίγουμε την όρεξη για περισσότερα και να ελαττώνουμε εργατικά κεκτημένα για να ανταγωνιστούμε τη σύγχρονη σκλαβιά έξω από την Ευρώπη μπας και μας κοιτάξουν. 

Φανταστείτε δηλαδή μία Ανάπτυξη με πολλούς τέτοιους. Και έναν κόσμο που την ανάπτυξη προσπαθούμε να την κάνουμε χωρίς τα βασικά θεμελιακά εργασιακά κεκτημένα όπως το 8ώρο θεμελιωμένα σε παγκόσμια κλίμακα. Δίνοντας τους παράλληλα πολιτικές εγγυήσεις ότι δεν θα γίνονται συχνά διαδηλώσεις και ότι οι εργαζόμενοι δεν θα απεργούν. Αυτό συμβαίνει.

Μπορεί να είναι αλήθεια τότε ότι οι άνθρωποι (στη Δύση…) ζουν σήμερα καλύτερα, και ας έχουν την τεχνική να διαλύσουν τον πλανήτη για πρώτη φορά στην ιστορία της περιπέτειας τους στη Γη. Τρυπώντας τους ωκεανούς και επενδύοντας σε πυρηνικά προγράμματά. Αυτή είναι η υλική ευημερία που δείχνουν οι αφηρημένοι δείκτες, όπως το ΑΕΠ, και αυτό υπολογίζει ως «ανάπτυξη» μάλλον μία αδιάκριτη και εθνοκεντρική ερμηνεία χωρίς κοινωνιολογικό περιεχόμενο, που αγνοεί πλήρως την ιστορική συγκυρία, την οικολογική κρίση, και τα μαθήματα από τις αποικιακές σπουδές.

Αυτό μαθαίνουμε τελικά από τις νίκες μας. Ότι ζήσαμε με αξιοπρέπεια όταν οι ανισότητες και η απληστία στη δύναμη και το χρήμα μπορούσαν να ελεγχθούν από ισχυρούς πολίτες που ζούσαν συλλογικά και είχαν ένα σταθερό έδαφος κάτω από τα πόδια τους για να προγραμματίσουν τις ζωές τους. Ότι η μορφή της κοινωνίας από το 40’ και ύστερα που έβαλε ένα έδαφος για τους πολλούς συγκρατώντας τις διαλυτικές τάσεις του οικονομικού συστήματος, βάλλεται από παντού ως πρότυπο για το πολιτικό. Βάλλονται τα ισχυρά συνδικάτα, δεν υπάρχουν σοβαρά κόμματα με ριζοσπαστικές/μετασχηματιστικές ιδέες, η πολιτική της γραβάτας μιμείται και συντηρείται από την οικονομία, τα γερασμένα συστήματα διαμόρφωσης γνώμης επενδύουν στο φόβο και την ανασφάλεια των πολιτών και τη μεταφράζουν ως καχυποψία απέναντι στον άλλο – «αλλοδαπό» ή φτωχότερο. Και η οικονομία, ανεξέλεγκτη όπως τελικά είναι, επινοεί συνεχώς τεχνικές για να επεκτείνεται σε μέρη που είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή του πλανήτη και μίας ελεύθερης κριτικής συνείδησης, καταστρέφοντας τώρα και αυτό το σταθερό έδαφος, το υλικό της ζωής.

Θα κλείσω έτσι. Όλα όσα γράφτηκαν εδώ αποσκοπούν στην ειρηνική συνύπαρξη, αλλά περνάνε μέσα από τη θεμελιακή αλήθεια που διαπίστωσαν οι φιλόσοφοι των προηγούμενων αιώνων. Αυτά είναι μία μεγάλη πραγματική εικόνα που φυσικά ποικίλλει σε μορφές και σε ένταση ανάλογα με το θέμα και το μέρος που θέλει κανείς να κοιτάξει. Αντικρίζοντας την, δε λέω τελικά ότι πρέπει ή γίνεται να πάμε πίσω, ή ότι δεν έγιναν ή δεν γίνονται και λάθη από όσους διαπιστώνουν τα προβλήματα και ζητάνε αλλαγές. Σε παγκόσμια κλίμακα, πάντως, άνθρωποι κάνουν ήδη θόρυβο για τις νέες αυτές προκλήσεις, χτίζουν συλλογικές μορφές ζωής, διεκδικούν μέσα και έξω από τους θεσμούς, παράγουν νέα και βιώσιμα πειράματα με σύγχρονες τεχνολογίες και με δημοκρατική συμμετοχή για τη δικαιότερη και λιγότερο προσανατολισμένη στον αρρύθμιστο καταναλωτισμό/καπιταλισμό ανάπτυξη. Διάσπαρτες φωνές, κινήματα, και νέες λογικές, σε όλες τις γωνιές της γης, μέσα από συγκρούσεις και συμβιβασμούς, καταλαβαίνουν ωστόσο ότι οι αδικίες που παράγονται έρχονται από το χθες, δεν είναι δικαιολογημένες, και απειλούν το κοινό μας σπίτι. 

Εδώ και μία δεκαετία τις βλέπουμε να ξεπηδούν στα περιθώρια των κοινωνικά ανάλαφρα αισιόδοξων προσεγγίσεων και να καταγγέλλουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα, αν όχι την ίδια την ευσέβεια στις αόριστες λέξεις και τα ευχολόγια, και άρα τελικά, και την αδιαφορία. Ας κάνουν κάποιοι έστω και μισό κόπο, τουλάχιστον, να αναγνωρίσουν τα νέα αυτά κινήματα ως ισότιμους συνομιλητές. Εδώ, με τον τρόπο του, το έκανε μέχρι και το ΔΝΤ…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα