Πεθαίνω σα χώρα
Εθνική τραγωδία. Και το soundtrack της δεν είναι το βαρύ ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Είναι ένα σαχλοτράγουδο που λέει ένας παίκτης σε ριάλιτι. Τα οποία παρακολουθούν με μανία οι Έλληνες τα βράδια.
Ατέλειωτος χειμώνας, συνωμοτεί με τις Ερινύες που κατατρέχουν τη χώρα. Και μαζί με τις βαριά χειμωνιάτικες θερμοκρασίες, ταυτόσημες των διαθέσεων, έρχεται ως συνοδός και ο εσωτερικός κλαυθμός, αυτή η βουβή απόγνωση, που εκφράζεται επαρκώς ηχηρά πλέον στο ζοφερό τοπίο. Στα δελτία ειδήσεων, που μοιάζουν με ένα μακρύ οδυρμό, στα λουκέτα των μαγαζιών που άρχισαν ξανά να πληθαίνουν στις γειτονιές, στα πρόσωπα των φίλων και των γνωστών που συναντάς στο δρόμο. Πως πας; Δύσκολα. Τα παιδιά; Ετοιμάζονται να φύγουν.
Μοιάζει να είναι πια αναπόφευκτο να περάσουμε τις συμπληγάδες, μια διαρκής κάθοδος στον Άδη τα τελευταία επτά χρόνια. Μια χώρα παραδομένη στην αποτυχία: να διαχειριστεί τα προβλήματα που δημιούργησε ζώντας με ψευδαισθήσεις, να δει τους νόμους της να τηρούνται, τους υπευθύνους της συμφοράς να τιμωρούνται, τους ανίκανους πολιτικούς της να εκπίπτουν, τις ψευδαισθήσεις της να καταρρέουν.
Δεν θυμάμαι και κανείς της γενιάς μου δεν θυμάται παρόμοια ζόρια. Στη δεκαετία του ’70 η φτώχια που μας περιέβαλε ήταν μια φτώχια αξιοπρεπής, τριγύρω όλα έμοιαζαν παρόμοια, δεν είχες και να συγκρίνεις. Οι άνθρωποι ζούσαν με μια ομοιογενή απλότητα. Σχεδόν στο σύνολο τους. Μετέπειτα ήρθαν τα ευφάνταστα μεγαλεία, το αναιδές χρήμα, οι επιδοτήσεις, η καλή ζωή με τα γυάλινα πόδια. Και η κακώς εννοούμενη τζάμπα μαγκιά. Που μας έκανε θρασείς, αφερέγγυους, αδιάφορους για το κοινό καλό, χωρίς μέτρο και έννοια για το δημόσιο, με το ιδιωτικό να θριαμβεύει έναντι μιας συλλογικής προκοπής. Μετά ήρθε η νέμεση. Μακροχρόνια, αργή βασανιστική. Χάθηκαν σε μια επταετία περιουσίες δεκαετιών, κόποι χρόνων. Είκοσι μέτρα από το σπίτι μου ήταν ένα μαγαζί τριάντα τετραγωνικά όλα και όλα ανοίκιαστο πάνω από μια δεκαετία. Παρατημένο. Νοικιάστηκε πριν τις γιορτές. Βάφτηκε ίσα ίσα κίτρινο και έγινε ενεχυροδανειστήριο.
Παρατηρώ που και που τον κόσμο που μπαινοβγαίνει τα απογεύματα. Δειλά, δειλά. Κοιτάζοντας τριγύρω καχύποπτα, αν τους βλέπει κανείς. Αφήνουν πράγματα, παίρνουν χρήματα φεύγουν. Υποθέτω πως σε λίγο καιρό δεν θα έχουν πια τι να αφήσουν. Λίρες που σώθηκαν από κατοχές, εμφύλιους, φτώχειες μεγάλες ξεπαστρεύτηκαν για να πληρωθούν φόροι, ρυθμίσεις, ρεύματα, ασφαλιστικές εισφορές. Αυταπάτες ότι όλα αυτά θα τελειώσουν. Με όλες αυτές τις κυβερνήσεις που πέρασαν από το 2010 και πουλούν ακριβώς, μα ακριβώς το ίδιο παραμύθι. Ότι θα είναι καλύτεροι από τους προηγούμενους και θα λυτρώσουν τη χώρα από τα δεινά της. Και κάθε φορά τα δεινά γίνονται περισσότερα.
Στο μέσον αυτού του αργόσυρτου και βασανιστικού χειμώνα η κατάθλιψη χτυπάει κόκκινο. Όποιον συναντάς, συνομιλείς, επικοινωνείς σου μεταφέρει το ίδιο ακριβώς αίσθημα αδυναμίας διαχείρισης της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει.
Αν σε όλο αυτό το ζόφο βάλεις και την παγκόσμια ανασφάλεια που φουντώνει τότε έχεις όλο το πακέτο. Τίποτε τριγύρω δεν αλλάζει, δεν βελτιώνεται, δεν σε πείθει πως όλες αυτές οι θυσίες θα οδηγήσουν κάπου.
Πραγματικά αδυνατώ να αντιληφθώ όλα αυτά τα σχόλια που διαβάζω στο fb από διάφορους οπαδούς της μιας ή της άλλης ή και της τρίτης πλευράς που απλά αλληλοκατηγορούνται ποιος κατέστρεψε τη χώρα περισσότερο, μιμούμενοι σαν παπαγαλάκια τους πολιτικούς στα πάνελ το πρωί.
Άνθρωποι σε σύγχυση, οπαδοί γελοίων πολιτικών που ανακυκλώνουν το πρόβλημα και δεν μπορούν να δουν απλά ότι μόνο με κοινή γραμμή και συνεργασία θα μπορούσε να αλλάξει η φάση. Εθνική τραγωδία. Και το soundtrack της δεν είναι το βαρύ ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Είναι ένα σαχλοτράγουδο που λέει ένας παίκτης σε ριάλιτι. Τα οποία παρακολουθούν με μανία οι Έλληνες τα βράδια.