Parallax View

Πάρτι, φλερτ και η αναλλοίωτη αγάπη για το κάμπινγκ του ΑΠΘ στο Ποσείδι

Ιστορίες των ανθρώπων του, από το 1960 μέχρι σήμερα, πηγαίνουν στο κάμπινγκ του ΑΠΘ - Διαφορετικές γενιές αφηγούνται τα καλοκαίρια τους στο Ποσείδι

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
πάρτι-φλερτ-και-η-αναλλοίωτη-αγάπη-για-1346128
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Πόσες χιλιάδες ιστορίες γράφτηκαν τα καλοκαίρια σε αυτό τον τόπο; Πόσοι άνθρωποι έχουν να διηγηθούν τα σύντομα μαζί των ζωών που συναντήθηκαν στο πιο διάσημο κάμπινγκ των ελληνικών πανεπιστημίων; 

Κάτω από τα ψηλά πεύκα του πρώτου ποδιού της Χαλκιδικής, καθηγητές και φοιτητές δίνουν κάθε καλοκαίρι το καθιερωμένο ραντεβού τους, ως προσωρινό αντίδοτο στις συναντήσεις στα στέκια της Πανεπιστημιούπολης. 

Από το 1960 μέχρι και σήμερα, το κάμπινγκ του ΑΠΘ στο Ποσείδι, φιλοξενεί την φοιτητική και ακαδημαϊκή κοινότητα, μετά το τέλος της εξεταστικής περιόδου, κηρύσσοντας την επίσημη έναρξη του καλοκαιριού. 

Εκεί, η απόλυτη ραστώνη συναντά τα ατελείωτα πάρτι κάτω από το φεγγαρόφως, τις καινούργιες φιλίες με αγνώστους στις σκηνές, το φλερτ με μαγιό και μία μπύρα στο χέρι, τις νύχτες με παρέες γύρω από τη φωτιά στην παραλία και κιθάρες στα χέρια, τα αργά πρωινά που ο χρόνος φαίνεται να σταματά κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιουλίου. 

Ο Νικόλαος Καντηράνης, Πρόεδρος της κατασκήνωσης, περιγράφει τι συναντούν σήμερα οι παραθεριστές στο κάμπινγκ του ΑΠΘ: 

«Η κατασκήνωση έχει όλες τις υποδομές που χρειάζεται για να εξυπηρετήσει φοιτητές, καθηγητές και τα άτομα του προσωπικού. Περιλαμβάνει τρία καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, σούπερ μάρκετ, εστιατόριο και αναψυκτήριο, με προνομιακές τιμές. Ένα ολοκληρωμένο γεύμα μπορεί να κοστίσει το μέγιστο, μέχρι 7 ευρώ!

 Υπάρχουν κοινόχρηστες τουαλέτες, ντουζιέρες με ζεστό νερό, γήπεδα 5×5 και μπάσκετ, θερινός κινηματογράφος με 2 παραστάσεις καθημερινά και ένα θέατρο χωρητικότητας 100 ατόμων, για διάφορα δρώμενα. Παράλληλα, παρέχεται και μία αίθουσα συνεδριάσεων για εκπαιδευτικές διαδικασίες, συνήθως στα πλαίσια των θερινών σχολείων.  

Ένας φοιτητής πληρώνει την κάρτα των 15 ευρώ για να καταγραφούν τα στοιχεία του και να κινείται ελεύθερα. Έχουμε 14 οικίσκους, μικρά κτίσματα των τεσσάρων έως έξι ατόμων, τα οποία νοικιάζονται στο προσωπικό του ΑΠΘ. Δύο σπιτάκια ειδικά διαμορφωμένα για ΑμΕΑ, ειδική ράμπα στη θάλασσα και όλοι οι δρόμοι εντός της κατασκήνωσης είναι ασφαλτοστρωμένοι, ούτως ώστε να έχουν εύκολη πρόσβαση σε αυτά τα άτομα με ειδικές ανάγκες». 

Ο κ. Καντηράνης τονίζει ότι η χρονιά-ορόσημο για το κάμπινγκ και τον αριθμό των παραθεριστών του ήταν το 2020, όταν έκλεισε λόγω της πανδημίας: 

«Πριν το 2020, υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός κατασκηνωτών που ξεπερνούσε τις 20.000 την καλοκαιρινή περίοδο. Μετά τα δύο χρόνια που το κάμπινγκ παρέμεινε κλειστό, σημειώθηκε μία πτώση και έσπασε αυτή η “αλυσίδα” μεταξύ των φοιτητών. Μάλιστα διαπιστώνουμε, από την επαφή που έχουμε μαζί τους, ότι πολλοί δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη της κατασκήνωσης. Τις τρεις προηγούμενες χρονιές καταφέραμε να αυξήσουμε σταδιακά τη συμμετοχή των μοναδιαίων κατασκηνωτών, πλησιάζοντας τους 7.000 κατασκηνωτές το 2024». 

Οι ιστορίες των ανθρώπων του, από το 1960 μέχρι σήμερα, έχουν διατηρήσει αναλλοίωτη την αγάπη για το κάμπινγκ του ΑΠΘ. Διαφορετικές γενιές αφηγούνται τα καλοκαίρια τους στο Ποσείδι. 

«Μία τακτοποιημένη αταξία»

Βασίλειος Φανουργάκης, τ. Πρόεδρος και Ομότιμος Καθηγητής στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας ΑΠΘ 

«Το κάμπινγκ στα πρώτα χρόνια του ήταν ακατάστατο, αλλά αυτήν την αταξία ήθελαν όλοι.

Ξεκίνησα να πηγαίνω το ‘89, όταν ήμουν καθηγητής στο ΑΠΘ και μέχρι πριν από λίγα χρόνια, δεν έχανα καλοκαίρι εκεί. Οι δύο μήνες που περνούσαμε στο Ποσείδι ήταν η ανταμοιβή των χειμώνων μας. 

Από τότε, πήγαιναν οι φοιτητές όταν τέλειωνε η εξεταστική τους, στις αρχές Ιουλίου και μετά φεύγανε. Τη στιγμή που άρχισαν να φεύγουν οι πολλοί, ησύχαζε όλη η κατασκήνωση, οι καθηγητές έβρισκαν την ηρεμία τους. Οι φοιτητές του ‘80 – ‘90 δεν έχουν καμία σχέση με τα παιδιά σήμερα. Τότε, ήταν ένα ατελείωτο πάρτι, πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Αυτήν την αταξία, εγώ την θεωρούσα την κατάλληλη τάξη για την κατασκήνωση. 

Και όταν μιλάω για αταξία, εννοώ τον απόλυτο πανικό. Πολλοί κλέβανε, άλλοι καλούσαν την αστυνομία, ουρλιαχτά ακουγόντουσαν από τα μεγάφωνα. Ως καθηγητές δεν ήταν λίγες φορές που ζήσαμε δύσκολες καταστάσεις που δεν ξέραμε πως να διαχειριστούμε. 

Γι’ αυτό και τα πρώτα χρόνια, υπήρχαν αντιπαραθέσεις μεταξύ φοιτητών και καθηγητών, δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά. Κάπου στην πορεία, μπήκε μία νοητή γραμμή, την οποία δεν επέβαλλε κανείς, ότι από τον κάθετο δρόμο και προς τα ανατολικά, θα πήγαιναν περισσότερο οι φοιτητές, σπάνια να πήγαινε εκεί κάποιος καθηγητής. 

Την πρώτη χρονιά, με ξύπνησε η αστυνομία τα χαράματα, μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει. Μου ζήτησαν να βρω δύο – τρεις φοιτητές που κατασκήνωναν στο κάμπινγκ, οι οποίοι εκείνη την ώρα κοιμόντουσαν. Αρχίζω και εγώ, να φωνάζω τα ονόματά τους από τα μεγάφωνα, μία, δύο, τρεις φορές, κανένας δεν εμφανίστηκε. Αφού σήκωσα όλη την κατασκήνωση στο πόδι από τις φωνές μου, εμφανίστηκαν τελικά τα παιδιά, τα οποία αγουροξυπνημένα δεν είχαν καταλάβει τι γίνεται. Η αστυνομία τους έψαχνε γιατί το προηγούμενο βράδυ είχαν φύγει κάποιοι φίλοι τους από το κάμπινγκ και στο ύψος της Σωζόπολης, σκοτώθηκαν όλοι σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, οπότε έψαχναν τους φίλους τους για μάρτυρες. Αυτή η στιγμή είναι χαραγμένη στη μνήμη μου και δεν μπορώ να την ξεχάσω. 

Από την άλλη όμως, έχω και πολλές από τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις μου στο κάμπινγκ. 

Την ίδια χρονιά, συνεννοήθηκα με άλλους προέδρους να μοιράσουμε σακούλες σε καθηγητές και φοιτητές και όλοι μαζί, να μαζέψουμε τα σκουπίδια από την παραλία. Συγκεντρωθήκαμε συνολικά γύρω στα 15 άτομα, κάναμε τη δουλειά μας και φύγαμε. Ένα καλοκαίρι αργότερα, έκανα ανέμελος το μπάνιο μου στη θάλασσα, όταν με πλησίασε μία γυναίκα και με ρώτησε αν είμαι αυτός που πέρσι έβγαλε την ανακοίνωση για τα σκουπίδια. Της απάντησα, πιάσαμε την κουβέντα για ώρα, γνωριστήκαμε και αυτή κατέληξε να είναι η δεύτερη γυναίκα που παντρεύτηκα, έναν χρόνο μετά τον χαμό της πρώτης μου. Μάλιστα, μαζί, φυτέψαμε και ποτίζαμε όλα τα δέντρα – εκτός από τα πεύκα –  που βρίσκονται σήμερα στο κάμπινγκ. 

Το κάμπινγκ στο Ποσείδι θα έχει για πάντα την αταξία που είχε όταν ξεκίνησε, την αταξία που όλοι αγαπήσαμε και ήταν για εμάς η απόλυτη τάξη».

«Ο δικός μου παράδεισος»

Ελένη Χοντολίδου, τ. Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής ΑΠΘ 

«44 χρόνια στο ΑΠΘ πήγα στο Ποσείδι πέντε φορές: δύο με τη μανούλα που λάτρευε τη θάλασσα και τρεις μόνη μου, μόνη μου τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί στο Ποσείδι δεν πας μόνη σου, δεν είσαι κακός άνθρωπος. Νομίζω δεν υπάρχει καλύτερος συνδυασμός θάλασσας, παραλίας και φύσης από το Ποσείδι. Η υπέροχη αμμουδιά, η πανέμορφη θάλασσα, τα υπέροχα πεύκα και η επιλογή να κολυμπάς μια εδώ και μια από την άλλη μεριά. Και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα. 

1983 σε αντίσκηνο με τη μανούλα.

Καταλαβαίνουμε ποιος κάνει κουμάντο στην Κατασκήνωση: μα φυσικά οι διοικητικοί. Πιάνουν τα καλύτερα μέρη, έχουν τον αέρα του ιδιοκτήτη. Παίρνουν το αίμα τους πίσω για ό,τι τους έχουν κάνει τα μέλη ΔΕΠ. Το φαγητό πολύ καλό για μαζικό χώρο και οι μερίδες διπλάσιες από τις κανονικές.

1985 σε σπιτάκι.

Αυτό που έχω να θυμηθώ είναι ότι μια μέρα κάναμε πάρτυ και ήρθαν αυθημερόν στο σπιτάκι μας περί τα 15 άτομα. Όταν κάποιος μπαίνει στην κατασκήνωση δηλώνει το όνομά του και πού πάει. Στον 15 ο φύλακας είπε: «καλά, ξέρω στη Χοντολίδου πας»!

Μετά ακολούθησε ένα μεγάλο διάστημα που χαρτογραφούσα τα νησιά. Στο μεταξύ διάστημα η αρχιτέκτων, συνάδελφος και φίλη Φανή Βαβύλη ανακαίνισε τα σπιτάκια με τρόπο που λάτρεψα: λειτουργικά, απλά, όμορφα. 

Το 2013 που επανέκαμψα η δικτατορία των διοικητικών είχε γιγαντωθεί. Κανείς δεν κατάφερε να χωροθετήσει (όπως στα κανονικά camping) τον χώρο και έτσι όποιος θέλει καταλαμβάνει 4 έως και 5 θέσεις πληρώνοντας μία!

Στο μεταξύ ο αντιπρύτανης Παντής κατάφερε με πολύ κόπο να βγάλει τα αυτοκίνητα από τον χώρο και το camping μετατράπηκε σε μία υπέροχη ποδηλατούπολη. 

Φιλοξενώ τη φίλη μου Ροδούλα, την ξαδέλφη Γεωργία και την κόρη της Αλεξάνδρα. Το πρώτο βράδυ η Αλεξάνδρα και εγώ δεν μπορούμε να κοιμηθούμε από τα ροχαλητά τους! Σε μια στιγμή η Αλεξάνδρα σηκώνεται όρθια και «διευθύνει» ως μαέστρος τη συναυλία των ροχαλητών.

Η ανεξέλεγκτη μουσική των διασκεδαστών διοικητικών ανυπόφορη. Φυσικά αυτοί δεν πάνε διακοπές για να διαβάσουν, όπως η μικρή μου φίλη.

Στο Ποσείδι οι γονείς έχουν την ικανοποίηση ότι τα παιδιά τους είναι ασφαλή, οι φοιτήτριες και οι φοιτητές δημιουργούν, όταν δεν είναι λιάρδα από το ποτό το προηγούμενο βράδυ.

Καταμεσής πιωμένος από το βράδυ.

Επί πρυτανείας Περικλή Μήτκα, είχα συστηματική επικοινωνία με το Πρυτανικό Συμβούλιο: τους ζητούσα φωτιστικό, κορδόνια για τις κουρτίνες και καφετιέρα. Την τελευταία μου παρέδωσε προσωπικά ο αντιπρύτανης Λαόπουλος. Τα υπόλοιπα αιτήματά μου δεν ικανοποιήθηκαν. Απείλησα ότι θα κάνω κατάληψη και θα κρατήσω το σπιτάκι μου για πάντα».

«Ένα ακόμη συγκριτικό πλεονέκτημα του ΑΠΘ»

Γιάννης Μυλόπουλος, Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ

«Αν το ΑΠΘ κατά την κανονική διάρκεια της λειτουργίας του έχει ως βασική του αποστολή την παραγωγή και τη μετάδοση της επιστημονικής γνώσης, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες αποκτά άλλα χαρακτηριστικά. Η κατασκήνωση στο Ποσείδι έδινε πάντα μια ευκαιρία κοινωνικοποίησης, συνύπαρξης και κοινής θερινής διαβίωσης για όλα, ανεξαιρέτως, τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Η κατασκήνωση του ΑΠΘ γίνεται τα καλοκαίρια ο δημόσιος χώρος που εκπαιδεύει φοιτητές και φοιτήτριες να κοινωνικοποιούνται, να συνυπάρχουν και να συμμετέχουν στα κοινά. Με τελικό σκοπό να ενταχθούν στην κοινωνία ως πολίτες και όχι ως ιδιώτες (idiots).

Κι ακόμη, η κατασκήνωση του ΑΠΘ εμπεδώνει σε διδάσκοντες, διδασκόμενους και εργαζόμενους την έννοια της συνύπαρξης, παρά τις επιμέρους διαφορές, σε μια κοινότητα δημοκρατίας, ειρήνης και δημιουργίας.

Αυτά ήταν από τα πρώτα μαθήματα που διδάχθηκα όταν ξεκίνησα ως φοιτητής στο ΑΠΘ, στα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Και αυτά ήταν τα πρώτα μαθήματα που εμπέδωσα όταν τα καλοκαίρια περνούσαμε με την παρέα μου τις διακοπές μας, ως προπτυχιακοί φοιτητές στην αρχή και ως μεταπτυχιακοί στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, στην κατασκήνωση στο Ποσείδι.

Ήταν εκεί, στην κατασκήνωση, όπου ζήσαμε την εμπειρία να είμαστε ενεργά μέλη μιας κοινής καθημερινότητας με πολλούς άλλους φοιτητές, αλλά και να είμαστε μέλη μιας συνύπαρξης στον ίδιο χώρο με πολλούς καθηγητές και εργαζόμενους στο ΑΠΘ.

Αυτή η αίσθηση της συνύπαρξης και της κοινής διαβίωσης το καλοκαίρι όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας υπήρξε η μεγαλύτερη, ίσως, κατάκτηση της κατασκήνωσης του ΑΠΘ.

Και αυτός υπήρξε ένας από τους λόγους που μας έκαναν, πολλούς από εμάς, φανατικούς οπαδούς των διακοπών στην κατασκήνωση. Οι άλλοι λόγοι ήταν προφανείς. Ήταν το ανέγγιχτο φυσικό περιβάλλον, το εξαιρετικό τοπίο, η πεντακάθαρη θάλασσα και η δυνατότητα που μας παρείχε το ΑΠΘ για εξαιρετικά χαμηλού κόστους διακοπές.

Ξυπνούσαμε το πρωί στις σκηνές μας, χρησιμοποιούσαμε τα ίδια κοινά μπάνια, παίρναμε το ίδιο πρωινό όλοι μαζί στην κοινή τραπεζαρία και στη συνέχεια κολυμπούσαμε μαζί στην ίδια θάλασσα και χαιρόμασταν τον ήλιο στην ίδια παραλία. Και αργότερα, το μεσημέρι, τρώγαμε όλοι μαζί το ίδιο, εξαιρετικής ποιότητας και χαμηλού κόστους φαγητό, μαγειρεμένο από το προσωπικό της Φοιτητικής Λέσχης, που έκανε κι εκείνο μαζί μας διακοπές, αν και εργαζόμενο.

Και στη συνέχεια, τα βράδια, μετά το απογευματινό μπάνιο, δειπνούσαμε όλοι μαζί στην τραπεζαρία και στη συνέχεια πίναμε ένα ποτό στο μπαρ της κατασκήνωσης, με θέα το απέραντο Αιγαίο.

Αυτή η αίσθηση του μοιράσματος των θερινών διακοπών με ανθρώπους από τον ίδιο ευρύτερο εργασιακό χώρο, σε συνδυασμό με το περιβάλλον και τις δυνατότητες που παρείχε για διακοπές κοντά στη φύση, ήταν η κύρια αιτία που στη συνέχεια, τις δεκαετίες του 1990, του 2000 και του 2010, συνεχίσαμε, πολλοί από εμάς, να περνούμε τις διακοπές μας, ως μέλη ΔΕΠ πια, στην κατασκήνωση της Καλάνδρας.

Επιλέγοντας να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας στο συγκεκριμένο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον.

Και όταν το 2010 συνέβη και εκλέχθηκα στην ανώτατη διοικητική βαθμίδα του Πρύτανη του ΑΠΘ, είχε έρθει η ώρα να υλοποιήσω, μαζί με μια ομάδα στενών συνεργατών, αντιπρυτάνεων, Κοσμητόρων και συναδέλφων ΔΕΠ και διοικητικών, το όραμα η κατασκήνωση της Καλάνδρας να γίνει το θερινό σχολείο του ΑΠΘ.

Το 2011 και για τα 2-3 επόμενα χρόνια, με χρηματοδότηση από το υπουργείο Πολιτισμού και από διεθνή και ευρωπαϊκά προγράμματα, η κατασκήνωση του ΑΠΘ στην Καλάνδρα έγινε θερινό σχολείο εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας και διδασκαλίας της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού για δεκάδες φοιτήτριες και φοιτητές από όλα τα μέρη του κόσμου. Οι οποίοι προσκαλούνταν στο Ποσείδι για να περάσουν τις διακοπές τους μαζί με την πανεπιστημιακή μας κοινότητα. Και συγχρόνως, για να μάθουν την ελληνική γλώσσα και να διδαχθούν την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό από καθηγητές και καθηγήτριες του ΑΠΘ.

Οργανώθηκαν τότε συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και βραδιές κινηματογράφου, καθώς και θεματικές βραδιές διαλέξεων, αλλά και γαστρονομίας, με γεύματα από όλα τα μέρη της γης.

Οργανώθηκαν, όμως, και αξέχαστες βραδιές αστρονομίας. Με τον αείμνηστο καθηγητή Γιάννη Σειραδάκη να μας μαθαίνει τα αστέρια και να μας μυεί στα μυστικά του ουρανού και του σύμπαντος.

Για να υλοποιηθούν όλα αυτά έπρεπε, όμως, να υπάρξουν οι κατάλληλες υποδομές σε μια κατασκήνωση που επί δεκαετίες δεν είχε ανακαινιστεί. Ξεκίνησε, λοιπόν, από την πρυτανεία Μάνθου, με υπεύθυνο τον αντιπρύτανη Ανδρέα Γιαννακουδάκη, (2006 – 2010) και συνεχίστηκε επί της δικής μου πρυτανείας, με υπεύθυνο τον αείμνηστο αντιπρύτανη Γιάννη Παντή, (2010 – 2014), ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της κατασκήνωσης. Με νέο αποχετευτικό δίκτυο, όπως επέβαλλαν οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί και νέους οικίσκους διαμονής για το προσωπικό και για τους φιλοξενούμενους στην κατασκήνωση, όπως επέβαλλαν οι κανονισμοί υγιεινής διαμονής.

Επρόκειτο για μια οικονομική επένδυση όχι συνηθισμένη, είναι αλήθεια, για ένα πανεπιστήμιο. Για την οποία κατηγορηθήκαμε, μάλιστα, στη συνέχεια για δήθεν μη χρηστή διαχείριση δημόσιου χρήματος.

Όμως η δυνατότητα που δόθηκε, μέσω αυτών των έργων αναβάθμισης της κατασκήνωσης, σε χιλιάδες φοιτήτριες και φοιτητές, αλλά και σε εκατοντάδες εργαζόμενους στο ΑΠΘ, που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για διακοπές, να περάσουν καλοκαίρια δωρεάν διαβίωσης και πολύ φτηνού φαγητού στην κατασκήνωση του ΑΠΘ, έβαλε τη σφραγίδα της κοινωνικής παροχής στην αναβάθμιση της κατασκήνωσης και μας αποκατέστησε, ακόμη και στα μάτια και των πιο κακεντρεχών εχθρών εκείνης της πρωτοβουλίας.

Η κατασκήνωση, ως ελεύθερος και δημόσιος χώρος, είναι ένα από τα πιο σημαντικά αποκτήματα του ΑΠΘ. Και οι κοινές διακοπές εκεί για φοιτητές, καθηγητές και εργαζόμενους είναι ό,τι πιο κοινωνικά δίκαιο, ό,τι πιο συλλογικό και ό,τι πιο δημοκρατικό μπορεί να προσφέρει ένα πανεπιστήμιο στους φοιτητές και τους εργαζομένους του».

Και αυτός υπήρξε ένας από τους λόγους που μας έκαναν, πολλούς από εμάς, φανατικούς οπαδούς των διακοπών στην κατασκήνωση. 

Οι άλλοι λόγοι ήταν προφανείς. Ήταν το ανέγγιχτο φυσικό περιβάλλον, το εξαιρετικό τοπίο, η πεντακάθαρη θάλασσα και η δυνατότητα για εξαιρετικά χαμηλού κόστους διακοπές.

Ξυπνούσαμε το πρωί στις σκηνές μας, χρησιμοποιούσαμε τα κοινά μπάνια, παίρναμε το ίδιο πρωινό όλοι μαζί στην τραπεζαρία και στη συνέχεια κολυμπούσαμε μαζί στη θάλασσα και χαιρόμασταν τον ήλιο στην ίδια παραλία. Και αργότερα, το μεσημέρι, τρώγαμε όλοι μαζί το ίδιο, εξαιρετικής ποιότητας και χαμηλού κόστους φαγητό, μαγειρεμένο από το προσωπικό της Φοιτητικής Λέσχης, που έκανε κι εκείνο μαζί μας διακοπές, αν και εργαζόμενο.

Και στη συνέχεια, τα βράδια, μετά το απογευματινό μπάνιο, δειπνούσαμε όλοι μαζί στην τραπεζαρία και πίναμε ένα ποτό στο μπαρ της κατασκήνωσης, με θέα το απέραντο Αιγαίο.

Αυτή η αίσθηση του μοιράσματος των θερινών διακοπών με ανθρώπους από τον ίδιο ευρύτερο εργασιακό χώρο, σε συνδυασμό με το περιβάλλον και τις δυνατότητες που παρείχε για διακοπές κοντά στη φύση, ήταν η κύρια αιτία που τις δεκαετίες του 1990, του 2000 και του 2010, συνεχίσαμε, πολλοί από εμάς, να περνούμε τις διακοπές μας, ως μέλη ΔΕΠ πια, στην κατασκήνωση της Καλάνδρας.  

«Η αξία της στιγμής που ούτε περιγράφεται, ούτε επαναλαμβάνεται»

Χάρης, 40 ετών 

«Οι πρώτες «μυρωδιές» από το Ποσείδι έρχονταν το Μάιο. Οι πρώτες κουβέντες για τη σύνθεση της παρέας και το στήσιμο των σκηνών. Θα πάμε φέτος; Ποιοι θα είμαστε; Πού θα στήσουμε; Πότε θα πάμε και πόσο θα κάτσουμε; Κάποιοι το έπαιζαν δύσκολοι. Όλοι ήξεραν ότι θα είχε ταλαιπωρία, λίγο ύπνο, όχι και τις καλύτερες συνθήκες υγιεινής, αλλά το κίνητρο ήταν μεγάλο: Μερικές μέρες πλήρους ελευθερίας, σε ένα μέρος δίπλα στη θάλασσα, με παλιές και νέες παρέες, κοντά στη φύση, με αυτή τη μυρωδιά του πεύκου να σε συνεπαίρνει, ειδικά το ξημέρωμα, όταν έπεφτες για ύπνο. 

Και όταν έφτανε η στιγμή της άφιξης, ενθουσιασμός. Μετά την εξεταστική, τέλη Ιουνίου. Τότε είχε τον περισσότερο κόσμο. Όλοι πήγαιναν με λαχτάρα, για να ξεδώσουν από το διάβασμα και το πήξιμο των προηγούμενων ημερών.

Το καλοκαίρι του 1999 ήταν η πρώτη μου φορά. Δεν υπήρχαν κινητά, τουλάχιστον δεν είχαν όλοι, τότε. Ακόμη καλύτερα! Δεν ήσουν σίγουρος ποιος θα είναι και ποιος όχι. Θα τους βρούμε εκεί, αν έρθουν. Ή θα τους ψάξουμε, ανάμεσα στις σκηνές. Ή θα βρούμε κοινούς γνωστούς και θα ρωτήσουμε. Άλλωστε όλο το Ποσείδι ήταν μια παρέα.

Για το στήσιμο των σκηνών δυστυχώς δεν ήμασταν προνοητικοί και τα σημεία που βρίσκαμε δεν ήταν και τα πιο σκιερά. Υπήρχαν όμως και χειρότεροι από εμάς, που έρχονταν αργότερα και έστηναν ο ένας πάνω στον άλλον!

Πάντα βέβαια υπήρχε η ελπίδα ότι μπορεί να κοιμηθείς και σε άλλη σκηνή…

Κακά τα ψέματα, όλοι είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι θα παίξει κάτι ερωτικό τις μέρες εκείνες. Ότι θα ερωτευθείς κεραυνοβόλα ή έστω ότι θα παίξει ένα δυνατό φλερτ. Όλοι φαντάζονταν τα ερωτικά σκιρτήματα κάτω από τα αστέρια και το φεγγάρι, η λάμψη τους περνούσε μέσα από το ύφασμα των σκηνών και φώτιζε όσο χρειαζόταν τα νεανικά σώματα.

Οι κιθάρες και οι παρέες ήταν ένα σημαντικό κομμάτι. Τα απογεύματα, με καφέ και τσιγάρο που λέει και ο Μίλτος και το κομμάτι το πρωτοάκουσα εκεί, μια ζεστή μέρα του Ιουνίου. Το ωραίο ήταν ότι αυτό μπορεί να πήγαινε ως το βράδυ ως τα ξημερώματα. Ποτέ δεν προγραμμάτιζες. Κάποιοι πήγαιναν στο μπαράκι στην παραλία, άλλοι έμεναν, άλλοι πήγαιναν και γυρνούσαν. Παρέες δημιουργούνταν από το πουθενά. 

Οι πιο ζωηροί και πονηροί έστηναν σκηνές εκεί που έβλεπαν τις πιο… ωραίες. Σου λέει, θα τη βρούμε την ευκαιρία να «χωθούμε», δεν μπορεί. Τα σχόλια για τις διπλανές και τους διπλανούς έδιναν και έπαιρναν. Τις έβλεπες στις δημόσιες τουαλέτες να ξυρίζονται, να καλλωπίζονται… Πλάκα είχε. Κλεφτές ματιές, χαμόγελα.

Πολλές φορές κοβόταν το νερό, γύρω στις 8 με 9, εκεί που επιστρέφαμε από την παραλία και ετοιμαζόμασταν για το βράδυ. Κάναμε επιτόπιο ντουζ με μπουκαλάκια νερό, μία ωραία ταλαιπωρία.

Τα πρώτα χρόνια στο Ποσείδι ήταν τα πιο αγνά και όμορφα, αξέχαστη ήταν όμως η τελευταία φορά που πήγα, ως μεταπτυχιακός πια φοιτητής το 2004. Το καλοκαίρι που πήραμε το Euro.

Έφτασα την επόμενη μέρα που πήραμε το Κύπελλο. Ζούσαμε σε μια τρέλα. Με φανέλες της εθνικής. Στο μπαράκι έβαζε συνέχεια το «σήκωσε το το γ@μημένο». Όλοι ήταν μια παρέα, μια μεγάλη αγκαλιά. Βραχνιασμένοι άπαντες, δεν έβγαινε φωνή. Δεν καταλάβαινες τι σου έλεγε ο διπλανός, το φανταζόσουν. 

Η χειρότερη ήταν πάντα η στιγμή της επιστροφής. Να μαζέψω τη σκηνή, να πάω στη στάση να περιμένω το λεωφορείο ή να γυρίσω με το αμάξι. 

Στο ΚΤΕΛ βέβαια είχε ταλαιπωρία, αλλά είχε τη δική του γοητεία. Σκεφτόσουν κοιτώντας από το παράθυρο όσα έζησες το τρελό πενθήμερο, έλεγες «άντε και του χρόνου ακόμη καλύτερα», «στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε», αλλά ήξερες ότι τίποτα δε θα είναι ίδιο μετά από αυτό που έζησες. Η αξία της στιγμής ούτε περιγράφεται, ούτε επαναλαμβάνεται». 

«Φραπές στο χέρι, μηδενικός ύπνος και ιντελεκτουάλ παιχνίδια»

Ορέστης, 36 ετών

«Από τα μεγάλα πλεονεκτήματα του κάμπινγκ ήταν το φτηνό φαγητό της λέσχης. Μεγάλη ποικιλία όμως δεν μπορείς να πεις ότι υπήρχε. Το κλασικό μπιφτέκι της εστίας του ΑΠΘ, ο “γκοτζίλα” όπως το αποκαλούσαν οι φοιτητές, ήταν αστικός μύθος που το καλοκαίρι μετανάστευε και στο Ποσείδι.

Για εμάς που καταφέρναμε να κοιμηθούμε, παρόλο που κάτω απ’ το σλίπινγκ μπανγκ ήταν μια κοτρώνα και αντί για μαξιλάρι είχαμε διπλωμένες πετσέτες, ο ύπνος δεν διαρκούσε πολύ. Έως τις 4 πλέιλιστ σε ηχεία με Βασίλη Καρρά και καπάκι Μάικλ Τζάκσον. Γύρω στις 5-6, μια τσουγκράνα δύο εκατοστά από το αυτί, που μάζευε φύλλα και γόπες. Και το τελειωτικό χτύπημα, κάθε πρωί με το που ανέτειλε ο ήλιος, ηχείο από τη σκηνή των δίπλα στη διαπασών να παίζει “ΑΗΗΗΗΗΗ Zabenhaaaaaa bagithi Baba”. Ένα morning ritual που δεν εκτιμούσαν και πολλοί.

Τι να κάνεις στο Ποσείδι να περάσει η ώρα; Ε λοιπόν λύσεις υπήρχαν! Κατ’ αρχάς δεν περνιόταν μεσημέρι χωρίς φραπέ χτυπημένο στο χέρι από το καλό παιδί της παρέας. Αφού λίγο άνοιγε το μάτι, μπανάκι μπροστά από μπιτς μπαρ. Δεν υπήρχε απόγευμα χωρίς πτυσσόμενα τοτέμ (ή, ενίοτε, πτυσσόμενες κάρτες) από jungle speed — beer pong με τον τυχερό άτυχο της παρέας να κάνει κούπες απ’ τις 3 το μεσημέρι — ρακέτες. Τα βράδια τα παιχνίδια γίνονταν και πιο ιντελεκτουάλ, κοινή λογική, ψυχολόγος, Παλέρμο, με ατάκες που επιβιώνουν στην παρέα πάνω από δεκαετία.

Την τρίτη και τελευταία φορά, γύρω στο 2015, είχαμε πάει Ποσείδι στην high season. Αφού γυρίσαμε όλο το κάμπινγκ δύο φορές, δεν υπήρχε τετραγωνικό ελεύθερο να βάλουμε τις σκηνές μας. Κάνοντας μια τελευταία γύρω – ω του θαύματος – ένα τρελό σποτ σε ένα ελαφρώς “κοίλο” σημείο, κοινώς λάκκα, ΚΑΙ με σκιά ΚΑΙ δίπλα στις τουαλέτες (όχι όμως υπερβολικά δίπλα). Το τέλειο σημείο, μα καλά, γιατί κανείς δεν έστησε εκεί;

Να παίξουμε κανά τζοκεράκι μετά. Την δεύτερη ή την τρίτη μέρα υπάρχει φήμη για βροχές (και μιλάμε για εποχές προ 112). Τελικά το βράδυ, ενώ αράζουμε στους πάγκους της λέσχης, ξεκινάει να βρέχει. Και βρέχει κι άλλο. Και βρέχει κι άλλο. Λέμε κάποια στιγμή δεν πάμε να τσεκάρουμε τα πράγματά μας; Ε λοιπόν μουσκίδι από πενήντα μέτρα περπάτημα, βλέπουμε τη λάκκα μας να έχει γίνει λίμνη. Και απ’ τα πιο σουρεάλ σκηνικά που έχω δει, την σκηνή μας να επιπλέει, ως φουσκωτή βάρκα. Σώσιμο πραγμάτων, μουλιασμένη διανυκτέρευση σε αμάξι, αυτή ήταν και η τελευταία έβερ νύχτα στο Ποσείδι».

«Έτσι ήταν το Ποσειδάκι, ταλαιπωρία και χαρά»

Εύη, 32 ετών 

«Έχω τόσα να θυμάμαι από τις διακοπές μου στο Ποσείδι και κάθε φορά νιώθω τόσο νοσταλγικά. Έχει κάτι μαγικό σαν μέρος γιατί πλέον ξέρω πως δεν μπορώ να ξαναπάω, τουλάχιστον όχι όπως πήγαινα τότε, το 2011-2013, τα καλοκαίρια των πρώτων μου φοιτητικών χρόνων. Ήταν το μέρος που έπρεπε, ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε.

Την πρώτη φορά, δεν είχα ξαναπάει ποτέ για κάμπινγκ έως τότε, άρα όταν έφτασα στο Ποσείδι με θυμάμαι να πηγαίνω στην τουαλέτα, να κάθομαι εκεί λίγη ώρα και να σκέφτομαι αν θα μείνω, παραμερίζοντας την αρρωστοφοβία μου, ή αν θα φύγω με το επόμενο λεωφορείο. 

Και έμεινα. Κι αυτές ήταν έκτοτε οι μέρες μου κάθε φορά που πήγαινα στο Ποσείδι ήταν μέρες ξεγνοιασιάς, ο πιο νέος και ατρόμητος εαυτός μου.

Μία από τις φορές που πήγα είχαμε στήσει τις σκηνές μας δίπλα στις τουαλέτες και σκέφτηκα πως θα ήταν βολικό να είμαστε κοντά, την επόμενη μέρα όμως κόπηκε το νερό για κάποιες ώρες και η μυρωδιά ήταν απελπιστική. Δεν θυμάμαι όμως να με απασχολεί ιδιαίτερα, απλά το αναφέραμε ο ένας στον άλλον, καθυστερώντας τα ντουζ μας. 

Η αίσθηση του χρόνου κάπως χανόταν γενικά, το βράδυ το κάμπινγκ ξυπνούσε. Ήταν κοινή παραδοχή πως κανείς δεν ενοχλείται ποτέ από κανέναν, οι ώρες που υπήρχε ησυχία ήταν κυρίως μετά τις 8 το πρωί. 

Θυμάμαι επίσης να κάνω μπάνιο στη θάλασσα την ώρα που ξημέρωνε, μπροστά στο beach bar, κάπως μεθυσμένη και να απολαμβάνω την ανατολή, γελώντας με τους φίλους μου.

Θυμάμαι και μία δύση που είχαμε περπατήσει στη μύτη του Ποσειδιού να κάνουμε μπάνιο, χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα και κοιτώντας μέσα από τη θάλασσα, σκεφτόμουν ότι δεν έχω δει ξανά αντίστοιχη εικόνα.

Μία πολύ ιδιαίτερη εμπειρία μου ήταν ένα απόγευμα που θέλαμε όλοι να φάμε από την – γνωστή σε όλους – καντίνα, λίγο έξω από το κάμπινγκ. Ήταν κάπως το highlight των ημερών μας σε γαστρονομικό πλαίσιο γιατί κάθε μέρα τρώγαμε πανίνι με κοτομπουκιές. Καθώς στεκόμασταν με κάποιους στην ουρά της καντίνας, περιμένοντας μαζί με πολλές ακόμη παρέες δίπλα μας, κοίταξα προς τον ουρανό και είδα ένα περίεργο μαύρο σύννεφο να κινείται γρήγορα προς το μέρος μας. 

Μέχρι να προσπαθήσω να κατανοήσω τι βλέπω, ένα τεράστιο σμήνος κουνουπιών είχε έρθει πάνω σε όλους και θυμάμαι να επικρατεί ένας μικρός πανικός, ο κόσμος να χτυπιέται γύρω μου κι εγώ να νιώθω να τσούζω παντού. Με τσίμπησαν σε όλο μου το σώμα και στο πρόσωπο! Οι φίλοι μου με ψέκαζαν με αντικουνουπικά, ενώ έτρεχαν δάκρυα από τον πόνο και ταυτόχρονα γελούσα με την κατάσταση. Αργότερα, καθισμένες στα καρεκλάκια μας, μετρήσαμε γύρω στα 132 τσιμπήματα κουνουπιών. Αυτή η ιστορία είναι σίγουρα η πιο επίπονη αλλά μέχρι σήμερα τη διηγούμαι με το μεγαλύτερο χαμόγελο! 

Γιατί έτσι ήταν το Ποσειδάκι, ταλαιπωρία και χαρά!»

«Βροχή, κρύο και… ασταμάτητο πάρτι στις σκηνές»

Κέλλυ, 25 ετών 

«Αν και έχω πάει αρκετές φορές κάμπινγκ, το Ποσείδι είναι μια εμπειρία που διαφέρει και πρέπει να τη ζήσεις. 

Το 2019 ήταν η πρώτη φορά που το επισκέφθηκα. Ο κόσμος τότε ήταν πολύς, δεν έβρισκες πού να στήσεις τη σκηνή, η ενέργεια ήταν δυνατή, τα πάρτι και τα ξενύχτια καθημερινή υπόθεση στις σκηνές και στο beach bar. Θυμάμαι βραδιές με μουσικές μέχρι το ξημέρωμα, να ξυπνάω από το “μη με ξυπνάς από τις 6” στα ηχεία, συζητήσεις με αγνώστους, ώρες ατελείωτες στην παραλία. Οι μερίδες στη λέσχη και τα σουβλάκια που έψηναν οι φοιτητικές ομάδες ήταν το highlight του φαγητού εκεί. Μια εμπειρία γεμάτη με την ξεγνοιασιά τις φοιτητικής ζωής, με ρυθμό και ένταση. 

Μια στιγμή που μου έχει μείνει έντονα ήταν όταν το πρώτο μου βράδυ εκεί, ξαφνικά να αρχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς. Ήμασταν τρία άτομα σε μια μικρή σκηνή και προσπαθούσαμε να την προστατέψουμε με πετσέτες για να μην μπει νερό μέσα. Ήταν στενάχωρο, αλλά και κάπως αστείο. Μόλις η βροχή σταμάτησε, βγήκαμε όλοι βρεγμένοι, τρέμαμε από το κρύο και απτόητοι… πήγαμε σε ένα πάρτι που είχε ήδη ξεκινήσει στην παραδίπλα σκηνή. Η περιπέτεια με τη βροχή έγινε μια από τις καλύτερες αναμνήσεις του κάμπινγκ, γιατί όλοι είχαν την ανάγκη να μην πάει αυτό το βράδυ “χαμένο”. 

Όταν ξαναγύρισα στο κάμπινγκ μετά από μερικά χρόνια και φυσικά μετά την πανδημία, το 2023, η διάθεση των ανθρώπων γύρω μου έμοιαζε τελείως διαφορετική. Ο κόσμος ήταν λιγότερος και το κλίμα πιο χαλαρό, κάτι που προσωπικά απόλαυσα και ίσως ταίριαζε και καλύτερα, με τον τελευταίο μου φοιτητικό χρόνο. Υπήρχε περισσότερος χώρος να στήσεις την σκηνή, να αράξεις και να ηρεμήσεις. Οι ρυθμοί ήταν πιο χαλαροί και γαλήνιοι. Τα πάρτι ακόμα υπήρχαν, όμως δεν ήταν το ίδιο ξέφρενα. Τα βράδια πλέον τα περνούσαμε σε μικρότερες παρέες στην παραλία ή στο κάμπινγκ, παίζοντας tichu, άλλα επιτραπέζια παιχνίδια και φυσικά πίνοντας ατελείωτες μπύρες – ένα τελετουργικό που όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν πρόκειται να αλλάξει. 

Φυσικά, δεν έλειψαν και τα κλασικά προβλήματα του κάμπινγκ: η ανυπόφορη ζέστη το μεσημέρι, τα κουνούπια που δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς το βράδυ, η αναμονή για ντουζ και καφέ, ο θόρυβος από τις γύρω σκηνές όταν θες να κοιμηθείς.

Όμως, όλα αυτά μοιάζουν ασήμαντα. Η εμπειρία του κάμπινγκ στο Ποσείδι είναι ασύγκριτη με οποιαδήποτε άλλη!». 

«Σαν μια ταινία που δεν θες να φτάσει στο τέλος της»

Εμιλία, 21 ετών 

«Στο Ποσείδι πήγα πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2022. Ήταν το καλοκαίρι μετά το πρώτο μου φοιτητικό έτος και καθώς ήμουν ενθουσιασμένη και δεν είχα χορτάσει την όλη φοιτητοκατάσταση, αποφάσισα να την συνεχίσω και το καλοκαίρι. 

Ήταν μια αρκετά τυχαία απόφαση να πάμε στο κάμπινγκ, όπως επίσης ήταν και η παρέα μου – δυο κορίτσια που γνώρισα ένα μήνα πριν. Ως άτομο που δεν είχε πάει ποτέ κατασκήνωση, μπορώ να πω ότι ακριβώς έτσι την φανταζόμουν. Είναι μια εμπειρία που θυμάμαι με μεγάλη χαρά, αλλά και νοσταλγία. 

Όταν βρίσκεσαι εκεί, συνειδητοποιείς ότι είναι καλοκαίρι, είσαι ξέγνοιαστη και τα μόνα πράγματα που σε απασχολούν είναι: τι ώρα θα πας για μπάνιο, που θα βρεις παγωμένες μπίρες και ποιος θα συμπληρώσει την τετράδα για το titchu. Είναι μια μοναδική ευκαιρία για να κοινωνικοποιηθείς, να γνωρίσεις κόσμο και να ανοίξεις συζήτηση με οποιονδήποτε και με την παραμικρή αφορμή. Ήμασταν όλοι φοιτητές, στην αρχή της ενήλικης ζωής μας, από διαφορετικές σχολές, με διαφορετικές απόψεις αλλά όλ@ με κοινό σκοπό το να χαρούμε και να απολαύσουμε το καλοκαίρι με καλή παρέα! 

Παρόλο που εστίασα περισσότερο στα όμορφα πράγματα που είχε να προσφέρει το κάμπινγκ, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και αρνητικά. Κανένα όμως δεν μας εμπόδισε από το να περάσουμε υπέροχα. Τόσο τα μεσημέρια μας όσο και τα βράδια… Αχ αυτά τα βράδια κάτω από τα πεύκα. Μουσική, φοιτητές, ξεγνοιασιά, γέλια και πολλές παγωμένες μπίρες! 

Πέρα από φοιτητές, στην άκρη του κάμπινγκ, υπήρχαν και τροχόσπιτα, με καθηγητές και τα παιδιά τους, πράγμα που δημιουργούσε την αίσθηση μιας μικρής ονειρικής κοινωνίας. Το θερινό σινεμά στο οποίο τρέχαν μικροί και μεγάλοι να προλάβουν μια θέση στην αμμουδιά, με έκανε να αγαπήσω ακόμη περισσότερο αυτό το μέρος. 

Ένιωθα μονίμως, ότι βρισκόμουν κι εγώ σε μια ταινία που δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να φτάσει στο τέλος της…

Ένα από αυτά τα δροσερά βραδιά, μας έκαναν εντύπωση τραγούδια που ακούγαμε δίπλα από τη σκηνή μας και έμοιαζαν να είναι από τον ίδιο καλλιτέχνη. Μιας και το κλίμα ήταν φιλικό, αποφασίσαμε να ρωτήσουμε τα παιδιά με τα μεγάλα ηχεία, ποιος ήταν ο μυστηριώδης καλλιτέχνης. Μας πλησίασε ένα αγόρι, πρόσχαρο και έτοιμο να μας κεράσει, φυσικά, τι άλλο; Μπίρες! Συστηνόμαστε, λέμε τα τυπικά και χωρίς να χασομερήσουμε πολύ, τον ρωτάμε ποια είναι η φωνή πίσω από τα τραγούδια. Γέλασε, ήπιε μια γουλιά μπίρα και γύρισε να κοιτάξει τους φίλους του. Μας λέει το όνομα και συνειδητοποιούμε ότι είναι τα τραγούδια είναι δικά του. Δεν κρυβόταν το γεγονός ότι άρεσε πολύ στην φίλη μου και η φίλη μου σε αυτόν. Κάπως έτσι, καταλήξαμε να συζητάμε όλο το βράδυ και οι δύο τους να βγαίνουνε για αρκετό καιρό!

Καθώς, πλέον είναι το καλοκαίρι μετά το τέταρτο φοιτητικό έτος, περιμένω με ανυπομονησία να γυρίσω εκεί και πίσω στο χρόνο και να νιώσω ξανά πρωτοετής!».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα