Πάρτυ Γενεθλίων

Το “Girl from the North Country / Το κορίτσι απ’ το Βορρά” του Μπομπ Ντύλαν κι ένα κόμικ με τους Ντάλτον στα χιόνια φέρνουν μαζί τον άντρα που γιορτάζει τα πεντηκοστά έκτα γενέθλιά του με τον 19χρονο νεαρό που ήταν κάποτε. Ο χρόνος που τρέχει ελεύθερα προς κάθε κατεύθυνση, για χάρη του έρωτα. Όχι όμως χωρίς κόστος.

Βασίλης Λουλές
πάρτυ-γενεθλίων-141010
Βασίλης Λουλές

του σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ (Με αφορμή την ημέρα των γενεθλίων μου, 5 Νοεμβρίου)

Θα μπορούσα να γράψω τόσα για το τραγούδι “Girl from the North Country / Το κορίτσι απ’ το Βορρά” όσα για κανένα άλλο. Ίσως το κάνω κάποτε. Το 1962 που κυκλοφόρησε, ο Μπομπ Ντύλαν ήταν μόλις 22 χρονών.

Βροχερές νύχτες του χειμώνα, Αθήνα του 1979. Μόλις 19 χρονών κι εγώ, με τη σκέψη σε μια κοπέλα κάπου στο Βορρά, κάπου ψηλά που ρίχνει χιόνι, κάπου «…εκεί που ο άνεμος λυσσομανά στα σύνορα». Κρύο φοιτητικό δωμάτιο με ελάχιστα προσωπικά είδη. Δυό αφίσες. Στοίβες βιβλία. Κι ένα κασεττόφωνο να παίζει συνέχεια Doors, Rolling Stones, Moody Blues, Μάνο Χατζηδάκι. Κυρίως Ντύλαν.

If you’re traveling to the North country fair where the winds hit heavy on the borderline remember me to one who lives there for she once was a true love of mine

Αν ταξιδέψεις ψηλά στον όμορφο Βορρά εκεί που ο άνεμος λυσσομανά στα σύνορα μίλα για μένα σε κάποια που ζει εκεί μακρυά ήταν κάποτε στ’ αλήθεια η αγαπημένη μου

COMIC-DALTON

Οι αδελφοί Ντάλτον σε ένα τεύχος του Λούκυ Λουκ (“Οι Ντάλτον στα χιόνια”) μπαίνουν σε μια χιονισμένη πόλη του Βορρά, κι εγώ προσπαθούσα ξανά και ξανά να αντιγράψω το σκίτσο — σαν τους ανθρώπους της εποχής των σπηλαίων κι εγώ, πίστευα πως αν τα κατάφερνα θα έκανα δική μου για πάντα εκείνη τη χιονισμένη πόλη, μαζί με τον καπνό απ’ τα τζάκια, μαζί με τους κατοίκους της, μαζί και με κείνη την κοπέλα. Δεν θα παρακαλούσα τους άλλους ταξιδιώτες να τη φροντίσουν αλλά θα την είχα εγώ κοντά μου να προσέχω «…αν έχει ζεστό παλτό να τη σκεπάζει / να τη φυλά από τον άνεμο που ουρλιάζει». Και θα είχα και το σκυλί απ’ το χιονισμένο κόμικ να την προστατεύει.

Please see if she’s wearing a coat so warm to keep her from the howlin’ winds            

 Στο σπάνιο και ταλαιπωρημένο βίντεο-κλιπ (στο τέλος του κειμένου) βλέπω το σκηνικό της τότε ζωής μου. Με τον πολύ νεαρό ακόμα Μπομπ Ντύλαν να τραγουδά μέσα σ’ αυτό, με κιθάρα και φυσαρμόνικα. Σαν σε ταινία γουέστερν — κάπου μακρυά από τον κόσμο. Άντρες χωρίς γυναίκες. Κι όμως είναι τόσο μα τόσο παρούσες: σε μια φωτογραφία (ή αφίσα) στον τοίχο, στον καπνό του τσιγάρου, στις φλόγες της φωτιάς στη σόμπα. Κορίτσια που παίρνουν μορφή σιγά-σιγά μέσα από τα στρογγυλά γράμματα που προσπαθεί να φτιάξει ο άντρας που γράφει. Κορίτσια που στέκουν ολοζώντανα εκεί που εστιάζει το βλέμμα του άλλου άντρα — στο άπειρο ή μέσα του (ίδιο πράγμα είναι). Γυναίκες ανακατεμένες με τα σκοτάδια της νύχτας και του μυαλού — για να τις συναντήσεις πρέπει, όπως ο πρώτος άντρας στην ταινία, να διασχίσεις την απόσταση από τη ζεστασιά του καταφυγίου στην απομόνωση και την ψύχρα της βεράντας. Κι ακόμα παραπέρα, εκεί που συντηρείται ζωντανή η μνήμη του έρωτα — στο κρύο, στην ερημιά, στη σκιά ή στο ημίφως.

GRAFEIO
Φοιτητής στην Αθήνα, 1979

Και να ‘μαι σήμερα, τόσα χρόνια μετά, στα πεντηκοστά έκτα γενέθλιά μου, να γυρνάω πάλι γύρω-γύρω απ’ αυτό το τραγούδι και απ’ αυτές τις εικόνες, σα να ψάχνω να βρω τη μυστική πορτούλα που θα με ξαναβάλει μέσα σε κείνο τον κόσμο — πάλι λοιπόν σαν τους ανθρώπους των σπηλαίων ξαναζωγραφίζω τους Ντάλτον να μπαίνουν στη χιονισμένη πόλη, και ίσως αυτή τη φορά καταφέρω να την κάνω για πάντα δική μου, μαζί και τους καπνούς από τα τζάκια, μαζί και τα γυμνά δέντρα, μαζί και τους κατοίκους της, όλα δικά μου! Και επιτέλους και κείνη την κοπέλα απ’ το Βορρά! Μαζί και τον απορημένο σκύλο, για να τον έχει δίπλα της.

Τι κι αν εκείνη μεγάλωσε, τι κι αν δεν ζει πια εκεί; Τι κι αν ο Ντύλαν δεν είναι πια 22 χρονών, κι ούτε εγώ το 19χρονο παιδί του 1979; Τι κι αν εκείνη, που «…ήταν κάποτε στ’ αλήθεια η αγαπημένη μου», κοιμάται πια μέσα σε άλλες αγαπημένες ή ξεθώριασε κάτω από άλλες χαρές και άλλους στεναγμούς;

Τι κι αν τελικά όλος εκείνος ο κόσμος δεν είναι παρά ένα —και μόνον ένα— καρέ στο κόμικ της 56χρονης ζωής μου;

Please see for me if her hair’s hanging long if it rolls and flows all down her breast Please see for me if her hair’s hanging long That’s the way I remember her best

Αχ, ας εύρισκα εκείνη την πόρτα να περάσω μέσα! Να κάνω κάτι για το 19χρονο παιδί, που είναι πάντα εκεί, καρφωμένο στον δικό του χρόνο. Στεναχωριέται, έχει δάκρυα στα μάτια — το βλέπω καθαρά από την απόσταση των 37 ετών που μας χωρίζει. Αχ, να γινόμουν εγώ αυτός ο ταξιδιώτης που θα γυρίσει πίσω στο χρόνο και θα πάει τα νέα του παιδιού στην αγαπημένη του πάνω στο Βορρά! Να κάνω εγώ αυτό που δεν μπορεί να κάνει ο ίδιος, που δεν ξέρει (ακόμα) να κάνει ο ίδιος. Να της μιλήσω γι’ αυτόν τον ψηλό κι αδύνατο νεαρό που τη σκέφτεται, να την φέρω δίπλα στο τζάκι (σ’ ένα από αυτά που καπνίζουν στο κόμικ), να της βγάλω το ζεστό παλτό, κι ύστερα, σαν σε ταινία σε αργή κίνηση, να της λύσω τα μαλλιά και να τα αφήσω, μακρυά και πλούσια να πέσουν σαν κύματα πάνω στο στήθος της — «…επειδή έτσι τη θυμάμαι καλύτερα», λέει ο μικρός.

Κι ύστερα, μ’ ένα σόλο της φυσαρμόνικας φφφσσσσσστ! να βρεθώ δίπλα του, εκεί στο φοιτητικό διαμέρισμα. Να του ψιθυρίσω στο αυτί ότι την συνάντησα, ότι κι αυτή τον αγαπάει αλλά είναι η άτιμη η απόσταση που ‘χει σκληρύνει την καρδιά της, να του χαμογελάσω, να του χαϊδέψω τα πλούσια μαλλιά, να του σκουπίσω τα μάτια. Αυτός φυσικά δεν με βλέπει ούτε με ακούει. Είναι κολλημένος εκεί στο δικό του παρόν, δεν μπορεί να διανοηθεί κάποιον που ήρθε επίσκεψη από το μέλλον. Και που μάλιστα είναι, λέει, ο ίδιος του ο εαυτός 37 χρόνια μετά. Χα!

Κι όμως, βλέπω τον μικρό να σηκώνει το κεφάλι και να κοιτάει γύρω του σαν κάτι να νοιώθει! Στέκει για λίγο σα να αφουγκράζεται κι ύστερα γυρνάει προς το μέρος μου. Κοιτάει έντονα, με μάτια κόκκινα ακόμα. Ξέρω ότι δεν με βλέπει —δεν είναι δυνατόν να με βλέπει!— αλλά εμένα μου κόβεται η ανάσα. Θυμάμαι, στη ηλικία του, δεν είχα καμιά εικόνα του εαυτού μου στα 56 του χρόνια. Τι να βλέπει σε μένα τώρα ο μικρός; Νοιώθω μεγάλη ταραχή.

Κοιτάει προς τα μένα. Το θυμάμαι αυτό το βλέμμα… Όλο περιέργεια και λαχτάρα. Διαβάζω εκεί μέσα την ανάγκη για αφοσίωση και πίστη σε κάτι όμορφο και υψηλό, αλλά και την εφηβική του (ακόμα) ανασφάλεια. Ζηλεύω αυτό το αμήχανο και ασταθές τραμπάλισμα, το τρεμόπαιγμα ανάμεσα στην αμφιβολία και την τόλμη ή την απερισκεψία! Στα χείλη του σχηματίζεται τώρα εκείνο το ντροπαλό εφηβικό χαμόγελο, που είχα σχεδόν ξεχάσει. Δεν χορταίνω να το κοιτάω. (Η σκηνή είναι χωρίς ήχο. Κι ο Ντύλαν ακόμα σώπασε κι αυτός εδώ και κάμποση ώρα).

PODHLATO-2_sharpen
Διακοπές στη γενέθλια πόλη, Τρίκαλα, 1979

Γυρνάει προς το γραφείο του, μού φαίνεται πιο ήρεμος τώρα. Του χαϊδεύω ξανά το κεφάλι. Θυμώνω, στεναχωριέμαι αλλά και αγαπώ εκείνο το παιδί — σκέφτομαι πως ό,τι έκανε στα χρόνια που ακολούθησαν γεννήθηκε μέσα από τέτοιες άχαρες, δυσκολεμένες και αμήχανες εποχές.

Ώρα να βάλω τέλος στο παράξενο αυτό πάρτυ γενεθλίων. Κάνοντας να φύγω βλέπω τον 19χρονο να στρέφει φευγαλέα προς το μέρος μου και να κάνει μια κίνηση με το χέρι, σα να διώχνει κάτι από μπροστά του, σα να σκιάχτηκε. Ή μπορεί και να ’ναι κάτι σαν φιλικός αποχαιρετισμός στη σκιά που τον επισκέφτηκε.

Κλείνοντας την πόρτα πίσω μου άκουσα και πάλι τον Ντύλαν να μουρμουράει «Im wondering if she remembers me at all / Αναρωτιέμαι αν με θυμάται καθόλου…», ενώ πήρε το αυτί μου και κάτι σαν γαύγισμα! Μάλλον ο σκυλάκος του κόμικ διεκδικούσε μια καινούργια θέση — όχι στο χιονισμένο καρέ αλλά μέσα στο φοιτητικό δωμάτιο πλέον! Ή ήθελε να μου υπενθυμίσει ότι για άλλο ρόλο τον προόριζα — άλλην του είχα πει ότι θα προστατεύει! Ή μπορεί να με αποχαιρετούσε κι εκείνος. Ή.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ 25 χρόνια μετά το 1979 ή 12 χρόνια πριν από το τρέχον έτος 2016 γεννήθηκε ο γιος μου Πέτρος. Από μαμά ζωγράφο κι από έναν μπαμπά που έφερνε και προς τον νεαρό του 1979 και προς τον σημερινό μου εαυτό. Ο Πέτρος ζωγραφίζει πολύ όμορφα κόμικς, με κοροϊδεύει που μου αρέσει ο Μπομπ Ντύλαν και μου λέει ότι αυτά που έκανα στα παλιά μου τετράδια ήταν τελείως ορνιθοσκαλίσματα! Δεν είναι λοιπόν παράξενο που δεν κατάφερα ποτέ να ζωγραφίσω σωστά τους Ντάλτον να μπαίνουν στη χιονισμένη πόλη…

Οι στίχοι του τραγουδιού

Girl from the North Country / Το κορίτσι απ’ το Βορρά

If you’re traveling in the North country fair Where the winds hit heavy on the borderline Remember me to one who lives there For she once was a true love of mine

If you go when the snowflakes storm When the rivers freeze and summer ends Please see if she’s wearing a coat so warm To keep her from the howlin’ winds

Please see for me if her hair’s hanging long if it rolls and flows all down her breast Please see for me if her hair’s hanging long That’s the way I remember her best

I’m wondering if she remembers me at all Many times I’ve often prayed In the darkness of my night In the brightness of my day

So if you’re traveling in the North country fair Where the winds hit heavy on the borderline Remember me to one who lives there For she once was a true love of mine

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα