Όσοι αγαπούν τρώνε βρώμικο ψωμί
της Αθηνάς Τερζή Εικόνα: Θανάσης Σταθόπουλος Να ξημερώνεσαι στο μπαράκι με φίλους, να μην ανοίγει το μάτι το πρωί και να σου ‘ρχονται παρόλα αυτά φαεινές ιδέες…”Ή είμαι ερωτευμένη και δυστυχώ με τρόπο αστείο, ή είμαι λογική και πλήττω θανάσιμα”… Το είπε η Μαλβίνα και μου το ξαναθύμισε ο Τριπολίτης με τους στίχους του κι […]
της Αθηνάς Τερζή Εικόνα: Θανάσης Σταθόπουλος
Να ξημερώνεσαι στο μπαράκι με φίλους, να μην ανοίγει το μάτι το πρωί και να σου ‘ρχονται παρόλα αυτά φαεινές ιδέες…”Ή είμαι ερωτευμένη και δυστυχώ με τρόπο αστείο, ή είμαι λογική και πλήττω θανάσιμα”… Το είπε η Μαλβίνα και μου το ξαναθύμισε ο Τριπολίτης με τους στίχους του κι ο μπαγάσας ο Ζαμπέτας στο ντουέτο με τη Μοσχολιού να το “γυρνάν ρητορικά χαλίκια”.
Και μη μου πει κανείς ότι έστω και για μια τόση δα απειροελάχιστη στιγμή δε θα ΄θελε να του ξεστομίσουν…”Σπάστηκα με την ατάκα σου ”Κοίτα να διασκεδάσεις”. Δε γουστάρω να περνάω καλά χωρίς εσένα. Θέλω να λες από μέσα σου να είναι όλα μαύρα εκεί που πάει χωρίς εμένα. Γιατί έτσι λέω κι εγώ. Τι να σου κάνω ανωτερότητες; Γιατί είμαστε έτσι φτιαγμένοι, να μη μας αρέσει να περνάει καλά ο άλλος χωρίς εμάς” και να σου επεμβαίνουν προβοκατόρικα, να γίνεσαι η κινηματογραφική ταινία του εαυτού σου, για να νιώσεις στο πετσί σου την υπερβολή σου, τις εμμονές “αυτά τα τσιμπούρια της σκέψης” να γίνεσαι εσύ το κέντρο του κόσμου, ο ομφαλός της γης. Αχ! η Αρετούσα κ ι ο Ερωτόκριτος κι “Ας τάξω πως επιάστηκα σε μιας γυναίκας τρίχα έσπασε η τρίχα κ’ έχασα εις τον κόσμο ότι κι αν είχα”.
Να φωνάζουν το όνομά σου και να βγαίνουν στα μπαλκόνια και να κρεμάνε σημαίες!”Σε μια ανεμόσκαλα σπαταλάμε τα χρόνια μας”. Δε γίνεται με μια βροχή και μιαν ευχή να άλλαζε όλη η ζωή. Στα λαϊκά προάστια “όσοι αγαπούν τρώνε βρώμικο ψωμί” Πυρακτωμένοι λάμπουν ή καρβουνιάζουν με το τίποτα. Παίρνουν τοις μετρητοίς τη ζωή και τα λόγια των άλλων. Κι εσύ μιλάς μετά για κάτι πράγματα μικρά και λες πως έμαθες να καίγεσαι και να παλεύεις, ενώ φοβάσαι να εκτεθείς. “Τη μάχη θα κερδίσει όποιος πολύ το λαχταράει να ζήσει”.
“Έλα και πάρε με”, η Μ. όταν έπινε πολύ άπλωνε τον ίσκιο της σαν τις ρίζες του δέντρου σε όλα τα τετραγωνικά του μπαρ και φώναζε απαρηγόρητη. “Θα σε αναγνωρίσω. Έλα να λογαριαστούμε, γιατί άργησα κι αποκαρδιώθηκα και σκιάχτηκα και ξέμεινα κι απόμεινα μονάχη να θρηνώ. Έλα γιατί ντρέπομαι που δεν έμαθα να ζητώ. Ξέμαθα να νοσταλγώ κι η ντουλάπα μου είναι αδειανή. Κι ο νεροχύτης καθαρός. Τα “σεντόνια δίχτυα” και το μπαλκόνι ακατοίκητο. Τα τασάκια άκαπνα κι οι μυρωδιές εξόριστες. Κι οι ανάσες περισσεύουν πάνω από τα έπιπλα. Έλα να συντονιστούμε στον ίδιο το ρυθμό. Πάρε τη φυλή σου κι ελάτε να με βρείτε. Δε βαστώ άλλο μονάχη. Ζήτα μου τα ρέστα, γιατί σε έδιωχνα. Δεν ακούω κανένα πλέον. Δε με νοιάζει τίποτα. Έλα και σήκωσέ με ψηλά. Βάλε με στο χάρτη. Θα αφήσω την πόρτα ανοιχτή. Θα χτίσω το σπίτι μας, απόλυτο, μοναδικό και θα του βάλω ρόδες για να με πηγαίνεις όπου τραβάει η καρδιά σου. Θα φτιάχνω τον καφέ και θα τον πίνουμε ξυπνώντας κάθε μέρα την ίδια μέρα. Κουβάλησέ με στα χέρια σου και κάλεσε τους φίλους μας να το γιορτάσουμε”.
“Έλα και πάρε με, γιατί ο έρωτας είναι σαν τις ανύποπτες, μικρές στιγμές καθημερινής ευτυχίας. Σαν τα καθαρά σεντόνια, σαν τον ήλιο όταν μας καίει το μούτρο και νιώθουμε μια γλυκιά ζέστη χαμηλά στην κοιλιά. Σα να βρίσκεις χρόνο για σένα ή χρήματα στο δρόμο. Να σκοντάφτεις σε φίλους από τα παλιά, να μυρίζει το σπίτι φρεσκοψημένο κέικ. Έρχεται εκεί που δεν τον περιμένεις, είναι έντονος μέσα στην ασημαντότητα της ζωής, που την αφήνουμε και μας παιδεύει. Έλα και πάρε με τώρα πριν να είναι πολύ αργά. Μόνο εμένα. Μ΄ ακούς; Ρίξε σκοινί και πιάσε με.
Μαλβίνα…Νιόνιος, Θανασάρας…αρωγοί κι αγαπημένοι.