Περί καλών προθέσεων και ατυχών λύσεων
Η θεατρική παράσταση «Πέρσες» μέσα από 15 παρατηρήσεις
Παρατήρηση πρώτη
Μια παράσταση πολυσυζητημένη, προβεβλημένη και κυρίαρχη στις καλλιτεχνικές στήλες για εβδομάδες, εκ των πραγμάτων εξάπτει τη φαντασία, αλλά παράλληλα ανεβάζει και τον πήχη των προσδοκιών του ενδιαφερόμενου θεατή, ο οποίος, πολύ φυσιολογικά, θέλει να διαπιστώσει, ιδίοις όμμασι, ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν τόσο σπουδαία, τόσο ιδιαίτερη, τόσο ευρέως αποδεκτή; Κι έτσι, τρέχει να βρει εισιτήριο. Και φασούλι-φασούλι, γεμίζει το ταμείο της παραγωγής.
Τώρα, το κατά πόσο γεμίζει και το κεφάλι του θεατή , δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε εκ των προτέρων, γιατί κανένας θεατής δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει, πριν δει αυτό που θέλει. Άλλωστε, αυτό τον στόχο έχει η σύγχρονη διαφήμιση: δεν σου μαθαίνει να παρακολουθείς το θέαμα αλλά να το αγοράζεις, και μέσα από την αγορά να μάθεις τι θες.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα λοιπόν εμφανίστηκαν στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης (στη δεύτερη δηλαδή μεγαλύτερη πιάτσα στην χώρα μετά την Επίδαυρο), περίπου 3000 άτομα για να δουν τους Πέρσες (σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά) και να «μάθουν» αν τους αρέσει.
Παρατήρηση δεύτερη
Ιστορικά οι Πέρσες είναι το πρώτο δραματικό έργο στην παγκόσμια θεατρική βιβλιογραφία, όπου τον αφηγηματικό Λόγο τον διακονούν οι «άλλοι», οι ηττημένοι, οι εκτός, οι άνευ φωνής. Άλλως πως, οι απόντες «γράφουν» εδώ την ιστορία τους. Σπουδαίο επίτευγμα μιας συγγραφικής ιδιοφυίας πριν από 25 αιώνες. Μάθημα για τους ανά τον κόσμο «επαγγελματίες αμφισβητίες» της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Παρατήρηση τρίτη
Για «διασκευή», μιλά ο σκηνοθέτης σε αυτή την τέταρτη, εάν δεν απατώμαι, επιδαύρεια δοκιμασία του με τους κλασικούς. Είναι ειλικρινής. Κι εδώ που τα λέμε, δεν συντρέχει κανένας λόγος απόκρυψης του προφανούς που λέει ότι ένα αρχαίο κείμενο για να συνεχίσει να ζει, να αναπνέει, να συγκινεί πρέπει μονίμως να διασκευάζεται, ήτοι να επανα-εδαφικοποιείται και να επανα-ιστορικοποιείται, διαφορετικά είναι κατευθείαν για ενταφιασμό ως λείψανο.
Ακόμη και μια απλή μετάφραση του αρχαίου κειμένου είναι διασκευή, καθώς φέρνει το κείμενο πιο κοντά στη γλωσσική πραγματικότητα της ιστορικής κοινότητας στην οποία απευθύνεται. Φανταστείτε έναν Αριστοφάνη χωρίς διασκευή. Πολύ αμφιβάλλω εάν θα τον αντέχαμε σε παράσταση παραπάνω από 15 λεπτά.
Έννοιες όπως «πιστότητα», «αυθεντικότητα» κ.λπ , που στήριξαν στις αρχές του 20ού αιώνα καλλιτέχνες της ρωσικής και ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, επηρεασμένοι από τις «αλήθειες» της ακμάζουσας τότε αρχαιολογίας και γεωλογίας, και που αφελώς υποστηρίζουν ορισμένοι κύκλοι σήμερα, είναι ανόητος αναχρονισμός. Παντού και πάντοτε ισχύει η διασκευή, η οποία διαμορφώνει τα όρια της προσαρμοστικότητας και κατ’ επέκταση της επιβίωσης (ή όχι) του έργου.
Παρατήρηση τέταρτη
Ο σκηνοθέτης των Περσών, λοιπόν, σχολιάζοντας τη διασκευή του θα πει ότι: […] πρόθεσή μου είναι να ξανάρθουμε σε επαφή με την ουσία όσων έλεγε ο Αισχύλος, παρά να τον παραποιήσω», Απόλυτα σεβαστή η άποψή του, όμως δεν παύει να είναι στη σφαίρα της πρόθεσης, δηλαδή της φαντασίας, άρα δεν μετράει. Σε μια κριτική αποτίμηση μετράει μόνο το αποτέλεσμα, κατά πόσο δηλαδή η πρόθεση έγινε πράξη μέσα στο χρονικό πλαίσιο που θέτει ο σκηνοθέτης προκειμένου να μας πείσει ως προς τις επιλογές του.
Παρατήρηση πέμπτη
Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο σκηνοθέτης διαμορφώνει τους όρους της υποδοχής και ερμηνείας της προσπάθειάς του και των προθέσεών του. Πολύ απλά: νομοθετεί. Και νομοθετεί έχοντας ως βασική πυξίδα των επιλογών του τον υποδοχέα του θεάματος, το κοινό. Ποιος είναι αυτός εκεί κάτω στον οποίο απευθύνομαι; Τι γνωρίζει άραγε; Πόσες πληροφορίες μπορώ να του αποκρύψω, χωρίς όμως να τον χάσω κ.λπ.; Με άλλα λόγια, σκηνοθετεί σε αγαστή συνεργασία με τον σιωπηρό/αόρατο θεατή που κουβαλά στο μυαλό του στις πρόβες. Πολύ απλά, δεν απευθύνεται στο κενό. Σκηνοθετεί νοερά μαζί με το κοινό ή με μέρος του κοινού. Και επιστρέφω στους Πέρσες και εξηγούμαι.
Παρατήρηση έκτη
Πόσοι αλήθεια πήγαν να δουν την παράσταση έχοντας κατά νου πλήρη εικόνα της ιστορίας, των πρωταγωνιστών, των ανταγωνιστών, των θεμάτων; Ή πόσοι αφιέρωσαν χρόνο να ξαναδιαβάσουν το έργο στο σπίτι τους πριν πάνε στην παράσταση, ώστε να το υποδεχτούν με μεγαλύτερη ευχέρεια και γνώση; Πιστεύω πως ελάχιστοι. ‘Όπως και ελάχιστοι θυμούνται λεπτομέρειες, εικόνες, διαλόγους, περιγραφές. Μόνο γενικότητες και αδρά περιγράμματα (από τη λυκειακή τους ίσως ταλαιπωρία). Άρα:
Όλα τούτα σημαίνουν πως κανένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να σκηνοθετεί βασιζόμενος στο σκεπτικό που λέει ότι το κοινό γνωρίζει. Από τη στιγμή που αυτό το κοινό αριθμεί χιλιάδες και είναι ως προς τη σύστασή του ετερόκλητο, η σωστή σκέψη εκκίνησης είναι: δεν γνωρίζει τίποτα. Από κει και πέρα ο σκηνοθέτης οφείλει να κτίσει ο ίδιος τις επιθυμητές γέφυρες επικοινωνίας, να βρει τρόπους να υλοποιηθούν εντός του επιτρεπτού χρόνου οι υποσχέσεις και οι προθέσεις του.
Δεν ήταν βλάκες οι αρχαίοι ούτε οι Ρωμαίοι ή οι Ελισαβετιανοί που χρησιμοποιούσαν τους προλόγους για να ενημερώσουν το κοινό ως προς την ιστορία και παράλληλα να το φέρουν πιο κοντά στα δρώμενα, φοβούμενοι μην το χάσουν. Μάλιστα, οι Ελισαβετιανοί φοβόντουσαν και τις έντονες αντιδράσεις του, γι’ αυτό μεριμνούσαν ώστε να το καθησυχάζουν είτε με προλόγους είτε με κωμικά ιντερμέδια σε φορτισμένες τραγικές στιγμές (πολύ σύνηθες στον Σαίξπηρ αυτό)
Θα μου πείτε γιατί υπογραμμίζω αυτή την επικοινωνιακή παράμετρο στους Πέρσες; Γιατί η σκηνοθεσία του Καραντζά, ενός καλλιτέχνη αποδεδειγμένα ευφυή και ικανού, μου έδωσε την εντύπωση πως κινήθηκε ερήμην του κοινού. Όσοι δεν γνώριζαν καλά το κείμενο του Αισχύλου (παίρνω το ρίσκο να υπολογίσω αυθαίρετα, το 95%) δεν υπήρχε περίπτωση να παρακολουθήσουν, να καταλάβουν και να εκτιμήσουν τα σκηνικά μεγέθη που μας παρέδωσε η κατά τα άλλα ειλικρινής στις προθέσεις σκηνοθεσία. Την όλη παράσταση την κάλυπτε επικοινωνιακή ομίχλη και σύγχυση στόχων.
Θα σταθώ σε ένα μόνο δείγμα, στη διαχείριση του Λόγου, που, κατά τη γνώμη μου, είναι το απόλυτο κλειδί σε κάθε προσέγγιση του εν λόγω έργου, αλλά και το πλέον (καθοριστικά) αδύναμο σημείο στη σκηνοθεσία του Καραντζά. Εξηγούμαι παρακάτω.
Παρατήρηση έβδομη
Οι Πέρσες είναι το πλέον στατικό έργο της αρχαίας θεατρικής γραμματείας. Προσοχή όμως! Στατικό στην επιφάνεια της πλοκής, υπό την έννοια ότι σε καμιά στιγμή δεν περιμένεις να συμβεί κάτι απροσδόκητο. Σε καμιά στιγμή δεν σε ξαφνιάζει, δεν σε κάνει να διερωτηθείς «τι θα γίνει μετά;» ή «ποιος το έκανε;», ερωτήσεις που διαρκώς απασχολούν το μυαλό παρακολουθώντας τον Οιδίποδα, φέρ’ ειπείν, τη Μήδεια, την Αντιγόνη, τον Άμλετ, τον Ληρ ή ταινίες του Χίτσκοκ ή διαβάζοντας Αγκάθα Κρίστι. Δεν είναι έργο μυστηρίου ή περιπέτειας. Είναι κάτι άλλο, εντελώς ιδιαίτερο. Είναι το δράμα των ίδιων των λέξεων που αφηγούνται το ανείπωτο, περιγράφουν το απερίγραπτο.
Στο σώμα των λέξεων επιτελείται το εθνικό (περσικό) τραύμα. Το σώμα τους είναι η απόλυτη πυξίδα της δικής μας διαδρομής προς το νόημα. Θα τολμούσα να πω, καθαρά σε επίπεδο πειράματος, πως τα σώματα των περισσοτέρων ηθοποιών θα μπορούσαν και να απουσιάζουν παντελώς από τη σκηνή και να υπάρχουν μόνο ως μαγνητοφωνημένες φωνές ή ως σκιές (της ιστορίας;) ή αλγόριθμοι (της τεχνολογίας ), και τούτο, πολύ απλά γιατί την επιτελεστική τους εκπροσώπηση την αναλαμβάνουν τα σώματα των λέξεων, που κυριολεκτικά σπάνε κόκκαλα.
Τη λέξη την έχουμε συνηθίσει στον ρόλο του δουλικού κουβαλητή κάποιου νοήματος. Δεν προσέχουμε την ίδια αλλά το τι σημαίνει. Κι όμως, έχει και αυτή σώμα με χυμούς, μουσικότητα, δυναμική, ομορφιά, τρέλα, γοητεία, αρκεί να τη χειριστεί κάποιος σωστά και να εξορύξει όλα αυτά από τα σωθικά της. Οπότε: Ναι, η λέξη παράγει παρουσία.
Ναι, οι λέξεις των Περσών-losers, παιδεύουν, παγιδεύουν, τραυματίζουν και τραυματίζονται, παραμυθιάζουν και παραμυθιάζονται, γοητεύουν, παραπλανούν, αποπλανούν, εξουσιάζουν και εξουσιάζονται. Το περσικό τραύμα είναι ο ίδιος ο τραγικός «θρίαμβός» τους, που απλώνεται σαν περσικό χαλί και αφηγείται την καταστροφή.
Τι άλλο μένει μετά από ένα πόλεμο, ερωτούν; Η σημαίνουσα σιωπή της απώλειας. Και σκέφτομαι: σε ένα δράμα σαν κι αυτό πώς γράφει κανείς τη λέξη «σιωπή»; Γράφεται; Πώς είναι δυνατόν; Πώς μιλάς τη σιωπή χωρίς να την ακυρώνεις ή να την ακούς; Ακούγεται η σιωπή (των νεκρών της ιστορίας); Η σιωπή είναι όπως τον πόνο, το τραύμα: βιώνεται δεν περιγράφεται.
Παρατήρηση όγδοη
Οι Πέρσες, στο δικό μου τουλάχιστο μυαλό, είναι η αποθέωση του θεάτρου των αφτιών, αιώνες πριν τον Νοβαρινά, τον Κριμπ, τον Μπάρκερ, τον Εν, τον Γουέλμαν, τον Δημητριάδη. Κλείνεις τα μάτια και αφήνεις τις λέξεις τους να σε ταξιδέψουν σε τόπους και τοπία χαμένων, ηττημένων, ποδοπατημένων. Τις παρακολουθείς (με τα… αφτιά) να διαμορφώνουν τη δική τους ανθρωπογεωγραφία, με τους θύτες και τα θύματά.
Λέξεις που σε καλούν να τις εμπιστευτείς, να τους αφιερώσεις λίγο από τον χρόνο σου. Αλλά για να τις εμπιστευτείς και να μπορέσεις να μετουσιώσεις διά της φαντασίας σου τις εικόνες τραυμάτων, προϋποθέτει ότι αυτοί που αναλαμβάνουν να τις σκηνοθετήσουν, να τις χορογραφήσουν, να τις μιλήσουν και να τις επικοινωνήσουν διαθέτουν φωνητικά όργανα πάρα πολλών αστέρων, που μόνο ο χρόνος και, εννοείται, η επίπονη άσκηση αναδεικνύουν. Και όταν λέω χρόνος εννοείται ότι δεν αναφέρομαι στις 8 και 10 εβδομάδες προβών , ένα διάστημα που επιτρέπει, στην καλύτερη περίπτωση μια ευπρεπή επανάληψη του οικείου. Ως εκεί. Και εάν κάποιοι πουλήσουν λίγο «τρέλα» και αποφασίσουν να ρισκάρουν το κάτι παραπάνω, το πιθανότερο είναι ότι θα εκτιμηθούν ίσως οι προθέσεις τους αλλά πολύ αμφιβάλλω ότι θα εκτιμηθεί και το αποτέλεσμα. Το ρίσκο θέλει τον χρόνο του να ωριμάσει και να στρογγυλέψει.
Πάρτε παράδειγμα τον Θόδωρο Τερζόπουλο. Γι’ αυτόν τα κλασικά κείμενα είναι αποστολή και τρόπος ζωής. Μόνο έτσι κάνει κάποιος τη διαφορά. Μόνο έτσι κάποιος γίνεται σημείο αναφοράς. Μόνο τότε γινόμαστε κι εμείς πλουσιότεροι ως θεατές. Και επιστρέφω ξανά στους Πέρσες.
Παρατήρηση ένατη
Η σκηνοθεσία του Καραντζά πρόδιδε την αγωνία της to run the extra mile, να κάνει το βήμα παραπάνω, όμως πολύ φοβάμαι πως δεν του βγήκε ή, μάλλον όχι, να το πω καλύτερα, φοβάμαι πως πόνταρε σε λάθος σκεπτικό. Διασπείροντας τις παντοδύναμες λέξεις δεξιά και αριστερά, σε μια προφανή προσπάθεια ενίσχυσης της πολιτικής και οικουμενικής διάστασης των περσικών παθημάτων, ξερίζωσε από το σώμα του έργου την ψυχή του και το οδήγησε στα βράχια.
Εν τάχει στέκομαι ειδικά στο πρώτο μέρος όπου οι επιλογές του, σε συνδυασμό με το ηχητικό τοπίο του Γιώργου Πούλιου, τα θρηνητικά ουρλιαχτά της Θεοδώρας Τζήμου και την όλη ανακυκλούμενη υστερία, ήταν ο ορισμός της αμηχανίας. Δεν κατάλαβα τίποτα. Λυπάμαι.
Δεν είμαι σκηνοθέτης, αλλά σκέφτομαι τα δεκάδες ονόματα που αναφέρονται στο κείμενο, παντελώς άγνωστα και εντέλει και παντελώς αδιάφορα στο σύγχρονο κοινό (και κουραστικά), δεν θα μπορούσαν άραγε να αποτελέσουν εκρηκτικό επιτελεστικό μουσικό γεγονός με μια αλλιώτικη διαχείριση εκφοράς και ρυθμικότητας (μου ‘ρχεται στον νου, δίκην πρόχειρου παραδείγματος, ο αριστουργηματικός μονόλογος του Λάκυ στο Περιμένοντας τον Γκοντό, λ.χ.); Πιστεύω πως ναι. Και μάλιστα με ικανότατους ηθοποιούς στη διανομή όπως η Ρένη Πιττακή, ο Χρήστος Λούλης, ο Μιχάλης Οικονόμου, η Αλέξία Καλτσίκη και άλλοι.
Παρατήρηση εντέκατη
Και κάτι ακόμη. Στο απόσπασμα που παραθέτω παραπάνω με τις δηλώσεις του σκηνοθέτη, αναφέρεται η λέξη «ουσία». Με ξένισε. Γιατί; Ακριβώς γιατί από τη μια ο σκηνοθέτης στοχεύει σε μια αντι-ουσιοκρατική επανεκκίνηση («να ξανάρθουμε»), με πρόθεση να αποδομήσει τις λειτουργίες και τη φυσικότητα της εξουσίας και της θυματοποίησης και από την άλλη δέχεται την ουσιοκρατία στο ίδιο το κείμενο που μιλάει για άλλα πράγματα. Περίεργη (παρ)ερμηνευτική αντίληψη που δεν την πολυκατάλαβα.
Παρατήρηση δωδέκατη
Δεν μπορώ να μην σχολιάσω και τα διάφορα μπλοκαρίσματα.Τη μια βλέπαμε την άλλη δεν βλέπαμε. Τη μια ακούγαμε την άλλη όχι. Τον Δαρείο (Γιώργος Γάλλος) προσωπικά απλώς τον άκουσα, δεν τον είδα. Πώς να τον κρίνω; Και είναι ρόλος σημαντικός. Δεν θα ‘πρεπε να είναι απόλυτα ορατός; Ένα ανεξήγητο φάουλ από ένα σκηνοθέτη που γνωρίζει να δουλεύει τη λεπτομέρεια.
Παρατήρηση δέκατη τρίτη
Ως προς τους 40 ερασιτέχνες εθελοντές, τακτική προφανώς διόλου πρωτότυπη —θυμίζω βιαστικά τους 200 εθελοντές του Μαρμαρινού στο Πεθαίνω σαν χώρα—, εκτιμώ πως δεν διεύρυναν το ιδεολογικό (και ντοκουμενταρίστικο) εκτόπισμα της παράστασης στο οποίο υποθέτω πως στόχευε η σκηνοθεσία, αλλά μάλλον το απορρύθμισαν, το θάμπωσαν και το ξεχείλωσαν.
Στα μάτια μου φάνταζε σαν μια εκβιαστική και εν τέλει άστοχη προσπάθεια επικαιροποίησης, που δεν έστεκε ούτε με όρους αισθητικούς ούτε ιδεολογικούς ούτε επικοινωνιακούς ούτε υποκριτικούς, με αποτέλεσμα να φαντάζει γραφικός ερασιτεχνισμός, μια δηθενιά.
Παρατήρηση δέκατη τέταρτη
Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι θετικό το γεγονός ότι ένας νέος σκηνοθέτης όπως ο Καραντζάς δηλώνει μια σταθερή παρουσία στην Επίδαυρο, κουβαλώντας στις αποσκευές του τις αγωνίες του. Και νομίζω πως πρέπει να δοθεί η ευκαιρία και σε άλλους νέους να κάνουν το ίδιο. Σίγουρα για τους περισσότερους δεν θα είναι διόλου εύκολη η δοκιμασία. Ας μην ξεχνάμε ότι οι νέοι μας σκηνοθέτες αποκτούν εμπειρία και ωριμάζουν καλλιτεχνικά αλλού και αλλιώς, δοκιμάζοντας λύσεις μικρού βεληνεκούς, μικρών μεγεθών, μικρών θεμάτων, μικρών μπάτζετ, μικρής διανομής, μικρών σκηνών, με ελάχιστους θεατές και συχνά ελάχιστη έως και καθόλου διδασκαλία ρόλων (βλ. θέατρο ντοκουμέντο, in situ, audio walk performance,θέατρο-διάλεξη, γενικά απο-δραματοποιημένο θέατρο). Φανταστείτε να βρεθούν ξαφνικά αγκαλιά με ένα θέατρο όπως της Επιδαύρου. Σοκ! Προφανέστατα και δεν επαρκούν όλα όσα γνωρίζουν γύρω από το θέατρο για τη διαχείριση ενός τόσο ιδιαίτερου χώρου. Απαιτείται και κάτι παραπάνω: μαθητεία κοντά σε αυτούς που ξέρουν τι πάει να πει μεγάλη σκηνή, ανοικτή σκηνή. Μαθητεία: μια λέξη που είναι πλέον στα αζήτητα. Ας την επαναφέρουν όσοι πραγματικά ονερεύονται και Επίδαυρο.
Παρατήρηση δέκατη πέμπτη
Μ’ αυτά και με κείνα τελείωσε και αυτή η θερινή δοκιμασία με το αρχαίο δράμα. Του χρόνου, πάλι, με την ευχή ότι δεν θα λέμε και δεν θα κάνουμε περίπου τα ίδια και τα ίδια, αν και, ως έχουν τα πράγματα, πολύ φοβάμαι πως θα συνεχίσουμε για πολλά ακόμη χρόνια να επαναλαμβάνουμε τον εαυτό μας, κριτικοί και καλλιτέχνες.
Σε κάθε περίπτωση, όπως και να το δει κανείς όσο και να πασχίζουν οι αναθεωρητές και οι αρνητές των κλασικών κειμένων να τα υποβιβάσουν, επικαλούμενοι συχνά παντελώς βλακώδη επιχειρήματα, τα έργα των αρχαίων ακόμη ξεπερνούν τις κριτικές μας αποτιμήσεις, τα κείμενα και τις δραματουργίες μας. Όταν κάποια στιγμή πάψουν να τα ξεπερνούν, τότε σημαίνει πως έφτασε η ώρα να αναπαυθούν σε μουσείο ως έκθεμα.