Featured

Παρακμή ή επιβίωση των εμπορικών δρόμων;

Το αστικό τοπίο αλλάζει και η παρούσα κρίση επιταχύνει τις διαρθρωτικές αλλαγές, που είχαν ήδη ξεκινήσει.

Parallaxi
παρακμή-ή-επιβίωση-των-εμπορικών-δρόμ-765111
Parallaxi

Λέξεις: Νίκος Καλογήρου

Η ανθεκτική νεοελληνική πόλη. Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη η νεοελληνική πόλη και η αρχιτεκτονική της εμφανίζουν αμιγή μοντέρνα χαρακτηριστικά.

Ο σημαντικός ιστορικός της μοντέρνας αρχιτεκτονικής Κένεθ Φράμπτον υπερθεμάτιζε σχετικά στην ελληνική έκδοση του εμβληματικού βιβλίου «Μοντέρνα αρχιτεκτονική: ιστορία και κριτική» (1986), αποκαλώντας την Αθήνα ως την «κατεξοχήν μοντέρνα πόλη». Η οπτική αυτή αντιλαμβανόταν σχηματικά την εκπτωχευμένη, αλλά πουριστική εικόνα των αστικών πολυκατοικιών ως έκφραση μιας μοντέρνας αισθητικής, που συγγένευε με την τοπική ανώνυμη αρχιτεκτονική των νησιών του Αιγαίου.

Στην πραγματικότητα δημιουργήθηκαν ελληνικές ιδιοτυπίες στην παραγωγή του χώρου, μέσα από τη χειροτεχνική εργολαβία μικρής κλίμακας και τους μηχανισμούς της αντιπαροχής, που ενθαρρύνθηκαν από το φιλικό θεσμικό πλαίσιο με τους στοιχειώδεις ρυμοτομικούς καννάβους και την έντονη πυκνοδόμηση. Έτσι διαμορφώθηκε ένα ιδιόμορφο «αυθόρμητο επίτευγμα», το οποίο επαινούσε ο Φράμπτον ως «κατεξοχήν μοντέρνα πόλη».

Η σύγχρονη ενοποιημένη ελληνική πόλη, ακριβώς μέσα από τη, σε σημαντικό βαθμό, αυθόρμητη ανάπτυξή της, εμφανίζει μόνον εξωτερικά μοντέρνα πολεοδομικά χαρακτηριστικά. Λειτουργικά είναι περισσότερο συγγενής με τις ιστορικές μητροπόλεις, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα, καθώς εξακολουθεί να οργανώνεται με συστατικά στοιχεία στους δρόμους, το σύστημα των κατακερματισμένων οικοπέδων και τους ελαχιστοποιημένους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους. Οι πολυώροφες οικοδομές, που πλαισιώνουν τις αστικές διαδρομές, αποτελούν σύγχρονα παραδείγματα των «δρόμων-διαδρόμων», που επιθυμούσε να καταργήσει η προσέγγιση του Κορμπιζιέ.

Έχοντας ενσωματώσει κρυμμένα «παραδοσιακά» χαρακτηριστικά, οι νεοελληνικοί αστικοί σχηματισμοί εμφανίζουν περιορισμένα δείγματα «πόλεων υπνωτηρίων» ή αμιγών περιοχών γραφείων, επιχειρήσεων και λιανικού εμπορίου, που ερημώνουν όταν δεν λειτουργούν. Τα πολυώροφα αστικά κτίσματα ενσωματώνουν συχνά πολλαπλές χρήσεις με μαγαζιά στο ισόγειο, γραφεία στους χαμηλούς ορόφους και κατοικίες στους περισσότερο φωτεινούς υψηλότερους ορόφους. Ως ένα βαθμό, εμφανίζονται και φαινόμενα «κατακόρυφης» κοινωνικής διάρθρωσης με την διαφοροποίηση των αξιών αγοράς μεταξύ ισογείων, χαμηλών ορόφων και «ρετιρέ». Αυτά τα οργανωτικά στοιχεία συμβάλλουν σε μιαν αυξημένη ανθεκτικότητα των ελληνικών πόλεων.

Ωστόσο, η επίμονη οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας και επιπλέον, η έκτακτη κατάσταση που προέκυψε από την τρέχουσα πανδημία δημιουργούν ρωγμές, που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αυτορρύθμιση του κυρίαρχου μοντέλου αστικοποίησης και οδηγούν στην αναζήτηση διορθωτικών κινήσεων.

Το λιανικό εμπόριο στην εποχή της κρίσης

Η υγειονομική κρίση μεταβάλλει ταχύτατα τα δεδομένα και συμβάλλει στη δημιουργία μιας διαφορετικής δομής στο λιανικό εμπόριο. Οι πολεοδομικές και γεωγραφικές διαστάσεις της κρίσης έχουν ελάχιστα διερευνηθεί. Το αστικό τοπίο αλλάζει και η παρούσα κρίση επιταχύνει τις διαρθρωτικές αλλαγές, που είχαν ήδη ξεκινήσει. Ο τομέας του λιανικού εμπορίου είναι ο περισσότερο ορατός στην εικόνα της πόλης. Οι νέες αγοραστικές συνήθειες, με τη σταδιακή κυριαρχία του ηλεκτρονικού εμπορίου και των διανομών, θα επικαθορίσουν την μελλοντική μορφή των καταστημάτων. Οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες θα μειώσουν τις παρορμητικές αγορές. Παράλληλα, τα καταστήματα της γειτονιάς εμφανίζονται ανθεκτικά και διατηρούν την προτίμηση των καταναλωτών, καθώς για την επίσκεψή τους δεν απαιτούνται ιδιωτικά ή δημόσια μέσα μεταφοράς.

Οι Ευρωπαίοι και ακόμη περισσότερο οι Έλληνες επιθυμούν να έχουν και να επισκέπτονται τοπικά καταστήματα στις γειτονιές τους. Στις τοπικές κοινωνίες αναπτύσσονται άτυπες κοινωνικές σχέσεις και σχέσεις εμπιστοσύνης, που το απρόσωπο ηλεκτρονικό εμπόριο δεν φαίνεται να ευνοεί. Η παρουσία ζωντανών χρήσεων στα ισόγεια παρέχει μιαν αίσθηση ασφάλειας, κοινότητας και διατηρεί, ως ένα βαθμό, τη δομή της γειτονιάς.

Παράμετροι που επηρεάζουν το λιανικό εμπόριο είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και το πληθυσμιακό μέγεθος κάθε πολεοδομικής ενότητας-γειτονιάς, ενώ στη μεγαλύτερη κλίμακα ιδιαίτερη σημασία έχει και η οργάνωση και η γεωγραφική κατανομή των κεντρικών λειτουργιών του ευρύτερου οικισμού.

Σχετικές πρόσφατες παράλληλες έρευνες που έγιναν από ομάδες του ΕΜΠ έδειξαν ότι οι εικόνες της καταστροφής, με τα κλειστά καταστήματα, είναι εντονότερες σε περιοχές με ακριβό λιανικό εμπόριο, ενώ σε ταραγμένες περιοχές, όπως στα Εξάρχεια ή σε λαϊκές γειτονιές και σε τόπους συγκέντρωσης μεταναστών (π.χ. στον Πειραιά και στην πλατεία Βάθης) καταγράφονται λιγότερα κλειστά καταστήματα. Αντίστοιχα, στη Θεσσαλονίκη περιοχές με αυξημένη παρουσία φοιτητών και μεταναστών διατηρούν ζωντανούς δρόμους με ανοιχτά καταστήματα, ενώ παράλληλα δημιουργούνται και νέοι ειδικοί πόλοι εμπορικής έλξης, όπως η «Τσαϊνατάουν» στις οδούς Αισώπου και Γιαννιτσών.

Συμπεράσματα και προοπτικές

Μια συστηματική επιστημονική έρευνα για τις τοπικές χρήσεις και τη διασπορά τους είναι απαραίτητη για στοχευμένες επεμβάσεις ανάπλασης. Είναι πάντως προφανές ότι, σύμφωνα με τα αποδεκτά πολεοδομικά σταθερότυπα, ο αριθμός των υφιστάμενων καταστημάτων είναι στις περισσότερες περιοχές υπερβολικός. Χωρίς να θέλω να εμβαθύνω σε κουραστικές ποσοτικές εκτιμήσεις, θα αναφερθώ στα συμβατικά πρότυπα για το λιανικό εμπόριο που ισχύουν στην Ελλάδα. Παλιότερα, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Επιχείρησης Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (ΕΠΑ, 1983), ο προτεινόμενος δείκτης για το λιανικό εμπόριο είχε καθοριστεί σε 1,64 τ.μ. ανά κάτοικο. Ο μάλλον υπερβολικός, ακόμη και για τα τότε δεδομένα, δείκτης αναθεωρήθηκε σε 0,35 – 0,65 τ.μ. ανά κάτοικο το 2004. Προφανώς τα πρότυπα έχουν σχετική αξία, καθώς είναι θεωρητικά μεγέθη που εξασφαλίζουν, στο μέτρο του δυνατού, την ανεκτή και επιθυμητή ποσότητα και ποιότητα για μια συνηθισμένη λειτουργία.

Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι εφικτή μια επάνοδος στην παραδοσιακή εικόνα των άπειρων μικροκαταστημάτων του παρελθόντος. Ιδιαίτερα αυτό γίνεται αυτονόητο εάν συνειδητοποιήσουμε ότι τα προαναφερθέντα πρότυπα διατυπώθηκαν πριν από τη συγκέντρωση του εμπορίου σε πολυκαταστήματα-εμπορικά κέντρα και κυρίως πριν από την εμφάνιση του ηλεκτρονικού εμπορίου.

Η ελληνική πόλη έχει επιβιώσει και προσαρμοστεί στα μεταβαλλόμενα δεδομένα με μηχανισμούς που εμπεριέχουν σημαντική δόση αυτοοργάνωσης. Παρόλο που οι αυθόρμητες και αυθαίρετες δράσεις έχουν σήμερα μειωμένα περιθώρια έκφρασης, αυτές μπορούν να αξιοποιηθούν μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες και διαβουλεύσεις. Οι αριθμοί δεν ψεύδονται και μας βοηθούν να αξιολογήσουμε τις αναγκαίες δράσεις. Η επιβίωση και η αναβίωση των καταστημάτων γειτονιάς είναι επιθυμητή και εφικτή. Πρέπει όμως να συνδυαστεί με αλλαγές στην αρχιτεκτονική εικόνα και στο σχεδιασμό των χώρων, ώστε να είναι φιλικοί και ελκυστικοί. Παράλληλα πρέπει να αναβαθμιστεί η εικόνα των δρόμων και των προσπελάσεων. Προϋποθέσεις για την επιτυχία είναι να βελτιωθεί η διαχείριση των κύριων δεικτών επιδόσεων και η εισαγωγή καινοτόμων πρακτικών (π.χ. με συνδυασμό διαδικτυακών και φυσικών πωλήσεων).

Σε υπερτοπικό επίπεδο μπορούν να δημιουργηθούν, στις παρυφές του κέντρου ή σε περιφερειακούς οικισμούς, πυρήνες αγορών με ειδικά χαρακτηριστικά. Αυτές θα αποτελέσουν νέους πόλους έλξης, αξιοποιώντας υφιστάμενα κελύφη, χωρίς αυτό να συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την κλασική διαδικασία «εξευγενισμού» που απωθεί τους λιγότερο προνομιούχους.

Παράλληλα επιβάλλεται η γενικότερη ενθάρρυνση της επανάχρησης του πλεονάζοντος αποθέματος αχρησιμοποίητων καταστημάτων. Η μετατροπή τους μπορεί να στεγάσει ποικιλία χρήσεων και είναι σύμφωνη με την επιθυμητή ανάμειξη συμβατών λειτουργιών στην πόλη. Ποικίλοι επαγγελματικοί χώροι, εργαστήρια και γραφεία στεγάζονται ήδη σε ισόγεια καταστήματα. Μερικά άδεια καταστήματα μπορούν να μετατραπούν σε χώρους στάθμευσης και φόρτισης των επερχόμενων ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Σε πολλές χώρες μαγαζιά και εμπορικά κέντρα έχουν ανασχεδιαστεί, με ευφάνταστους τρόπους, για να στεγάσουν προσωρινές ή μόνιμες κατοικίες.

Σε κάθε περίπτωση, η αναβίωση των εγκαταλειμμένων ισόγειων κελυφών μπορεί να αξιοποιηθεί και από πρόβλημα να αναδειχθεί σε παράμετρο αστικής αναζωογόνησης. Οι ισόγειες δραστηριότητες είναι ζωτικές για την τοπική ανάπτυξη. Η απουσία τους δημιουργεί άξενες περιοχές, όπως είναι ορατό σε περιφερειακές συνοικίες, όπου επικρατεί η δόμηση επί pilotis ή ακόμη και σε ακριβές περιοχές, όπως το Πανόραμα, που ορισμένες ώρες εμφανίζει την εικόνα ενός ακριβού super slum, μιας έρημης πόλης, όπου είναι δύσκολο να κινηθούν πεζοί.

*Ο Νίκος Καλογήρου είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ

Διαβάστε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα