Πεθαίνοντας στην Αθήνα
Ζούμε συγκυριακά και μόνο στη «σωστή» μεριά της γης αλλά μάθαμε να ζούμε μέσα σε μια χυδαιότητα. Αρχιτεκτονική - Γράφει ο Κυριάκος Χαρίτος
Λέξεις: Κυριάκος Χαρίτος
Πεθαίνουμε και σαπίζουμε στην Αθήνα . Σε ένα αστικό θέατρο φρίκης. Κάναμε την ασχήμια θρησκεία. Cult. Αίρεση. Ναι. Δεν πέφτουν βόμβες στα κεφάλια μας. Ναι. Ζούμε συγκυριακά και μόνο στη «σωστή» μεριά της γης αλλά μάθαμε να ζούμε μέσα σε μια χυδαιότητα. Αρχιτεκτονική.
Διαφημιστική. Ρυμοτομική. Οδική. Συγκοινωνιακή. Στεγαστική. Επικοινωνιακή. Σε μια αλαζονική καταστολή της φύσης. Σε μια γιορτή ενός αστικού «σμπούτσαμου». Ζούμε μέσα στα καμένα κι ας μην έχει ποτέ καεί το κέντρο της Αθήνας. Ζούμε ανάμεσα σε σκοτωμένα πάρκα. Στο κενό των δέντρων. Στην απουσία της ζωής. Στο μεγάλο λάκκο από μια βλάστηση που δεν φυτεύτηκε ποτέ. Ζούμε πάνω στους τάφους των ποταμών. Σέρνουμε τα κουρασμένα μας πόδια πάνω στις τύμβους μιας αρχαίας δροσιάς που αρνηθήκαμε. Περιφερόμαστε. Γυρνάμε από διακοπές και μας χτυπάει στο κεφάλι η Αθηναϊκή βαριοπούλα. Για εικοσιτέσσερις ώρες λέμε «μαλάκα, που ζούμε;». Μετά το ξεχνάμε.
Εδώ κανείς δεν νοιάστηκε στιγμή για κανέναν.
Κάθε αντικείμενο μέσα στην πόλη είναι προσεχτικά τοποθετημένο με στόχο τον αφανισμό σου. Εδώ δηλαδή που μαζευτήκαμε για να ζήσουμε όταν κατεβήκαμε από τα δέντρα πεθαίνουμε και σαπίζουμε κάθε στιγμή. Είμαστε όρθιοι από πείσμα, ψυχική αρτηριοσκλήρυνση και προφανώς τύχη. Το πεζοδρόμιο. Οι πλάκες που δε τα βρήκαν ποτέ μεταξύ τους. Τα εξογκώματα. Τα βαθουλώματα. Εκείνη η γαμημένη κλίση που σε αναγκάζει να περπατάς σαν λεπτοδείχτης που σημαδεύει το δέκα ή το δύο αντίστοιχα. Οι κομμένοι στύλοι που κανείς δεν έκοψε όπως έπρεπε. Εκείνα δηλαδή τα πέντε μεταλλικά εκατοστά που αρκούν να σου σκίσουν τη σάρκα. Η λέπρα των δρόμων. Εκείνη η παχιά γλίτσα από σαπίλα στο σημείο που το αποριμματοφόρο τουμπάρει τον κάδο κάθε μέρα που δεν έχει πλυθεί ποτέ από την Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Οι τσουτσουνουδρορροές που σε πιτσιλάνε στην μούρη. Τα μηχανάκια που καβαλάνε ό,τι τους καβλώσει. Οι πλατωσιές των δρόμων που μετατρέπονται αυτοβούλως σε πάρκινγκ και καθιερώνονται δια της χρήσης. Τα ξεκοιλιασμένα καφάο. Τα καλώδια των τρόλεϊ. Οι ανασκαφές. Τα έργα. Λες και σε κάθε γωνιά κάποιος ψάχνει τον τάφο του Περικλή. Οι λαμαρίνες. Θέε μου, οι λαμαρίνες των εργοταξίων. Το Σινικό τείχος της Σταδίου. Κατουρημένο,. Βανδαλισμένο. Κατάστικτο αυτοκόλλητα τηλευαγγελιστών. Φροντιστηρίων. Και υπηρεσιών ερωτικής αποσυμπίεσης. Οι βιασμένες προσόψεις κάθε κτιρίου (αλήθεια πόσους γκραφιτάδες χωράει μια πόλη;). Τα βουλωμένα φρεάτια του θανάτου. Οι τοξικές αναθυμιάσεις καθώς χιλιάδες πλαστικές βουκαμβίλιες (ινσταγκραμοπαγίδες) λιώνουν στον χασάπη ήλιο. Τα τραπεζοκαθίσματα που έχουν καταλάβει ακόμα και την ψυχή σου.
Και τι να το κάνω το κατάφυτο ρετιρέ ψηλά πάνω από το κεφάλι μου που σαν μου βγάζει μια πράσινη γλώσσα υπογραμμίζοντας σιωπηλά “ο σώζων εαυτόν”; Τι να το κάνω το 1.5 νεοκλασικό στα Πετράλωνα; Το γραφικό ταβερνάκι κάτω από το τελευταίο γιασεμί της λεηλατημένης Πλάκας; Το χιπστερομάγαζο με τα μωσαϊκά και τις καρέκλες σχολικής τάξης του 80; Τι να τα κάνω τα δέκα εκατοστά του εθνικού κήπου που κάθε φυτό παλεύει για τη ζωή του και λυπάσαι τις πάπιες που τους έλαχε να ζούνε εδώ; Τι να το κάνω το γαμημένο Αττικό φως σε ανατολή και δύση; Πως να το συλλέξω με καμένες χούφτες; Τι να κάνω τα πέντε ψίχουλα ζάχαρης όταν το σώμα μου είναι ξέχειλο μαζούτ.
Πως θα ήταν οι ψυχές μας αν μας αγαπούσε η πόλη που ζούμε; Πως θα ήταν οι ψυχές μας αν μας αγαπούσε η Αθήνα; Δεν μας αγαπάει η Αθήνα. Η πόλη που ήρθαμε κάποτε να σωθούμε μας (ίσως αυτό να φταίει) δεν μας αγαπάει πια. Μπορεί ποτέ να μην μας αγάπησε αλλά ήμασταν πιο νέοι και πιο δυνατοί και μάλλον δεν μας ένοιαζε. Αγαπούσαμε εμείς για δύο.
photo – κάτω από ένα δέντρο στο Hyde Park
*Ο Κυριάκος Χαρίτος είναι συγγραφέας