Ουκρανία: οι παγκόσμιες συνέπειες μιας εισβολής
Ο καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Βασίλης Γ. Μανουσάκης γράφει στη Parallaxi.
Λέξεις: Βασίλης Γ. Μανουσάκης
Έχουμε μπει πια στον δεύτερο μήνα από την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος δεν μοιάζει να τελειώνει άμεσα.
Η σύγκρουση δύσκολα θα τερματιστεί αν Ρώσοι και Ουκρανοί δεν πειστούν πως έχουν να χάσουν περισσότερα από τη συνέχισή του παρά από την υπογραφή μιας αμοιβαία αποδεκτής συνθήκης ειρήνης.
Επί του παρόντος η Ουκρανία, με τη βοήθεια και της Δύσης που της παρέχει οπλισμό (κυρίως αντιαρματικούς και αντιαεροπορικούς πυραύλους, αλλά τελευταία υπήρξαν πληροφορίες ακόμα και για τεθωρακισμένα), τηλεπικοινωνίες και πληροφορίες (δορυφορικές κλπ), έχει καταφέρει να αποτρέψει την κατάληψη των περισσότερων μεγάλων αστικών κέντρων.
Ωστόσο οι επιτυχίες της είναι μικρότερες από εκείνες που παρουσιάζονται στα περισσότερα ΜΜΕ της Δύσης (και της χώρας μας).
Μπορεί οι Ρωσικές επιχειρήσεις να έχουν πράγματι συναντήσει αρκετά προβλήματα, που απορρέουν κυρίως από την υποτίμηση του αντιπάλου της και από τις ελλιπείς δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν, έχουν όμως καταφέρει να καταλάβουν μια έκταση μεγαλύτερη από εκείνη της Ελλάδας και της Κύπρου μαζί (περίπου το 20% της Ουκρανίας), οι δε Ουκρανοί δεν φαίνεται να είναι ικανοί να τους εκδιώξουν από τη χώρα τους.
Ίσως ο μοναδικός τομέας στον οποίο η Ρωσία έχει σε μεγάλο βαθμό ηττηθεί είναι εκείνος της προπαγάνδας. Ακόμα και στον τομέα αυτό πάντως η νίκη της Ουκρανίας και της Δύσης δεν είναι παγκόσμια: μεγάλο μέρος του μη δυτικού κόσμου δεν πείθεται από την δυτικο-ουκρανική ρητορική περί εγκληματία, αυταρχικού ή τρελού Πούτιν και βλέπει την σύγκρουση υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού Ρωσίας – Δύσης.
Η ρωσική ηγεσία είναι λοιπόν μάλλον απίθανο να αποδεχτεί να αποχωρήσει από την Ουκρανία χωρίς να έχει ηττηθεί ουσιαστικά (κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με πολιτική καταστροφή), ενώ και η Ουκρανία δύσκολα θα αποδεχτεί εθελοντικά τον εδαφικό ακρωτηριασμό της. Εξάλλου φαίνεται πως η Δύση προτιμά τη συνέχιση της σύγκρουσης μέχρι την εξάντληση της Ρωσίας.
Μια προσωρινή συμφωνία ανακωχής ίσως έχει περισσότερες πιθανότητες, αλλά υπάρχει το αρνητικό προηγούμενο της του Μίνσκ ΙΙ του 2015, η οποία αθετήθηκε συμβάλλοντας έτσι στο να φτάσουμε στην παρούσα κατάσταση.
Όμως οι επιπτώσεις της σύγκρουσης είναι τέτοιες που θα γίνουν αισθητές σε μεγάλο τμήμα του πλανήτη. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αρχίσει ήδη να νιώθουν τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου. Η εκτόξευση της τιμής του φυσικού αερίου ήδη προβληματίζει τις ηγεσίες πολλών χώρων που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε αυτό.
Τα επιπλέον 15 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) που θα προμηθεύσουν οι ΗΠΑ την Ευρώπη δεν καλύπτουν παρά μικρό μέρος των 155 που η ΕΕ προμηθεύεται από τη Ρωσία. Η απόφαση του Πούτιν να επιτρέψει τις πωλήσεις μόνο σε ρούβλια προξενεί νέους πονοκεφάλους στην Ευρώπη.
Το θετικό για την ΕΕ είναι πως μετά καιρό ενισχύεται η προοπτική μιας ουσιαστικότερης κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής εξωτερικών και άμυνας. Οι δυσκολίες όμως του εγχειρήματος αυτού παραμείνουν σημαντικές. Εξάλλου, ακόμα και αν γίνουν σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή η Ευρώπη δεν θα μετατραπεί αυτόματα σε παγκόσμια δύναμη, ειδικά από τη στιγμή που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ για την ενέργεια, αλλά ως ένα βαθμό και για την άμυνά της.
Η ανάκαμψη του ΝΑΤΟ, το κέρδος από τις πωλήσεις καυσίμων, και τα προβλήματα της Ρωσίας αποτελούν κέρδος για τις ΗΠΑ. Κάποιοι μάλιστα στις ΗΠΑ ελπίζουν πως η αύξηση στις τιμές τροφίμων και καυσίμων μπορεί να οδηγήσουν σε εξελίξεις υπέρ των αμερικάνικων συμφερόντων σε χώρες όπως το Ιράν.
Από την άλλη πλευρά η στενότερη σχέση Ρωσίας και Κίνας, που φαίνεται πως επιταχύνεται με τον πόλεμο και τις κυρώσεις, προκαλούν δικαιολογημένα ανησυχία στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Αν μάλιστα αυτή συνδυαστεί με τις προσπάθειες απαλλαγής της Κίνας και της Ρωσίας από την κυριαρχία του δολαρίου στις διεθνείς τους συναλλαγές, το πλήγμα στα Αμερικάνικα συμφέροντα μπορεί να είναι σημαντικό, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα.
Η Ελλάδα από την πλευρά της έχει ήδη αρχίσει να νιώθει τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στην οικονομία της. Η εκτόξευση του πληθωρισμού και τα οικονομικά προβλήματα του μέσου πολίτη δεν αντισταθμίζονται ασφαλώς από τα όποια (πιθανότατα σημαντικά) κέρδη θα έχει ο ελληνικός εφοπλισμός από τη μεταφορά του υγροποιημένου φυσικού αερίου. Εξάλλου η έδρα του τελευταίου βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στο εξωτερικό.
Το όφελος που θα έχει η Ελλάδα από την κοινή ευρωπαϊκή αντίδραση απέναντι σε μια εισβολή δεν πρέπει να υπερτιμάται. Εξάλλου μιλάμε για μια ένωση ανεξάρτητων κρατών με χωρίς πάντα κοινά συμφέροντα, που δύσκολα θα έστελνε στρατεύματα να πολεμήσουν κατά της Τουρκίας αν αυτή αποφάσιζε να εισβάλει στην Ελλάδα. Βραχυπρόθεσμα ίσως είναι μάλιστα πιθανότερο πως οι συνέπειες του πολέμου στην περιοχή μας ίσως είναι αρνητικές, αφού είναι υπαρκτός ο κίνδυνος μιας επισιτιστικής κρίσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναταραχές και εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις σε χώρες της ευρύτερης περιοχής.
Μια τέτοια εξέλιξη στην γειτονική Αίγυπτο (η οποία εισάγει το 80% του σιταριού της από τη Ρωσία) για παράδειγμα θα ενείχε τον κίνδυνο ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά και την πιθανή απώλεια ενός διπλωματικού στηρίγματος της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο.
*Ο Βασίλης Γ. Μανουσάκης είναι διδάσκων στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ