Ψηλά τα χέρια!
Εντάξει λοιπόν, παραδοθήκαμε. Σηκώσαμε τα χέρια ψηλά. Ηττηθήκαμε. Κατεβάσαμε τα μάτια καταρρακωμένοι. Τι άλλο θέλετε; Οι Δούρειοι Ίπποι σας – γιατί δεν ήταν μόνο ένας – έκαναν καλά τη δουλειά τους. Μας βρήκατε ανέμελους και εύπιστους, εκμεταλλευτήκατε την ανάγκη μας, τις ελπίδες και την προσδοκία μας για μια καλύτερη ζωή και μας χώσατε πολύ βαθιά […]
Εντάξει λοιπόν, παραδοθήκαμε. Σηκώσαμε τα χέρια ψηλά. Ηττηθήκαμε. Κατεβάσαμε τα μάτια καταρρακωμένοι. Τι άλλο θέλετε; Οι Δούρειοι Ίπποι σας – γιατί δεν ήταν μόνο ένας – έκαναν καλά τη δουλειά τους. Μας βρήκατε ανέμελους και εύπιστους, εκμεταλλευτήκατε την ανάγκη μας, τις ελπίδες και την προσδοκία μας για μια καλύτερη ζωή και μας χώσατε πολύ βαθιά στο αδιέξοδο τούνελ απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Μας φλομώσατε με απίστευτα ψεύδη, μας εκβιάσατε, μας τρομοκρατήσατε, μας στερήσατε το γέλιο και τη χαρά, μας κυνηγήσατε, μας απολύσατε, μας τσακίσατε στους φόρους, τα μέτρα, τα τέλη και τις έκτακτες πλην όμως μόνιμες εισφορές, μας ληστέψατε και την τελευταία δεκάρα της όποιας αποταμίευσης είχε ο καθένας, βγάλατε στο σφυρί και το σπίτι της γιαγιάς μας, μας παραδώσατε χειροπόδαρα δεμένους, εμάς και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας στους μελλοντικούς δυνάστες, καταλάβατε τη χώρα μας, δεσμεύσατε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της, υποθηκεύσατε το μέλλον της, ξεπουλήσατε τον πλούτο της, μας εξουθενώσατε…
Λοιπόν, το παραδεχόμαστε. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε. Τίποτα που να μπορεί να σωθεί. Τι άλλο θέλετε; Θέλετε τα παραθαλάσσια φιλέτα μπιρ παρά και θα τα κάνετε δικά σας. Θέλετε τα πλούσια κοιτάσματα της θαλάσσια επικράτειας μας και θα τα αρπάξετε είτε θέλουμε, είτε όχι. Θέλετε συνδιαχείριση στο Αιγαίο και θα την επιβάλλετε με το καλό ή με το άγριο. Κι αν τολμήσουμε να αντιδράσουμε ( ποιοι οι καταρρακωμένοι;) δεν το ‘χετε σε τίποτα να φάτε μερικά νησιά με μια χαψιά και να φέρετε τα σύνορα στο Νέστο. Στο μεταξύ θα έχετε ρίξει τον παραγωγικό ανθό της χώρας στη μηχανή του κιμά. Θέλετε να μας κυβερνούν τα ανδρείκελά σας και θα μας κυβερνούν είτε γίνουν, είτε δεν γίνουν εκλογές. (Άρχισαν ήδη οι εκλογομάγειροι να παρουσιάζουν σφυγμομετρήσεις όπου δήθεν το 75% του λαού θέλει πρωθυπουργό τον Παπαδήμο, αυτόν που μέχρι πριν ένα μήνα δεν τον ήξερε κανείς). Θέλετε να μας τιμωρήσετε επειδή γουστάρουμε τη ζωή, επειδή γλεντάμε, επειδή τραγουδάμε, επειδή χορεύουμε, επειδή λιαζόμαστε όταν εσείς μουχλιάζετε, επειδή δουλεύουμε για να ζούμε και δεν ζούμε για να δουλεύουμε, επειδή ό, τι κι αν κάνατε κι ό, τι κι αν σχεδιάζετε για το μέλλον μας, μαζί με τους άθλιους εντολοδόχους σας του πολιτικού συστήματος, που δεν ντρέπονται να συνωστίζονται στα κανάλια για να δηλώσουν το παρόν στη νομή της υποτιθέμενης εξουσίας την επόμενη μέρα, εμείς σαν τον ήρωα του Μπρεχτ, ακόμη και με τα χέρια ψηλά, μια λέξη έχουμε στο μυαλό μας. Δεν μαντέψατε; Να σας τη θυμίσω.
Τον καιρό της παρανομίας ένας πράκτορας μ’ ένα χαρτί επιτάξεως, που το είχαν εκδώσει αυτοί που εξουσίαζαν τον τόπο, εισέβαλε στο σπίτι του κ. Κόυνερ και του είπε, ότι είναι δικό του κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του, όπως και κάθε φαγητό που θα ζητούσε, ενώ κάθε άνθρωπος που θα βρισκόταν μπροστά του θα έπρεπε να τον υπηρετεί. «Επιτάσσεται το σπίτι σου για να εγκατασταθώ κι εσύ υποχρεούσαι να με υπηρετείς. Θα με υπηρετείς;» Ο κ. Κόυνερ δεν μίλησε. Αντί απαντήσεως του έβγαλε το αμπέχωνο, του έβγαλε τις μπότες, του πρόσφερε φαί, τον πρόσεχε όσο κοιμόταν και τον σκέπαζε να μην κρυώνει. Μόνο ένα δεν έκανε. Δεν είπε ούτε μια λέξη. Πέρασαν έτσι εφτά χρόνια. Ο πράκτορας από την καλοπέραση και τις συνεχείς διαταγές πάχυνε υπερβολικά, έπαθε έμφραγμα και πέθανε. Ο κ. Κόυνερ τον έβαλε σ’ ένα τσουβάλι, το πέταξε, καθάρισε το σπίτι, σοβάτισε τους τοίχους, πήρε μια βαθειά ανάσα και απάντησε «Όχι!». Ε, λοιπόν, Όχι! Ακόμη και με τα χέρια ψηλά, Όχι!