Parallax View

Περί ιδιαιτεροτήτων της θεατρικής Θεσσαλονίκης

Σκέψεις και προβληματισμοί με αφορμή το κείμενο του Σ. Πατσαλίδη «Οι δισεπίλυτες ιδιαιτερότητες της θεατρικής Θεσσαλονίκης».

Λία Κεσοπούλου
περί-ιδιαιτεροτήτων-της-θεατρικής-θε-931353
Λία Κεσοπούλου

Ο Σάββας Πατσαλίδης έγραψε πρόσφατα για τις «δισεπίλυτες ιδιαιτερότητες της θεατρικής Θεσσαλονίκης», ένα εκτενές κείμενο στο οποίο, μετά από αρκετές αναγνώσεις, θα ήθελα να επιστρέψω σχολιάζοντας ορισμένα σημεία του και εκφράζοντας τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου.

Καταρχάς, με προβλημάτισε το γεγονός ότι το ελεύθερο θέατρο της Θεσσαλονίκης αντιμετωπίζεται σαν ένα πράγμα, κάτι ομοιογενές που πρέπει να κινηθεί σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, αυτή του πειραματισμού και της πρωτοπορίας, για να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα, να διαφοροποιηθεί από το Κρατικό Θέατρο και να επιβιώσει. Το ελεύθερο θέατρο της πόλης, όμως, περικλείει πολλές διαφορετικές οντότητες με λίγο ή πολύ ήδη διαμορφωμένες ταυτότητες. Για παράδειγμα, στον χώρο του ελεύθερου θεάτρου ανήκει το Αριστοτέλειον, το οποίο λειτουργεί ως χώρος φιλοξενίας εμπορικών αθηναϊκών παραγωγών. Στον ίδιο χώρο ανήκει το Θέατρο Τ που αποτελεί μία από τις ελάχιστες παραγωγικές θεατρικές κυψέλες της πόλης, το οποίο παράλληλα φιλοξενεί παραστάσεις ομάδων κυρίως από τη Θεσσαλονίκη. Στον ίδιο χώρο ανήκει και το Θέατρο Σοφούλη που, εκτός από επαγγελματικές παραστάσεις, φιλοξενεί και μεγάλο αριθμό ερασιτεχνικών.

Η αναφορά στις ερασιτεχνικές παραστάσεις δεν είναι τυχαία, καθώς αποτελεί μία χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα της θεατρικής Θεσσαλονίκης. Εδώ, επαγγελματικές και ερασιτεχνικές παραστάσεις φιλοξενούνται στους ίδιους χώρους, πολλές φορές έχουν το ίδιο εισιτήριο, μπαίνουν δίπλα-δίπλα σε πολιτιστικές ατζέντες, καθιστώντας τα όρια ανάμεσα στο επαγγελματικό και το ερασιτεχνικό θέατρο επικίνδυνα δυσδιάκριτα. Αυτό για μένα αποτελεί πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα από τις αισθητικές επιλογές των καλλιτεχνών του ελεύθερου θεάτρου, γιατί επί της ουσίας οδηγεί στην απαξίωσή του. Και το γεγονός ότι η έγκριτη θεατρική κριτική στην πόλη σιωπά απέναντι σε αυτή την κατάσταση, προσωπικά με θλίβει.

kristina-flour-bcjdbykwquw-unsplash.jpg
Εικόνα: unsplash.com

Θα συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο στην Αθήνα; Φαντάζεστε το θέατρο Γκλόρια να φιλοξενεί από τη μια τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού» και από την άλλη την παράσταση ενός πολιτιστικού συλλόγου; Και οι δύο παραστάσεις να έχουν το ίδιο εισιτήριο; Και να συμπεριλαμβάνονται στις προτάσεις του Αθηνοράματος ή της LIFO;

Δεύτερον, έχω την αίσθηση ότι το ελεύθερο θέατρο στη Θεσσαλονίκη παρουσιάζεται σαν τον φτωχό συγγενή που περιμένει να χορτάσει με τα ψίχουλα που αφήνουν στο τραπέζι οι πλούσιοι συνδαιτημόνες. Επειδή δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά στον χώρο του ελεύθερου θεάτρου αρκετά χρόνια, θεωρώ πως αυτή η εικόνα τον αδικεί. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα από παραστάσεις τοπικών σχημάτων που κατάφεραν να προσελκύσουν μεγάλο αριθμό θεατών, χωρίς μεγάλα μπάτζετ, χωρίς ονόματα, χωρίς ιδιαίτερη διαφήμιση, χωρίς προσκλήσεις, απλά επειδή ήταν καλές παραστάσεις (αναφέρω ενδεικτικά μερικά παραδείγματα: «Γυάλινος Κόσμος» σε σκηνοθεσία Γλ. Καλαϊτζή, «Γράμμα στον Πατέρα» σε σκηνοθεσία Στ. Βραχνή, «Ερκουλίν Μπαρμπέν: Οι αναμνήσεις ενός ερμαφρόδιτου» σε σκηνοθεσία Δ. Κωνσταντινίδη, «Φαέθων» σε σκηνοθεσία Θ. Νίκα, «Η μητέρα του σκύλου» σε σκηνοθεσία Σωτήρη Ρουμελιώτη). Δεν είμαι ειδική να κρίνω αν οι παραστάσεις ήταν πρωτοποριακές, κοινό, πάντως, προσέλκυσαν και μάλιστα μεγάλο. Όπως μεγάλο κοινό προσελκύουν πάντα και οι εμπορικές αθηναϊκές παραστάσεις που έρχονται στη Θεσσαλονίκη. Άρα, από ό,τι φαίνεται, κοινό υπάρχει. Το γιατί δεν ελκύεται πάντα ή γιατί δεν διευρύνεται/ανανεώνεται ή γιατί κάνει τις επιλογές που κάνει είναι μια άλλη και πολύ μεγαλύτερη συζήτηση που θα πρέπει να γίνει όταν θα υπάρχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα μιας μεγάλης και στοχευμένης έρευνας κοινού, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ.

Τρίτον, τα τελευταία χρόνια, το δυναμικό του ελεύθερου θεάτρου της πόλης έχει εμπλουτιστεί με νέες ομάδες, οι δουλειές των οποίων προσελκύουν νέους και φέρνουν νέο κοινό στους χώρους που τις φιλοξενούν. Αυτό είναι μία πολύ θετική εξέλιξη. Οι δουλειές, όμως, αυτές, χρηματοδοτούνται με ίδια κεφάλαια, ελλείψει κρατικών ή ιδιωτικών πηγών οικονομικής στήριξης. Ποιος βοηθά τους νέους να έχουν μια σταθερή και συνεχή παρουσία στην πόλη, ώστε να μπορέσουν να βρουν τα πατήματά τους, να πειραματιστούν και ενδεχομένως να δημιουργήσουν μία ή και περισσότερες εναλλακτικές σκηνές; Η Πειραματική Σκηνή και οι Νέες Μορφές που αναφέρει στο κείμενό του ο κ. Πατσαλίδης απολάμβαναν και το «προνόμιο» της τακτικής κρατικής χρηματοδότησης, κάτι που δεν ισχύει σήμερα. Όταν δεν υπάρχει σχεδιασμός και στρατηγική για την ανάπτυξη του θεάτρου στην περιφέρεια (και όχι μόνο, φυσικά), όταν κράτος και τοπική αυτοδιοίκηση δεν δίνουν κίνητρα σε μεμονωμένους καλλιτέχνες και συλλογικότητες να μείνουν στον τόπο τους και να δημιουργήσουν και όταν ζούμε σε μια πόλη που δεν διαθέτει οργανισμούς όπως η Στέγη ή ισχυρή ιδιωτική πρωτοβουλία που να επενδύει στη συστηματική θεατρική παραγωγή, είναι δυνατόν να τα βάζουμε με τους καλλιτέχνες που φεύγουν στην Αθήνα προς αναζήτηση ενός καλύτερου επαγγελματικού μέλλοντος; Ειλικρινά, μου φαίνεται αδιανόητο οι ελπίδες για τη θεατρική ανανέωση της Θεσσαλονίκης να εναποτίθενται εξολοκλήρου στη σιδερένια θέληση των καλλιτεχνών και να απαιτούμε από αυτούς να μείνουν εδώ και να παλέψουν μόνοι τους και αβοήθητοι για να αλλάξουν το θεατρικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης.

fahad-bin-kamal-anik-jns7kdxkiyq-unsplash.jpg
Εικόνα: unsplash.com

Τέλος, περί αθηναϊκής εξωστρέφειας και θεσσαλονικιώτικης εσωστρέφειας: Οι αθηναϊκές παραστάσεις, μικρές ή μεγάλες, έρχονται με ευκολία στη Θεσσαλονίκη, όχι λόγω της μεγαλύτερης αυτοπεποίθησης και σιγουριάς των δημιουργών τους αλλά λόγω έλλειψης παραγωγών στην πόλη μας. Η πλειοψηφία των θεάτρων στη Θεσσαλονίκη δεν παράγει, φιλοξενεί παραγωγές άλλων, οπότε υπάρχει ζήτηση. Στην Αθήνα της θεατρικής υπερπροσφοράς, τι χώρος υπάρχει για μερικές ακόμα παραστάσεις από τη Θεσσαλονίκη ή οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ελλάδας;

Είναι ωραίο να γράφονται κείμενα που να δίνουν αφορμές για νέα κείμενα και να προάγουν τον διάλογο και την ανταλλαγή απόψεων. Εύχομαι να υπάρξει και συνέχεια: να ανοίξει μια ουσιαστική και απολύτως αναγκαία συζήτηση για το θέατρο που έχουμε αυτή τη στιγμή στη Θεσσαλονίκη, για τα προβλήματά του αλλά κυρίως τις λύσεις που μπορούν να βρεθούν με τη συμμετοχή και τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων. Ποιος τολμηρός θα κάνει το πρώτο βήμα;

jukan-tateisi-bjht-8nbua0-unsplash.jpg
Εικόνα: unsplash.com

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα