Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει
Ένα κομμάτι που θα μπορούσε να είχε γράψει ο καθένας μας.
της Εύας Κουσιοπούλου
Παρά το γεγονός ότι οι γονείς μου δεν υπήρξαν ποτέ «τύποι κάμπινγκ» οι παρέες μου ήταν. Τύποι παίρνουμε το αυτοκινητάκι, τη σκηνή και φύγαμε. Ή έστω τους υπνόσακους και ας μας ξυπνήσει ο ήλιος το πρωί στην παραλία. Είμαι τύπος «2ο πόδι». Δεύτερο πόδι Χαλκιδικής. Δεν είμαι ωστόσο τύπος «σα τη Χαλκιδική δεν έχει». Το αντίθετο μάλιστα. Αγαπώ δραματικά τις Κυκλάδες, θέλω να εξερευνήσω κάθε νησάκι της άγονης γραμμής, να φτάσω μέχρι τη Γαύδο και τη Σύμη.
Αγαπώ τα γαλαζοπράσινα νερά, τα πεύκα, τις τεράστιες, ανεκμετάλλευτες παραλίες, τις συνεχείς στροφές και τον απολαυστικά, σχεδόν άδειο δρόμο μέχρι να φτάσεις στα κάμπινγκ και τα χωριουδάκια του 2ου ποδιού! Παρά το γεγονός ότι πέρασα φωτεινά καλοκαίρια με κουβαδάκια και μπρατσάκια στις παραλίες της άγριας τότε Κρυοπηγής. Παρά τα καλοκαίρια της εφηβείας με τα ρόλερς , τα πατίνια μου, που δεν είχαν καν φρένα. Παρά τα τρυφερά βράδια στην Άθυτο (που έχασε τη μαγεία της από τη ξέφρενη ανοικοδόμηση), τις μουσικές και τις παρέες του Sani Festival, τα κοκτέιλ που δε σήκωνε ο άμαθος οργανισμός μου στο Babylon και στο Βubbles. Και παρά τις ταινίες με τη Στριπ, το Χόφμαν και το Ντε Νίρο στο θερινό σινεμά «Καλυψώ» της Χανιώτης. Aυτές οι καταραμένες ταινίες διαμόρφωσαν το χαρακτήρα μου και τις σινεφίλ εμμονές μου. Φταίει μάλλον ότι δεν έβλεπα ταινίες με αμερικανούς τινέιτζερς ή καρχαρίες που κυνηγούσαν λουόμενους, όπως οι περισσότεροι συνομήλικοι μου.
Μεγαλώνοντας το 2ο πόδι της Χαλκιδικής μου ασκούσε ολοένα και μεγαλύτερη έλξη. Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε και είχαμε πλέον τη δυνατότητα να φεύγουμε Σαββατοκύριακα, σχεδόν ταυτιστήκαμε με ένα από τα πιο γνωστά κάμπινγκ του ποδιού. Ένα κάμπινγκ που μεγάλωσε γενιές και γενιές Θεσσαλονικιών. Κοιτώντας πίσω νομίζω πως το μεγαλύτερο ατού του δεν ήταν ούτε οι φίλοι που δούλευαν εκεί και η οικειότητα που περίσσευε, ούτε η οργάνωση, ούτε τα πολύ καλά live που είδαμε κατά καιρούς, ούτε τα αυθόρμητα «σκηνικά» που έστηναν οι παρέες μέχρι να ενωθούν σε μία, ούτε οι τιμές, ούτε καν οι μουσικές που άκουγες στο ξύλινο μπαρ του. Ήταν η λευκή αμμουδιά και μία από τις πιο καθαρές, φιλικές ελληνικές θάλασσες.
Το καλοκαίρι μας ξεκινούσε επίσημα το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος. Το πέρασμα από το κάμπινγκ απαραίτητο. Κάθε χρόνο. Το πέρασμα του χρόνου έφερε αλλαγές. Αλλαγές στη σύνθεση της παρέας, αλλαγές στον τρόπο ζωής. Άλλοι ζευγάρωσαν και το έτερον ήμισυ αγαπούσε τις ανέσεις, άλλοι απέκτησαν παιδιά, άλλοι έφυγαν στο εξωτερικό, άλλοι βαρέθηκαν και απλά λάκισαν. Ανησυχούσα για τη «χύμα» ατμόσφαιρα που χανόταν. Έφτασα να παρατηρώ τις κοπέλες με τα ψηλοτάκουνα στις τουαλέτες να καίνε τα μαλλιά τους με τα σεσουάρ και να παιδεύονται με τα ψαλιδάκια για τις βλεφαρίδες, θυμίζοντας το «Κουρδιστό πορτοκάλι».
Κάπου εκεί αναχώρησα. Οι παρέες μου άλλαξαν ξανά. Δοκίμασα το free camping σε ένα μαγικό κόλπο, στον οποίο σύντομα κατέφθαναν ορδές ακόμα και με σκάφη και νέα Κυκλαδονήσια που περίμεναν να τα επισκεφθούμε. Στο free camping με έτρωγαν τα Σαββατοκύριακα (δεν τόλμησα να μείνω περισσότερο) η αλμύρα και τα κουνούπια. Το πρωί όμως ξυπνούσες νωρίς από τον πρώτο ήλιο και βουτούσες στη γαλαζοπράσινη θάλασσα. Ξεχνούσες ποιος ήσουν. Το παράδοξο ήταν ότι οι «τύποι κάμπινγκ» πολλαπλασιάζονταν.
Με ένα χρονικό άλμα φτάνουμε στο σήμερα. Ακόμα ένα τριήμερο στο 2o πόδι. Στο κάμπινγκ. Με τον καιρό να έχει τρελαθεί και να μην ξέρεις αν θα βρέξει ή αν θα κάνει καύσωνα. Με τα σπιτάκια ή τις τροχοβίλες (τα bungalows στα ένδοξα 80’ς) να είναι ήδη ρεζερβέ από τα πρώτα Σαββατοκύριακα του Ιουνίου και σε τιμές τουλάχιστον ενοικιαζόμενου. Με τις κρατήσεις να γίνονται αυστηρά μέσω διαδικτύου- αντίο χαμογελαστό πρόσωπο στην υποδοχή. Με(ς) την κρίση ό,τι θεωρούσαμε δεδομένο δεν είναι πλέον.
Εμείς πιστοί στο ραντεβού, ελαφρώς κουρασμένοι από την καθημερινότητα, αλλά χαμογελαστοί. Καθ’ οδόν χαζεύω τα μπάνερς που διαφημίζουν την επιστροφή στα καλοκαιρινά κλαμπ αστέρων που ανέδειξε ο χειμώνας στην ΤV. Ο άνεμος κουνά τα μπάνερς με τους δημοφιλείς τραγουδιστές των μπουζουκιών και οι γλουτοί μιας άλλης, νεότερης, άγνωστης ακόμα κυρίας μας καλούν να την ακολουθήσουμε. Touch me –follow me 0-1. Αλήθεια σε ποια χώρα, εκτός της δικής μας Μπανανίας, δεν έχουν ακόμα απαγορευτεί οι αφίσες -αληθινά θαύματα του photo shop δεξιά και αριστερά των δρόμων; Βέβαια όχι ότι οι «ποιοτικοί» είναι καλύτεροι. Έχουν κι αυτοί αρχίσει ήδη να διαφημίζουν… έντεχνα με μπάνερς τις καλοκαιρινές τους στάσεις στη Θεσσαλονίκη.
Στο αυτοκίνητο ξελαρυγγιαζόμαστε σαν το Θοδωρή και τη Δήμητρα στο τηλεοπτικό σήριαλ, τραγουδώντας “Message in a bottle” που παίζει ένας τοπικός σταθμός. Περιμένουμε περίεργοι να ακούσουμε την «αλλαγή». Το επόμενο είναι σκυλάδικο και ο ερμηνευτής παντελώς άγνωστος. Θα μου πει κάποιος γιατί ακούγεται καλύτερα σε αυτό το σημείο, κάπου στο 2ο πόδι τηςΧαλκιδικής ένας τούρκικος σταθμός; Ή γιατί οι σταθμοί που παίζουν σκυλάδικα έχουν νομοτελειακά μεγαλύτερη εμβέλεια και καλύτερο σήμα; Τα mp3 αποδεικνύονται σωτήρια.
Φτάνουμε στο κάμπινγκ βραδάκι. Οι φίλοι είναι ήδη στο μπαρ. Δεν έχει πολύ κόσμο, δε θυμίζει σε τίποτα «τις παλιές, καλές εποχές». Η κρίση επηρεάζει και τον (εσωτερικό) τουρισμό. Κατηφορίζοντας προς παραλία ακόμα ένα σοκ. «Πρώτη μουρή» τεράστιες σκηνές με τέντες που αυξάνουν τη χωρητικότητα. Έχουν και επιπλέον τέντες-προθάλαμους, μέχρι η κάθε σκηνή να αποκτήσει τουλάχιστον σαλοκουζίνα και 2 υπνοδωμάτια! Από έξω στρωμένο πλαστικό γκαζόν, δάδες, φωτιστικά δαπέδου, τουλάχιστον δύο συσκευές μπάρμπεκιου, ποδήλατα για όλη την οικογένεια, έπιπλα κήπου ή βεράντας, απαραίτητα φραπεδιέρα, ψυγείο κανονικό με είκοσι μαγνητάκια. Πόσο κοστίζει όλος αυτός ο εξοπλισμός; Το καλύτερο μου όμως είναι τα βάζα με τα λουλούδια. Τα πλαστικά λουλούδια. Οι διπλανοί της εξίσου τεράστιας σκηνής έχουν φέρει μαζί τους και το dvd player. Θα οργανώσουν κινηματογραφικές βραδιές. Αυτήν την αυθεντική, ανέμελη επαφή με τη φύση συμπληρώνει το ακριβό τζιπ. Σκονίζεται εκνευρισμένο δίπλα σε αυτοκίνητα, με τα οποία δε μπορεί να κάνει παρέα. Ξαφνικά μου λείπει η σκηνούλα μου, παρατημένη κάπου στο πατρικό.
Στο μπαρ περιμένω να ακούσω από μαύρες μουσικές μέχρι Πανούση. Από bossanova μέχρι Μοrcheeba (διαχρονικές επιλογές για beach bar). Αντί αυτού ακούω αυτό που λέγαμε στα 90’ς «φάλαινες».Μια παρωχημένη ambient/ electronica «λίγη θάλασσα, λίγο κρασί και το αγόρι μου» συν ήχους από φάλαινες για το ατμοσφαιρικό του πράγματος. Η ταβέρνα γνώρισε μεγάλες δόξες και τσιμπούσια. Η ίδια για την οποία οι γκραφιτάδες παραπονιόντουσαν πως δεν τους δεχόταν εύκολα στη διάρκεια του φεστιβάλ τους, γιατί περίμενε τους οικογενειάρχες που είχαν άλλο πακέτο να διαθέσουν. Tώρα βλέπει τα τραπεζάκια της άδεια. Το πρόχειρο φαγητό, οι αθάνατες κονσέρβες και οι σπιτικές μακαρονάδες κάτω από τις τεράστιες τέντες δίνουν και παίρνουν. Στα ψητά βοηθούν και οι άντρες και το διασκεδάζουν.
Αποφασίζουμε να πάμε Σάρτη. Μας αρέσουν τα ταξίδια στο χρόνο. Είναι η κατεξοχήν αναλλοίωτη «χώρα» του ποδιού. Ο χρόνος, τα χρώματα, τα μαγαζιά, οι επισκέπτες σε ταξιδεύουν πίσω στη δεκαετία του ’80, με έναν τρόπο που λατρεύουμε. Τουρίστες από την Νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά και παλιοροκάδες με δερμάτινα γιλέκα, σκισμένα τζιν και αρβύλες στην παραλία, κοτσίδες που γκριζάρισαν. Και όχι ξυρισμένες, αντρικές γάμπες. Η καθιερωμένη επίσκεψη στην τρατορία του Ιταλού για πίτσα με λεπτή ζύμη επιβάλλεται. Μετακόμισε λίγο πιο εκεί στην πλατεία. Στη θέση της άνοιξε ένα αξιοθαύμαστα σύγχρονο φαρμακείο. Το αφιέρωμα στις ιταλικές γεύσεις κλείνει με το καθιερωμένο ιταλικό παγωτό στη διπλανή τζελατερία. Όποιοι έχουν αντοχές περνούν μια βόλτα από το μπαρ με τις… αράχνες. Ο ντι-τζέι και ιδιοκτήτης παίζει βινύλιο χωρίς ακουστικά. Αυτό σημαίνει ότι ακούς συχνά λίγο από το προηγούμενο κομμάτι, ένα κενό και μετά το τραγούδι που έχει διαλέξει. Αλλά όλα έχουν την πλάκα τους.
Στο δρόμο προς τις Καβουρότρυπες, στο καλύτερο σημείο έχουν στήσει καντίνα. Θέλει και το φρι κάμπινγκ την έξοδο του. Τραπεζάκια στην άπλα και κιάλια για να θαυμάζεις τη θέα τρώγοντας σουβλάκι. Ποιος, γιατί και αν τους έχει δώσει την άδεια είναι μια άλλη ιστορία. Το μόνο που με χαροποιεί είναι ότι δεν έχουν ακόμα βάλει καμιά φωτιά να κάψει τα πολύτιμα πεύκα. Στο πρώτο πόδι μπορείς πλέον να θαυμάσεις μεζονέτες και ξενοδοχεία. Στα καμένα. Στις Καβουρότρυπες λέει έφτιαξαν καντίνα και έβαλαν ξαπλώστρες και ομπρέλες στην πιο χαρακτηριστική και εύκολα προσβάσιμη παραλία. Έχω χρόνια να κατηφορίσω προς τα εκεί. Το είπε ανακουφισμένη, όλο ενθουσιασμό μια κοπελιά στο αγόρι της.
Την άλλη μέρα έχει μάθημα aqua fun. Έντονα μαυρισμένα κυρίες με brazilian πλατσουρίζουν χαρούμενες, κρατώντας φωσφωριζέ «μακαρόνια» που επιπλέουν στην κρύα θάλασσα. Αυτό που βλέπουμε μπορεί να μην είναι γυμναστική, η επιλογή των μαγιό είναι όμως καλύτερη για τον ελληνικό σωματότυπο. Δε θα σας παραπέμψω στο βλάσφημο Ηλία Πετρόπουλο κάτι χρόνια πριν. Έχει και μάθημα zumba, που είναι η νέα μόδα. Ένας συνδυασμός αεροβικής με στοιχεία λάτιν, χιπ χοπ και χορό της κοιλιάς. Η μουσική ασχολίαστη. Χάνεις λέει κιλά και εκτονώνεσαι. Οι κύριοι στο μπαρ πάντως, που μέχρι τώρα άραζαν στη σκιά δείχνουν πραγματικό ενδιαφέρον. Νέα ήθη και έθιμα. Αδυνατώ να συμβαδίσω με την εποχή μου μαμά.
*Το «κάμπινγκ» θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε κάμπινγκ. Αρκεί να ήταν φιλόξενο και φιλικό. Αρκεί να σας αγκάλιαζε. Η παραλία.