Παράλληλες ιστορίες
της Γιώτας Κωνσταντινίδου Θησαυρός. Είναι στοιβαγμένο σε ένα χάρτινο κουτί με ρόδες! Τόσο όμορφο μέσα στην ασχήμια της άλλης πλευράς της ζωής. Της φτώχειας, της επαιτείας, της εξαθλίωσης, της ανέχειας. Χαμογελάει και περιεργάζεται ένα βρώμικο, σπασμένο παιχνίδι. Θησαυρός και μάννα εξ’ ουρανού στα παιδικά ματάκια του. Την ίδια στιγμή, το προσπερνά η άλλη πλευρά της […]
της Γιώτας Κωνσταντινίδου
Θησαυρός.
Είναι στοιβαγμένο σε ένα χάρτινο κουτί με ρόδες! Τόσο όμορφο μέσα στην ασχήμια της άλλης πλευράς της ζωής. Της φτώχειας, της επαιτείας, της εξαθλίωσης, της ανέχειας. Χαμογελάει και περιεργάζεται ένα βρώμικο, σπασμένο παιχνίδι. Θησαυρός και μάννα εξ’ ουρανού στα παιδικά ματάκια του.
Την ίδια στιγμή, το προσπερνά η άλλη πλευρά της ζωής. Ένα καθαρό, καλοταϊσμένο παιδάκι, πάνω- κάτω στην ίδια ηλικία. Στο χέρι κρατάει ένα ολοκαίνουργιο παιχνίδι. Δεν ανταλλάσουν ούτε βλέμμα. Απορροφημένοι κι οι δυο από το θησαυρό στα παιδικά τους χέρια. Δύο όψεις της ίδιας ζωής. Ίδια ηλικία, ίδια πόλη, ίδια στιγμή.
Μόνη.
Ρουφάει νευρικά το τσιγάρο και σφίγγει τη μάλλινη ζακέτα πάνω της. Ένα, δυο τσιγάρα, στη ζούλα, στο μπαλκόνι. Τις περισσότερες φορές με δάκρυα. Άλλες με βουβό παράπονο.
Πάλι δεν ήταν καλεσμένος ο μικρός στο παιδικό πάρτυ του συμμαθητή του. Τυχαίο, λέει, θέλει να πείσει το παιδί. Ξέρει, όμως, καλά, όπως ξέρει και τον λόγο που δεν την προσκαλούν για καφέ οι υπόλοιπες μανούλες από το σχολείο του γιου της. Είναι χωρισμένη ή ζωντοχήρα ή αποτελεί δείγμα μονογονεικής οικογένειας. Το τελευταίο το άκουσε σε μια εκπομπή και της φάνηκε σαν κρούσμα αρρώστιας από το σοβαρό τόνο που πήρε ο ομιλητής. Είναι όμως η ίδια η ζωή. Όταν αποφάσισε να κρατήσει το παιδί ήξερε ότι θα ήταν παντελώς μόνη. Θα έκανε τα πάντα. Αλλά να, την πονάει που ο μικρός δεν είναι καλεσμένος. Θα τον πάρει και θα πάνε σινεμά, οι δυο τους. Μόνοι. Μόνη.
Χαμόγελο.
Παρασκευή απόγευμα. Παρέες, κορίτσια και αγόρια σχολείου, φοιτητές, ζωντάνια, ανεβαίνουν με ανεμελιά τα σκαλιά του λεωφορείου. Φωνές, τηλεφωνικά ραντεβού, συζητήσεις και γέλια που αντηχούν σε όλη τη διαδρομή. Ανεβαίνει και κείνος. Μπερδεμένος. Στην αρχή το βλέμμα του είναι χαμηλωμένο, χαμένος στις σκέψεις του, σε έναν κόσμο, ιδιαίτερο, δικό του. Μετά κοιτάζει επίμονα, περιεργάζεται το πλήθος, αρχίζει να μιλάει στον εαυτό του και να κουνάει νευρικά τα χέρια του.
Άλλοι τον κοιτάζουν με φόβο, άλλοι με απέχθεια, άλλοι τον κοροϊδεύουν, άλλοι αδιαφορούν. Εκείνος ντρέπεται. Ξαφνικά, μια κοπέλα σηκώνεται και ετοιμάζεται να κατέβει στη προσεχή στάση. Της πέφτει ένα χαρτί. Της το δίνει. Του χαμογελά. Σαν να επανήλθε, να ηρέμησε. Επικοινώνησε. Ένιωσε. Του φτάνει. Ένα χαμόγελο.