Ποια θα είναι η επόμενη μέρα του Θεάτρου Αμαλία;
Μετά από πέντε χρόνια, η εταιρεία «Όψεις Πολιτισμού» αποχωρεί από το Θέατρο Αμαλία, με τη μίσθωση του ακινήτου να λήγει και τυπικά στο τέλος Ιουλίου
Με μια ανάρτηση στην προσωπική του σελίδα στο Facebook, ο κ. Θανάσης Κατσίκας επιβεβαίωσε τη φήμη που κυκλοφορούσε τις τελευταίες μέρες στην πόλη: Μετά από πέντε χρόνια, η εταιρεία «Όψεις Πολιτισμού» αποχωρεί από το Θέατρο Αμαλία, με τη μίσθωση του ακινήτου να λήγει και τυπικά στο τέλος Ιουλίου, όπως μας ενημέρωσε ο ίδιος στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε μαζί του.
Θα ήθελα να σταθώ σε ένα σημείο του κειμένου και σε ένα σχόλιο του κ. Κατσίκα, επιδιώκοντας να ανοίξει ένας διάλογος σχετικά με το πώς αντιλαμβανόμαστε το θέατρο στη Θεσσαλονίκη.
Γράφει, λοιπόν, ο κ. Κατσίκας: «Εύχομαι το Θέατρο Αμαλία, με το όποιο καινούριο «αφεντικό», να έχει μια ανάλογη πορεία συνεχούς καταξίωσης στα θεατρικά πράγματα της πόλης. […] Εκτιμώ ότι (το θέατρο) θα συνεχίσει να βαδίζει στους δρόμους που ήδη χαράξαμε εμείς μέχρι σήμερα. Ακολουθώντας και εμείς τους δρόμους που κάποτε χάραξε σε αυτό η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης». […] Η θεατρική Θεσσαλονίκη έχει ανάγκη από θεατρικούς χώρους με την προσωπικότητα του Αμαλία».
Θεωρώ ότι ο δρόμος που ακολούθησε το Θέατρο Αμαλία την τελευταία πενταετία είναι πολύ διαφορετικός από τον δρόμο που χάραξε η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» από το 1987 έως το 2012 που στεγάστηκε στον χώρο. Για 26 χρόνια, η Πειραματική, ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά σχήματα της Θεσσαλονίκης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του θεάτρου στη Βόρεια Ελλάδα, ανέβασε περισσότερα από 100 έργα, παρουσιάζοντας σε πανελλήνια «πρώτη» άπαιχτα κείμενα, συστήνοντας στο κοινό σημαντικούς σύγχρονους δραματουργούς, περιοδεύοντας σε όλη την Ελλάδα και συμμετέχοντας σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού.
Παράλληλα με την πλούσια παραγωγή και δράση της, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Πειραματική ήταν η διοργανώτρια του διεθνούς φεστιβάλ «Θεατρική Άνοιξη» (1994-2006) με πρωτοποριακούς θιάσους από όλη την Ευρώπη και η εκδότρια των πολύ σημαντικών «Θεατρικών Τετραδίων». Στα χρόνια της Πειραματικής, λοιπόν, το Αμαλία ήταν μια κοιτίδα τέχνης, ένας χώρος που παρήγαγε καλλιτεχνικό έργο. Και ο λόγος που το θέατρο χαρακτηρίζεται μέχρι σήμερα «ιστορικό», τα θεμέλια πάνω στα οποία έχτισε την ταυτότητά του και δημιούργησε ένα ισχυρό brand name ήταν ακριβώς αυτός: η παραγωγή του.
Η τελεταία πενταετία
Η παραγωγή ήταν στόχος και της ομάδας που ανέλαβε τη διαχείριση του Αμαλία το 2016 και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ομάδας αποτελούμενης από τους Θωμά Βελισσάρη, Θωμά Χαρέλα και Γιάννη Γκουντάρα.
Την τελευταία πενταετία, όμως, η φυσιογνωμία του Αμαλία άλλαξε, ακολουθώντας ένα «μοντέλο» που εφαρμόζεται από τα περισσότερα ιδιωτικά θέατρα της Θεσσαλονίκης, τα οποία λειτουργούν ως χώροι φιλοξενίας παραστάσεων και όχι ως χώροι παραγωγής.
Κατανοώ πόσο σημαντικό είναι να δίνεται στο κοινό της Θεσσαλονίκης η ευκαιρία να παρακολουθεί παραστάσεις που ξεχώρισαν στις αθηναϊκές σκηνές. Κατανοώ, επίσης, την ανάγκη μιας ερασιτεχνικής ομάδας να παρουσιάσει τη δουλειά της σε κάποιο θέατρο και να μοιραστεί τη χαρά της με φίλους και γνωστούς. Και γνωρίζω πολύ καλά ότι το να κάνεις θέατρο είναι «ακριβό σπορ», όχι μόνο σήμερα, από πάντα και όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, σε όλη τη χώρα.
Όταν, όμως, ο ετήσιος προγραμματισμός των θεάτρων περιλαμβάνει αποκλειστικά παραστάσεις άλλων και διαμορφώνεται περισσότερο βάσει οικονομικών παρά καλλιτεχνικών κριτηρίων, όταν ένα θέατρο φιλοξενεί τη μια μέρα μια αξιόλογη παράσταση του Θέατρου Τέχνης και την επόμενη την παράσταση μιας ντόπιας ερασιτεχνικής ομάδας, δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς ένα θέατρο μπορεί να δημιουργήσει ταυτότητα και να αφήσει αποτύπωμα στην πόλη.
Για μένα, η Θεσσαλονίκη δεν έχει ανάγκη από χώρους που θα λειτουργούν με τη λογική του «σούπερ μάρκετ», προσφέροντας μια μεγάλη ποικιλία από θεατρικά «προϊόντα» για κάθε γούστο. Χρειάζονται και αυτοί οι χώροι αλλά η πόλη έχει ανάγκη από παραγωγή, παραγωγή που δεν περιορίζεται μόνο σε παιδικές παραστάσεις. Ένα θέατρο, είτε δημόσιο είτε ιδιωτικό, θεωρώ πως οφείλει να παράγει έργο και να δημιουργεί ευκαιρίες απασχόλησης, ανάδειξης και εξέλιξης για τους καλλιτέχνες που μένουν σε μια πόλη. Όπως οφείλει να εκπαιδεύει, να καλλιεργεί και να διευρύνει το κοινό του.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που «γεννά» καλλιτέχνες, αλλά δεν μπορεί να τους «θρέψει». Τα νέα σχήματα που δημιουργούνται στους κόλπους των δραματικών σχολών της έχουν, συνήθως, πολύ σύντομο κύκλο ζωής. Ως επί το πλείστον, τα μέλη των ομάδων αυτών εγκαταλείπουν την πόλη και αναζητούν την τύχη τους είτε στην Αθήνα είτε στο εξωτερικό.
Πριν από δύο ακριβώς χρόνια, είχα κάνει ένα θέμα για πέντε νέες ομάδες που δημιουργήθηκαν μέσα στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Θεωρώ πως θα έπρεπε να μας απασχολήσει το γεγονός ότι τέσσερις από αυτές είναι σήμερα ανενεργές. Όσον αφορά στα παλαιότερα καλλιτεχνικά σχήματα της πόλης, αυτά παλεύουν να επιβιώσουν, είτε με τις πενιχρές επιχορηγήσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού είτε με ίδια κεφάλαια που εξασφαλίζουν τα μέλη των ομάδων κάνοντας άλλες δουλειές. Και ο αγώνας για την επιβίωσή τους γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος, καθώς ο ανταγωνισμός στην πόλη μεγαλώνει λόγω της πληθώρας των παραστάσεων που έρχονται από την Αθήνα, όχι πια μετά από την περίοδο του Πάσχα αλλά από την αρχή κάθε θεατρικής σεζόν. Αν, δε, αποφασίσουν να κάνουν ακρόαση για κάποια παραγωγή τους, οι ομάδες έρχονται αντιμέτωπες με το ανυπέρβλητο εμπόδιο της έλλειψης ηθοποιών συγκεκριμένων ηλικιακών ομάδων, γεγονός που οδηγεί σε a priori καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς.
Και τα προβλήματα δεν σταματούν εδώ. Την τελευταία διετία, η σκηνοθεσία των νέων παραγωγών του ΚΘΒΕ ανατίθεται κυρίως σε δημιουργούς από την Αθήνα, ενώ δεν φαίνεται ο οργανισμός να έχει βρει ένα πλαίσιο συνεργασίας με τα καλλιτεχνικά σχήματα του ελεύθερου θεάτρου της πόλης, με στόχο την ενίσχυσή τους και την ενδυνάμωση της παραγωγής τους, όπως είχε υποσχεθεί ο κ. Πελτέκης όταν ανέλαβε την Καλλιτεχνική Διεύθυνση του οργανισμού.
Πλαίσιο συνεργασίας δεν υπάρχει και μεταξύ των Δήμων της πόλης και του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας, με αποτέλεσμα αξιόλογες πρωτοβουλίες όπως η «Ανοιχτή Θεατρική Σκηνή», το φεστιβάλ που διοργανώνει κάθε χρόνο ο Δήμος Θεσσαλονίκης, να μην έχει τη δυναμική που του αξίζει, δίνοντας την ευκαιρία στα καλλιτεχνικά σχήματα που συμμετέχουν να παρουσιάσουν τις δουλειές τους τόσο σε δημοτικά θέατρα της Θεσσαλονίκης όσο και σε θέατρα άλλων πόλεων της Περιφέρειας.
Τέλος, υπάρχει και αυτό το γιγαντιαίο χάσμα ανάμεσα στον επιχειρηματικό κόσμο και τον πολιτισμό. Έχοντας προσωπική εμπειρία από το πόσο δύσκολο είναι να βρεις χορηγούς για την πολιτιστική δράση ενός μικρού καλλιτεχνικού σχήματος, όχι γιατί η δράση και το σχήμα δεν είναι σημαντικά ούτε γιατί δεν ξέρεις πώς να στήσεις μια ελκυστική πρόταση χορηγίας, αλλά γιατί ο πολιτισμός δεν είναι στην ατζέντα των σύγχρονων επιχειρήσεων ούτε αποτελεί προτεραιότητα για τα τμήματα εταιρικής υπευθυνότητάς αυτών, το ερώτημα παραμένει αναπάντητο:
Ποιος και πώς θα επενδύσει στη θεατρική παραγωγή σε αυτή την πόλη;
Εύχομαι, λοιπόν, η νέα διαχείριση του Αμαλία, αν φυσικά υπάρξει, δεδομένου ότι η ιδιοκτήτρια του ακινήτου ενδιαφέρεται πρωτίστως για την πώληση και δευτερευόντως για την ενοικίασή του μέχρι να βρεθεί αγοραστής, όπως μας είπε τηλεφωνικά, να έχει ένα όραμα που θα συνεισφέρει θετικά σε αυτόν τον διάλογο για το θέατρο της Θεσσαλονίκης. Να μην γίνει, δηλαδή, το Αμαλία ένας ακόμα χώρος φιλοξενίας παραστάσεων αλλά να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στην οικονομική/εμπορική και την καλλιτεχνική/δημιουργική διάσταση του θεάτρου. Να αποκτήσει, δηλαδή, η πόλη ένα θέατρο που θα παράγει ξανά έργο.
Εικόνες: Ευθύμης Βλάχος/fb Θεάτρου Αμαλία