Οι τσιγγάνοι μεταξύ μας

Η αποστροφή του λαού μας και της επίσημης κουλτούρας για την ράτσα αυτή δεν βοήθησε στην γνωριμία και την κατανόηση ενός ολόκληρου πολιτισμού

Θωμάς Κοροβίνης
οι-τσιγγάνοι-μεταξύ-μας-946150
Θωμάς Κοροβίνης

Χτες το βράδυ τα πίναμε με μια καλή παρέα σ’ ένα φίνο ταβερνάκι. Εκεί ανταμώθηκα με δυο παλιά φιλαράκια, τον Πέτρο και τον Τάκη. Είχαν μαζί και τις γυναίκες τους.

Είναι κι οι δυο τσιγγάνοι απ’ τον Δενδροπόταμο. Ξαναθυμήθηκα τα ωραία γλέντια που κάναμε, τη ζωντανή παρέα μας, την πλούσια καρδιά τους, τον αυθορμητισμό τους, το σεβασμό και την αγάπη που μου έδειξαν. Δε θυμάμαι να γνώρισα ποτέ τόσο καλόκαρδα παιδιά.

Τώρα πια, παντρεμένοι με δυο τσαχπίνες γυφτοπούλες, μπήκανε σε βαριές σκοτούρες με τη φαμίλια και τις δουλειές τους. Παρατηρούσα τους τρόπους των δυο ζευγαριών. Τίποτα δε θύμιζε το σοβαροφανές νεοελληνικό ζευγαράκι. Τα κέφια τους μπόλικα, η φλόγα στα μάτια πάντα φουντωμένη, τα πρόσωπα φωτισμένα από μιαν ώριμη δραματικότητα που έβγαινε απ’ τα υπόγεια της ψυχής τους.

Οι τσιγγάνοι, αν τους δεις καταδεχτικά, αν τους ζήσεις από κοντά, αν κερδίσεις τη φιλία τους, σε κάνουν να νιώσεις πάλι άνθρωπος. Μέσα στην ατμόσφαιρα που φτιάχνεται απ’ την παρέα τους ξαναβαφτίζεσαι στα νερά της πρωτόγονης φύτρας σου, η ψυχή σου ξαναγεννιέται κι ανθίζει σαν ολόφρεσκο μπουμπούκι μέσα στη Σαχάρα της ζωής σου.

Πού ‘ν τες οι γυφτοπούλες των παιδικών μας χρόνων, φίλοι μου, οι πεταχτές, χρωματιστές τσιγγάνες, οι μελαχρινές, αναμαλλιασμένες γύφτισσες, οι κατσιβέλες με το κόσκινο και τη σίτα; Πώς τις θυμάμαι; Γυφτοπούλες με πλούσια μαύρα μαλλιά, χαλκάδες κρεμασμένοι στ’ αυτιά, μαύρη ελιά στο μάγουλο, φυσική ή τεχνητή (καμιά φορά τη ζωγράφιζαν την ελιά στο κέντρο του μετώπου πάνω απ’ τα μάτια, μιμούμενες τις Ινδές μαχαρανές, ήταν η μόδα της Ναργκίς τότε), πολύχρωμα κλαρωτά φουστάνια, μονόχρωμα τσιτάκια από φτηνά ρετάλια, αλλά καμιά φορά και πλούσια φορέματα από διαλεχτό μεταξωτό, σειρές βραχιόλια στους καρπούς, λουλουδάτα κεφαλομάντηλα. Αυτό ήταν το απέξω.

Το από μέσα φάνταζε λαχταριστό, ο πόθος οργίαζε, καθώς οι νεαρές τσιγγάνες λικνίζονταν στο τέμπο του ντεφιού όταν χόρευαν μοναχές κοπέλες στους δρόμους ή στο ρυθμό του κλαρίνου και του νταουλιού, ως πρωταγωνίστριες της περιοδεύουσας γύφτικης ορχήστρας του σοκακιού. Οι ξανθιές ήταν πιο ύποπτες στα μάτια μας. Έλεγαν: «Αυτή η ξανθιά είναι δικιά μας, την κλέψανε μικρή», λες και δεν υπάρχουν τσιγγάνες ξανθιές, κατάξανθες. Οι πιο πολλές γυφτοπούλες είχαν λυγερά, αισθησιακά κορμιά. Το λάγνο βυζί τσίτωνε στο σφιχτό ύφασμα του στηθόδεσμου, «σφιχτή γροθιά το στήθος σου, που σκίζει το μετάξι».

Οι πιο φτωχοντυμένες τσιγγάνες στόλιζαν την ομορφιά τους με χρωματιστά κουρέλια. Μέσα απ’ τα κουρέλια αποκαλύπτονταν διαλεχτά κομμάτια παιδεμένης μελαχρινής σάρκας. «Το καλό το άτι» λέει ο λαός μας, «και κάτω απ τα κουρέλια φαντάζει». Το πανηγύρι της λαχτάρας στήνονταν στη γειτονιά, οι δεκάρες πέφτανε στο χωματόδρομο, στα πόδια της περιστρεφόμενης χορεύτριας και τα φραγκοδίφραγκα στον πάτο του ντεφιού που άπλωνε στους θεατές ο τσιγγάνος-συνοδός της. Στα μάτια των θαμώνων η όμορφη τσιγγάνα φάνταζε εύκολο θήραμα, λαχταριστός μεζές για τον πεινασμένη τίγρη.

Δεν ήταν, όμως, έτσι. Οι τσιγγάνες προτιμούν τους δικούς τους. Απαράβατοι πατροπαράδοτοι νόμοι του έρωτα κυριαρχούν στους καταυλισμούς. Σαν έτοιμος από καιρό ο προδομένος τσιγγάνος έβγαζε το μαχαίρι και την έσφαζε στην καρδιά. Εκείνη πάλι, αν αγαπούσε, αγαπούσε απόλυτα, γι αυτό και τον εκδικούνταν, με την πρώτη απιστία, χωρίς περίσκεψη και έλεος. Κι άντε προσπάθα, εσύ, ο λευκός, ο Έλληνας, ο πολίτης πρώτης κατηγορίας, να αλλάξεις της τσιγγάνας τα μυαλά, για να τη φέρεις πιο κοντά στα γούστα σου. Δε γίνεται! Οι νεαροί βεργολυγεροί τσιγγάνοι με τη ζωηρή περπατησιά, την τραγουδιστή φωνή και το ηφαιστειακό ταμπεραμέντο, «άγουροι ποθοφλόγιστοι», άναβαν φωτιές στο πέρασμά τους ακόμη και με μια λοξή εκμαυλιστική ματιά.

Είναι ένα θαύμα κι ένα μυστήριο οι τσιγγάνοι, στην πιο ωραία τους εκδοχή. Θαρρείς και τα πιο εκλεκτά σπέρματα των αισθησιακών και στιβαρών μελαψών λαών αυτής της γης ανακατεύτηκαν, για να γεννήσουν με το πάντρεμά τους αυτά τα μαγικά, τα ξωτικά πλάσματα, αυτά τα όντα χωρίς πατρίδα και σπίτι, που, λες και ξεφύτρωσαν μέσα απ’ τα χώματα, μέσ’ απ’ τα καλντερίμια κι άρχισαν τη ζωή τους μ’ ένα ξεθεωτικό τσιφτετέλι. Το κόκκινο ταιριάζει με το μαύρο.

Η αστική αισθητική θίχτηκε απ’ τον πανζουρλισμό των χτυπητών και παρδαλών εικόνων, που παρουσίαζε η τσιγγάνικη ενδυματολογία και ο νεόπλουτος Έλληνας θεώρησε πολύ μπανάλ – πολύ γύφτικο για τα γούστα του το κοκκινωπό ρούχο πάνω στο σκούρο κορμί. Αργότερα όμως, στις μέρες μας αποφάσισε να ομορφύνει την εικόνα του ντύνοντας τον εαυτό του με τα χρώματα που τον αηδίαζαν κάποτε, χωρίς όμως, πια, να διαθέτει το γνήσιο, το πριμιτίβ ύφος που χάριζε στο κορμί η ανατολίτικη αίσθηση του άλλοτε. Εξάλλου και οι παλιές μαυριδερές ελληνογενείς ράτσες άρχισαν πια να ασπρίζουν και να ξεθωριάζουν.

Οι έντεχνοι μουσικοί μας αντιμετώπισαν την τσιγγάνικη ομορφιά με γνήσια αισθηματική διάθεση, αλλά και με κάποια γραφικότητα. Η τσιγγανοπούλα, η τουρκογύφτισσα, έγινε ένα αναπόσπαστο στοιχείο από λαϊκό γλέντι της δεκαετίας του ’50και του ’60. Ακόμη και ο αριστοκρατικότερος των μουσικών μας του 20ου αι., ο Μάνος Χατζιδάκις δεν έμεινε ασυγκίνητος. Τα τραγούδια του «Γαρούφαλο στ’ αυτί» και «Φούστα κλαρωτή» πέρασαν απ’ το λαϊκό σινεμά στο στόμα του κόσμου και έγιναν πολύ δημοφιλή.

Προηγουμένως, βέβαια, το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι μας χάρισαν εξαιρετικές συνθέσεις, εμπνευσμένες από τη ζωή, τους έρωτες τη μαγεία και τη λαγνεία των τσιγγάνων, και ιδιαίτερα των τσιγγάνων, που διαβιούν στη χώρα μας. Τέτοια τραγούδια είναι : του Μπάτη, «Ατσιγγάνα» και «Γυφτοπούλα». Του Βαμβακάρη, «Ρίξε, τσιγγάνα, τα χαρτιά», «Δυό γυφτοπούλες στο βουνό», «Μια όμορφη μελαχρινή». Του Τσιτσάνη, «Τι τη θέλεις την τσιγγάνα», «Η μάγισσα της Βαγδάτης», «Με σπανιόλικες χαβάγιες», «Σε τσαντίρια». Του Μητσάκη, «Ο τσιγγάνος», «Κατσιβέλα». Του Περιστέρη, «Μαρία Μανταλένα», «Σεχραζάτ». Του Παπαϊωάννου, «Απόψε έλα κοντά μου, τσιγγάνα στον οντά μου». Της Γεωργακοπούλου, «Τρελός τσιγγάνος». Του Δερβενιώτη, «Μια μελαχρινή τσιγγάνα», «Μια γυφτοπούλα αγάπησα», «Τσιγγάνε σπάσε το βιολί», «Μοίρες». Του Ροβερτάκη, «Γλυκιά τσιγγάνα»( το πρώτο του τραγούδι). Του Κλουβάτου, «Ατσιγγάνες με πανέρια». Του Καλδάρα, «Τσιγγάνικα είν΄ τα μάτια σου», «Γύφτικη διαθήκη», «Κάτι τρέχει στα τσαντίρια», «Για πάρε, γύφτο». Του Περπινιάδη, «Μια μελαχρινή». Του Λαύκα, «Το κλάμα του τσιγγάνου». Του Μουφλουζέλη, «Η τσιγγάνα», «Μου το’ πε μια τσιγγάνα». Του Χιώτη, «Τσιγγάνα Μαρία», «Οι τσιγγάνες», «Γλυκιά μου τσιγγάνα». Του Καλφόπουλου, «Η τσιγγάνα». Του Καραπατάκη, «Είμαι γνήσια τσιγγάνα». Του Κολοκοτρώνη, «Μελαχρινή τσιγγάνα μου», «Σαν τσιγγάνα θα σε ντύσω». Του Χρυσίνη, «Δυό τσιγγάνικα ματάκια», «Σ΄ αγαπώ, τσιγγάνα μου», «Τσιγγάνα μου». Του Ατραίδη, «Η μικρή τσιγγάνα». Του Τόλη Χάρμα, «Μαρινέλλα».

Αξίζει, βέβαια, να γίνει μνεία του κορυφαίου των συμπατριωτών μας τσιγγάνων τραγουδιστών, του Μανώλη Αγγελόπουλου, που είναι κι ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές λαϊκών τραγουδιών. Τη δεκαετία του ’60, καθώς το ελληνικό λαϊκό τραγούδι είναι στο φόρτε του, και τα τραγούδια με θέμα τη ζωή των τσιγγάνων γίνονται του συρμού, οι συνθέτες τους (Ατταλίδης, Σούκας, Ζαγοραίος, κ.α.) τα αναθέτουν σε πολλούς αξιόλογους λαϊκούς τραγουδιστές (εκτός από τον Αγγελόπουλο, που τραγούδησε και τα περισσότερα τραγούδια αυτού του είδους), όπως η Καίτη Γκραίη, η Γιώτα Λύδια, η Μαίρη Λίντα, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Στράτος Διονυσίου και η Πόλυ Πάνου. Αρκετά χαρακτηριστικά τραγούδια με θέμα τους τσιγγάνους ή με ισπανοτσιγγάνικο ή αραβικό στυλ τραγούδησε από τη δεκαετία του 70 και μετά ένας τσιγγάνος τραγουδιστής με ιδιότυπο βυζαντινοπρεπές ύφος, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος.

Οι τσιγγάνοι τραγουδούσαν τα τραγούδια τους μέσα στους καταυλισμούς τους, γύρω απ’ τις φωτιές που άναβαν τις νύχτες του καλοκαιριού με τη συνοδεία ενός βιολιού, ενός κλαρίνου, ενός ταμπούρλου, ή μιας ολόκληρης λαϊκής ορχήστρας. Οι «γύφτοι» χαρακτηρίστηκαν “τα ζωντανά βιολιά” που χαρίζουν έκσταση και μεγαλείο στην ψυχή των ακροατών τους. Τα τσιγγάνικα τραγούδια γράφτηκαν από εμπνευσμένους τσιγγάνους-ποιητές κι όλα τα θέματά τους σχετίζονται με τα διάφορα θέματα της κοινωνικής ζωής τους με κυρίαρχο τον έρωτα.

Οι τσιγγάνοι ίσως να είναι οι τελευταίοι αυθεντικοί νομάδες του κόσμου μας. Κάποτε, πριν από αιώνες, κολυμπούσαν πλημμυρισμένα ποτάμια κι έσχιζαν θεόρατα βουνά για να φτάσουν στο προσωρινό τέρμα της προαιώνιας περιπλάνησής τους. Όπου τους φαίνονταν πιο γόνιμα και πιο φιλόξενα τα χώματα, πιο καλοί οι γείτονες, πιο καταδεχτικό το χέρι του θεού, εκεί έστηναν τα τσαντίρια, διόρθωναν τα κάρα, συντηρούσαν τα ζώα και μεγαλώναν για λίγο καιρό τα παιδιά τους μέχρι να ‘ρθει ο καιρός του διωγμού, της απόγνωσης, ή η πεθυμιά για ένα ακόμα περιπετειώδες ταξίδι με το καραβάνι – η περιπέτεια είναι μέσα στο αίμα τους – μέχρι να καταδεχτούν ξανά η τύχη και η φύση να φιλοξενήσουν την αγωνία της ράτσας τους, να τους χαρίσουν ένα κομμάτι γης στο τέρμα μιας ξεραμένης αδέσποτης στέπας, στην άκρη ενός φιλήσυχου απομονωμένου χωριού, όπου, τέλος πάντων, ταιριάξει.

Η πλήρης κοινωνικοποίηση των τσιγγάνων είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Αν οι τσιγγάνοι έχουν διαμορφώσει κάποια μορφή ιστορικής ή φυλετικής συνείδησης, αυτή περιέχει όλα τα στοιχεία που τους έκαναν να βιώνουν ως μια περιφρονημένη, ανένταχτη και αυτόνομη μειονότητα την ιστορία και τις παραδόσεις της φυλής της. Στην προσπάθεια να επιβιώσουν ως ράτσα – και εις πείσμα των βάρβαρων κρατικών, εθνικών και φασιστικών επεμβάσεων για την εξόντωση ή την αφομοίωσή της- διατήρησαν με φανατισμό και λατρεία τα περισσότερα και τα σπουδαιότερα απ’ τα παραδοσιακά τους ήθη κι έθιμα, ενώ χιλιάδες άλλοι λαοί χωνεύτηκαν κάτω από την ισχυρή πίεση δυνατότερων κυρίαρχων ή γειτονικών λαών ή ως θύματα εθνικών εκκαθαρίσεων και έσβησαν το όνομά τους απ’ την ιστορία. Αλά και οι ατέρμονες μεταναστεύσεις και το κατώτερο βιοτικό τους επίπεδο, ή μάλλον, το γενικότερο από κάθε άποψη χαμηλό επίπεδο ποιοτικής ζωής, που τους στιγματίζει κοινωνικά, κι ένα πνεύμα ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αυτονόμησης που μπορεί να αποδοθεί και ως ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φυλετικής φυσιογνωμίας των τσιγγάνων, όλα αυτά μαζί ήταν οι βασικοί συντελεστές που ενίσχυσαν την επιβίωση των τσιγγάνικων φύλων με τα παρακλάδια τους μέσα στο σύγχρονο βιομηχανικό κόσμο των αυστηρά εθνοκεντρικών κρατών, όπου οι περισσότερες ενταγμένες στο κράτος μειονότητες, αγωνίζονται να αποκρύψουν την ταυτότητά τους για να καρπωθούν ως γνήσιοι – πρώτοι πολίτες- τα οποιαδήποτε οφέλη ή δικαιώματα.

Ο τσιγγάνος ακόμη αντιστέκεται δηλώνοντας με περηφάνια την καταγωγή του, την ελευθερία του, τον ερωτισμό του, την ομορφιά του αλλά και τα «θλιβερά» κουσούρια του.

Η κοινή γνώμη αποδίδει στους τσιγγάνους πολλές και διάφορες ιδιότητες: Η τσιγγάνα μάγισσα, η τσιγγάνα φλιτζανού, η τσιγγάνα χαρτορίχτρα, η τσιγγάνα μοιρατζού, η τσιγγάνα λουλουδού, η τσιγγάνα χορεύτρια, ο τσιγγάνος μουσικός, ο τσιγγάνος αρκουδιάρης, ο τσιγγάνος χαλιτζής, ο τσιγγάνος γανωτής, ο τσιγγάνος κουλουρτζής, ο τσιγγάνος πραματευτής, ο τσιγγάνος μικροπωλητής, ο τσιγγάνος κασετοπώλης, ο τσιγγάνος καλαθοποιός, ο τσιγγάνος μανάβης. Μια σειρά από τα πιο παράξενα παραδοσιακά επαγγέλματα, πάρεργα ή απλώς απασχολήσεις.

Η σκληρή απομόνωση, το σύμπλεγμα κοινωνικής μειονεξίας λόγω της περιθωριακής ζωής, η περιφρόνηση, η φτώχια, οι αρρώστιες, η ζητιανιά, το χαμαλίκι, διαμόρφωσαν έναν τύπο τσιγγάνου που ο μέσος πολίτης τον βλέπει – σπανιότερα – συμπαθητικά για την γραφικότητά του και του φτώχεια του αλλά προπαντός αντιπαθητικά για την καπατσοσύνη, την πονηριά, τη ζητιανιά, το ψέμα και το παπατζιλίκι του. Στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη φυσιογνωμία του τσιγγάνου της αγοράς και προστέθηκαν στον χαρακτήρα του στην προσπάθειά του να ενταχθεί στην κοινωνία, να γίνει αποδεκτός και να επιβιώσει.

Η αυταρχία της εξουσίας πρέπει να διδάσκει στον καταπιεσμένο, να θυμάται, όταν κάποτε κι αυτός παίρνει κάποια δύναμη στα χέρια του, τα παλιά του παθήματα και να μην παριστάνει τον εκπρόσωπο της επίλεκτης ράτσας του Θεού.

Οι Έλληνες λησμόνησαν πολύ γρήγορα τα παθήματά τους ως υπόδουλοι ραγιάδες απ’ τους Οθωμανούς μπέηδες. Ξέχασαν τα αποτελέσματα που είχε στη χώρα μας η πρακτική της ναζιστικής ιδεολογίας, τα χρόνια της κατοχής, όταν οι χιτλερικοί μας αντιμετώπισαν σαν ανθρωποειδή. Μόλις η χώρα πήρε λίγο τ’ απάνω της και φάγαμε ένα κομμάτι ψωμί, βάλαμε κάτω απ’ τα πόδια μας τους τσιγγάνους, να τους τσαλαπατήσουμε, για να νιώσουμε κι μεις πως είμαστε κάποιοι.

Στη γειτονική Τουρκία ο ρατσισμός σε βάρος των τσιγγάνων, οργιάζει. Εκεί ο αφέντης Τούρκος, απόγονος των Μογγόλων πριγκίπων ή Οθωμανών Βεζίρηδων περιφρονεί τον μέσο Τούρκο, τον Τουρκμένιο, τον Πόντιο και τον Θρακιώτη, όλοι μαζί αποστρέφουν το πρόσωπο στο άκουσμα της λέξης Κούρδος, και οι Κούρδοι, μαζί με το σύνολο των άλλων μειονοτήτων τους τσιγγάνους θεωρούν αποδιοπομπαίους τράγους της χώρας. Μια φορά μια ξυπόλητη και ρυπαρή ζητιάνα, Τουρκαλίτσα οχτώ χρονών, στον πιο απομακρυσμένο και φτωχικό μαχαλά του Αϊβαλιού, χίμηξε να με κατασπαράξει επειδή τη ρώτησα ” Μήπως είσαι τσιγγάνα;”. Μου ‘δειξε μια τσιγγανούλα, ένα άλλο κοριτσάκι συνομήλικό της πιο πέρα. “Εγώ είμαι Τουρκάλα. Αυτή είναι τσιγγάνα”, είπε, “πες τα σ’ αυτήν”.

Η πατρίδα μας είναι απ’ τις πρώτες στον κόσμο που δέχτηκε το πέρασμα και την επίσκεψη ορισμένων τσιγγάνικων φύλων που εγκαταστάθηκαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας γύρω στον 14ο με 15ο αιώνα. Οι τσιγγάνοι ξεκίνησαν από διάφορες περιοχές της μακρινής Ινδίας και έφτασαν να εγκατασταθούν στις ευρωπαϊκές χώρες, μέσω της Αιγύπτου, της Κύπρου, της Τουρκίας και του Καυκάσου. Ένα κύμα τους κατέληξε στην Ισπανία, άλλο κύμα στη Ρουμανία, άλλο στην Ουγγαρία, στη Ρωσία, στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα. Σε κάθε τόπο που στάθμευαν άφηναν κι ένα μπουλούκι που συνέχιζε να ζει στη μικρή κοινωνική εστία που δημιουργούσε σύμφωνα με τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις της.

Οι μελετητές του τσιγγάνικου πολιτισμού ισχυρίζονται πως η γλώσσα των τσιγγάνων με βάση τα αρχαία σανσκριτικά δέχτηκε προσμείξεις από αιγυπτιακά, ισπανικά, αραβικά, γιουγκοσλαβικά, βουλγαρικά, τουρκικά, ιταλικά και μεσαιωνικά ελληνικά για να λειτουργήσει ως πιο ισχυρή ανάμεσα σε πολλές άλλες γλωσσικές ποικιλίες και ιδιωματικές παραλλαγές, αυτή η ανακατεμένη γλωσσική φόρμα, που αποδείχτηκε πιο ρωμαλέα ανάμεσα στις άλλες.

Οι τσιγγάνοι έζησαν για πολλά χρόνια στη χώρα μας είτε σα μόνιμοι κάτοικοι είτε σα νομάδες. Το φυλετικό ταμπού των τσιγγάνων προκάλεσε την αντίδραση του κράτους και της εκκλησίας. Το μεν κράτος τους πίεζε να ασκήσουν επιμελώς και με υπευθυνότητα όλα τα πατριωτικά τους καθήκοντα, η δε θρησκεία θέλησε να τους εκχριστιανίσει με το ζόρι, πράγμα που το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό. Η αποστροφή του λαού μας και της επίσημης κουλτούρας για την ράτσα αυτή δεν βοήθησε στην γνωριμία και την κατανόηση ενός ολόκληρου πολιτισμού που έσερναν μαζί τους οι τσιγγάνοι και που είχε πολλά αξιόλογα και αυθεντικά στοιχεία. Όμως οι ποιητές της Ελλάδας τους αγάπησαν βαθιά.

Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, εμπνεύστηκε απ’ τους τσιγγάνους και έγραψε τον “Δωδεκάλογο του Γύφτου” και το “Πανηγύρι της Κακάβας”.

“Έρχονται οι γύφτοι που κρατήσαν για μια στιγμή το πλάνεμά τους, και ακουμπήσαν σε καλύβια σκεπής εκεί έναν ίσκιο να ‘βρουν να πουν πως είναι σπιτωμένοι και πως χαρήκανε τη ζέστα… Κι ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν κι αρρίζωτοι ψευτορριζώσαν και συγγενέψαν με τους ξένους και να οι Γύφτοι στερνολείψανα μιας αρχοντιάς που ‘χει πεθάνει”.

*Κείμενό μου που μοιράζαμε σε φυλλαδιάκια τον Φλεβάρη του 2005 στις συναυλίες που οργανώσαμε στο club του “Μύλου” στη Θεσσαλονίκη

Η εικόνα του Κώστα Τσακιτζή, νεαρού Ρομά από τον Δενδροπόταμο

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα