Ποιος ειν΄ τρελός από έρωτα;

της Αθηνάς Τερζή Εικόνα: Ελένη Βράκα Αν με ρωτήσουν τι σου βρίσκω, δε θα τους πω, μήπως και σε ανακαλύψουν κι εκείνοι και σε πάρουν από μένα. Τι είναι εκείνο για τον καθένα το χειροπιαστό ή το άπιαστο που τον εμπνέει, που βάζει ή βγάζει τα φτερά από τους ώμους; Που του ανοίγει τα μάτια, […]

Αθηνά Τερζή
ποιος-ειν΄-τρελός-από-έρωτα-17970
Αθηνά Τερζή
img_2788_sm.jpg

της Αθηνάς Τερζή

Εικόνα: Ελένη Βράκα

Αν με ρωτήσουν τι σου βρίσκω, δε θα τους πω, μήπως και σε ανακαλύψουν κι εκείνοι και σε πάρουν από μένα. Τι είναι εκείνο για τον καθένα το χειροπιαστό ή το άπιαστο που τον εμπνέει, που βάζει ή βγάζει τα φτερά από τους ώμους; Που του ανοίγει τα μάτια, τον σηκώνει από το κρεβάτι, τον ντύνει, τον φροντίζει, τον νταντεύει, τον ξεδιπλώνει  στον ήλιο, του πιάνει κουβέντα, του ψήνει καφέ, τον νανουρίζει, του κλείνει τα μάτια!

Μη βιάζεσαι να απαντήσεις! Ήθελες να καλοκαιριάσει, γιατί έλεγες πως θα πεθάνεις αν κρατήσει ο χειμώνας περισσότερο. Μα ο χειμώνας κρατάει λίγο σε τούτο τον τόπο. Λες και τα ‘χες συμφωνημένα με τα στοιχειά της φύσης. Σου έκαναν κι εκείνα τη χάρη. Ποιος άλλωστε μπορούσε να σου αρνηθεί τίποτα; Όλα τα είχες δαμάσει, γιατί δεν άντεχαν να μαραίνεσαι και  να παραπονιέσαι. Ψυχή άγρυπνη με δύο μεγάλα  φωτεινά μάτια, καντήλια στο χρόνο, να περιφέρεσαι θρασύτατα στα όνειρα των ανθρώπων.

Πιάσου από κάτι, μου ‘λεγες συνέχεια. Βρες το και κράτησέ το σφιχτά, αλλιώς δε θα επιβιώσεις. Δυνάστης το μυαλό του ανθρώπου. Στοιχειό φοβερό, να σου θυμίζει, να ξύνει μνήμες, να λυπάσαι! Να λυπάσαι πάντα μ’ ακούς; Ό,τι κι αν είναι, μη συμβιβαστείς και μην ξοδεύεσαι ασυλλόγιστα. Κράτα το φως αναμμένο κι ας λένε πολλοί πως “ζούμε άχαρες μικρές ζωές” και προσπάθησε σε παρακαλώ να μη με μισήσεις.

Δε θύμωνες ποτέ κι ήσουν πάντα εκεί να ανοίξεις τα παράθυρα, να μπει φρέσκος αέρας. Απομεινάρι της ζωής μου, εσύ. Θα ‘θελα να ‘χα χρόνια να στα χάριζα. Η ζωή μου είναι δική σου. Μόνο για σένα. Ορίστε. Άρπαξέ την τώρα που ‘ναι καιρός. Να ‘χεις δύο ζωές να ζεις. Δε μου φτάνει η μια που ‘χεις μόνο. Μάτια μου μελιά αμύγδαλα μεγάλα, να στα βγάλω να τα κρατήσω για φυλαχτό! ‘Έλα μην κλαις σε παρακαλώ! Έγινες ολόκληρος άντρας κι ακόμη κλαίς; Το γνωρίζω εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι.

Την τελευταία φορά που σε είδα ήταν άνοιξη  κι εσύ δούλευες στο γνωστό μπαράκι. Είχες πιει λίγο παραπάνω και τα μάτια σου γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι..Ο Αλκίνοος τραγουδούσε για τα χρόνια που είναι ένα δοχείο, ένα φτηνό ξενοδοχείο. Δεν άντεχα να σε βλέπω. Όχι, εκείνο το βράδυ δεν άντεξα κι έκλαψα πολύ μέσα στο αυτοκίνητο, θαρρείς κι ήξερα. Μαζί χορέψαμε μεθυσμένοι στο μπαράκι που δούλευες την μπαλάντα του κυρ Μέντιου. Άκουσον άκουσον! Δεν μας ένοιαζε. Τα έκρυβες τα  τραγούδια σου. Το δικό μας κόσμο, τους φίλους μας. Και λυπόσουν για κείνους τους χαμένους “ό, τι ρυθμό κι αν τραγουδώ χορεύουν τσιφτετέλι” και μου πονάνε τα μάτια. Έτσι μου ‘λεγες. Θυμάσαι; Είχαμε όμως τα νιάτα μας. Πίσσα και πούπουλα! φώναζα. Τόσα χρόνια δεδομένα και κουβέντες ανείπωτες. Στέρεος σαν ένα κομμάτι πέτρα πίσω από το μπαρ, με τα μάλμπορο και τα κιτρινισμένα δάχτυλα. Λίγα λόγια. Μετρημένα κι ακριβά. Σαν εσένα. Τη ζωή μου για σένα. Θα χαθώ αν μου πάθεις τίποτα. Μ΄ ακούς; Άδειοι οι τοίχοι. Γέρασα και δε με γνωρίσανε! Mάτια μου μελιά σβήσατε!

Στην Α. και στον Β.

* Ο τίτλος του κειμένου είναι στίχος του  Γιώργου Σαραντάρη, από το Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα