Ποιο είναι το παιδί;
Η νόσος Αλτσχάιμερ και οι άνθρωποι που χάνουμε λίγο λίγο
“Ποιο είναι το παιδί;”
Ρωτούσε στη μητέρα μου, κάθε φορά που έμπαινα στο δωμάτιο.
Πολλές φορές δεν καταλάβαινε ούτε αυτήν. Την ίδια την κόρη της. Το κορίτσι που μεγάλωσε και έκανε εκείνη, ολόκληρη γυναίκα, απέναντι της πια, φύλακα και άγγελο της – όπως ήταν εκείνη κάποτε για την κόρη της.
Τις φορές όμως που ήταν καλά, οι αγκαλιές της θεέ μου!, ήταν τόσο σφιχτές που νόμιζες πως ήθελε εκεί μέσα να κλείσει όλες τις αναμνήσεις που ακόμα είχε.
Τα μάτια της ήταν τόσο φωτεινά σαν μικρού παιδιού.
Η γυναίκα που έμεινε ορφανή από μωρό και μαζί με τις τρεις αδερφές της μεγάλωσαν χωρίς γονείς σε μια δύσκολη εποχή για τον τόπο. Παντρεύτηκε πολύ νέα τον άντρα της και ζήσανε μαζί πολλά χρόνια, μέχρι που αυτός “έφυγε” μια μέρα από αδυναμία της καρδιάς του. Μπροστά της. Ένα απελπισμένο τηλέφωνο που πήρε και το σήκωσα εγώ, όταν ήμουν ακόμα μαθητής γυμνασίου. Με μια φωνή απόγνωσης και πόνου που είπε μόνο “Ο παππούς…” και μετά έκλεισε η γραμμή. Της στοίχησε η απώλεια… Έμεινε μόνη της μετά, χωρίς τον άνθρωπο της. Προσπαθώντας να παλέψει με την απώλεια και την επιθυμία.
Το αλτσχαιμερ ήρθε λίγα χρόνια αργότερα, για να γράψει έναν άσχημο επίλογο στη ζωή μιας γυναίκας που πάλεψε πολύ σε όλη της τη ζωή. Στην αρχή με μικροπράγματα που ξεχνούσε. Αργότερα με μεγαλύτερα. Μετά, με σοβαρότερα…
Οι ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά. Ερωτήσεις που έμοιαζαν αστείες αλλά έκρυβαν στο βάθος τους μία πικρή ιστορία. Δε θα ξεχάσω ποτέ την αγωνία της να θυμάται. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που μου είπε «μακάρι να ήξερα να γράφω, να τα σημειώνω για να μη ξαναρωτήσω τα ίδια»
Της κρατούσα το χέρι και ένιωθα την αδυναμία της και τον δισταγμό στο άγνωστο. Ήταν όλα άγνωστα πολλές φορές.
Αυτή που πάντα έδινε, τώρα πια δε μπορούσε να προσφέρει πολλά. Ούτε καν να μοιραστεί αναμνήσεις.
“Ποιο είναι το παιδί;” ρωτούσε στη μητέρα μου…
Πολλές φορές δεν καταλάβαινε ούτε αυτήν. Την ίδια την κόρη της. Δε θυμόταν κανέναν μας.
Θυμάμαι, της πήγαμε την ανιψιά μου, που μόλις είχε γεννηθεί για να τη δει. Χαμογέλασε και της χάιδεψε το κεφάλι. Δεν είπε καμία λέξη. Πιθανόν να μη μπορούσε να βάλει σε σειρά το μυαλό της μπροστά στη θέα ενός μωρού ή δεν ήθελε να χαλάσει τη στιγμή που έμοιαζε όμορφη.
Δεν την είδε τη μικρή ποτέ ξανά.
Λίγο καιρό μετά “έφυγε” εγκλωβισμένη μέσα στα παιχνίδια της μνήμης της.
Μόνη της χωρίς αναμνήσεις. Χωρίς ρίζες και αναφορές.
Το “θυμάμαι” είναι ένα παιχνίδι με τουβλάκια που αν σκορπίσουν, το παιχνίδι τελειώνει. Χωρίς νικητές. Χωρίς όρους.
Μνήμη. Η σύνδεση του χθες με το αύριο. Η σύνδεση του εγώ με το μαζί.
Εγώ θέλω για πάντα να σε θυμάμαι γιαγιά μου. Αλλά ποιος ξέρει, αν θα μπορώ για πάντα…