Ποιος φοβάται το τέλος του κόσμου;
Όποιος έχει βιώσει ένα μεγάλο χωρισμό, δε φοβάται το τέλος του κόσμου. Όποιος έχασε κάποιον δικό του, δε χαμπαριάζει από το θρίλερ με την έγκριση της δόσης. Βλέποντας επομένως τα νέα μέτρα να περνούν, πιο πολύ από τη φτώχεια, περισσότερο από τη μετωπική με την ιστορία, με προβληματίζει η πλαγιομετωπική: η παραίτηση ή η βιασύνη, […]
Όποιος έχει βιώσει ένα μεγάλο χωρισμό, δε φοβάται το τέλος του κόσμου. Όποιος έχασε κάποιον δικό του, δε χαμπαριάζει από το θρίλερ με την έγκριση της δόσης. Βλέποντας επομένως τα νέα μέτρα να περνούν, πιο πολύ από τη φτώχεια, περισσότερο από τη μετωπική με την ιστορία, με προβληματίζει η πλαγιομετωπική: η παραίτηση ή η βιασύνη, το τίποτα ή το «Πουτάνα όλα» που συμμερίζονται ακόμα και άνθρωποι που αγαπώ. Συμβιβάζεται όμως η υπεράσπιση του λόγου με τη βία; Η αντίφαση βγάζει μάτι.
Για την ώρα είναι αδύνατο να βγούμε από τον πλανήτη όπως ονειρεύονται ορισμένοι. Παρατηρείται ωστόσο κατακόρυφη αύξηση της παραγωγικότητας σε αναστεναγμούς. Η χώρα διαπρέπει στους νεανικούς δείκτες δυστυχίας αλλά το έγκλημα συγκαλύπτεται. Η μιζέρια ξαγρυπνά πάνω από λάπτοπ. Δίχως κέφι, πεθαίνουμε. Με την επιθυμία να ξανακοιμηθούμε, ξυπνάμε. Χτυπημένοι από ρυτίδες μνημονίων, ζητάμε ζωή μερικής απασχόλησης. Πόσο καιρό να παίζεις μουσικές καρέκλες με την ανεργία; Πόσο απέχει η τρέλα απ’το δικό σου σπιτικό; Το μόνο που κινείται φαίνεται να ‘ναι οι ουρές των πιστών στην εικόνα της Παναγίας «Άξιον Εστί» και οι διαδηλωτές έξω από το Χυτήριο. Κι άντε να εξηγείς σε φίλους και γνωστούς απ’ την αρχή ότι ο φασισμός βλάπτει σοβαρά την ελευθερία.
Η αλήθεια είναι ότι εφόσον αποφασίσαμε ότι δεν έχουμε ανάγκη τον άλλο, θα είμαστε οι καλύτεροι σκλάβοι, ανεξαρτήτως δυνάστη, Κουβέλη ή ξένου. Ακόμα, δε, αντιλαμβανόμαστε την επανάσταση όπως την περιφρονούσε εκείνος ο παλιός Ισπανός διπλωμάτης: Σα μια ένδοξη σκωληκοειδίτιδα. Τίποτα παραπάνω. Ευκολία, πώς αλλιώς; Η ματαιοδοξία μας δυσκολεύεται να βγάλει το σκασμό. Μοναδικό μας πάθος παραμένει η καλοπέραση που χαροπαλεύει, τα νευρωτικά χάχανα που διψούν για ευχάριστους παραλήπτες. Η βλάβη στην ψυχή δεν αποκαθίσταται με τίποτα. We can’t get no satisfaction. Κι είναι κυρίως οι ευαισθησίες που καμαρώνουν την γκρίνια τους. Μήτε εκδρομή, μήτε άδεια προβλέπουν για τα όνειρα. Όλοι μέσα, βαριά άρρωστοι, με πυρετό και έλλειψη φαρμάκων, απασχολημένοι με τη θλίψη που ανήκει στον καθένα, να αναπληρώνουμε το χαμένο πόνο. Έτσι έχουν τα πράγματα. Δεν είναι να εμπιστεύεσαι την ήττα σου σε κανέναν στις μέρες μας, δε νομίζετε; Περισσότερο μας τη σπάνε όλοι. Περισσότερο μας τη σπάμε εμείς. Οικειότητα καμία με τον κόσμο των νεκρών. Αθάνατοι καταναλωτές, πεθαμένοι πολίτες, ικανοί να ξεχνάμε αριστοτεχνικά ακόμα και τους μεγάλους μας έρωτες. Καλύτερα χωρίς αυτούς. Δε θυμόμαστε καν ποια ήταν η τελευταία φορά που αγαπήσαμε, πότε μοιράσαμε ένα δίκιο δωρεάν, έτσι, για την εμπειρία. Η εξαθλίωση χτύπησε πρώτα το μυαλό. Τι κι αν αντιστέκονται οι αδικαιολόγητα αισιόδοξοι; Οι στατιστικές τους υπολογίζουν στο 6%. Μα ή που είναι μεγαλοαστοί, ή που έχουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό ή που είναι ανόητοι.
Ψέματα παντού. Πόση επινοητικότητα ξοδεύουμε καθημερινά για να μην παραδεχτούμε ότι το μέλλον είναι στα χέρια μας! Λυπάμαι λοιπόν που σας χαλάω την κατάθλιψη, αλλά «τη λύπη μου δε θα τη βρεις παρά σε ένδοξες μέρες». Νοσταλγία τέλος. Δεν υπάρχει χρόνος για πολυτέλειες.