See No Evil…

της Λίας Καραμπατέα Εικόνες: Νατάσσα Χριστιανοπούλου Σε μια περίοδο κάμψης για τα ελληνικά δεδομένα, που μεταξύ όλων έχει επηρεάσει σαφώς και τα καλλιτεχνικά δρώμενα, όσα εγχειρήματα έχουν απομείνει ακολουθούν συνήθως πεπατημένες οδούς συγκρατημένης επιτυχίας. Το δελτίο τύπου για την παράσταση «See No Evil, Hear No Evil, Speak No Evil» μαρτυρούσε κάτι εξ’ ολοκλήρου διαφορετικό από […]

Λία Καραμπατέα
see-no-evil-32366
Λία Καραμπατέα
_mg_7640copy.jpg

της Λίας Καραμπατέα Εικόνες: Νατάσσα Χριστιανοπούλου

Σε μια περίοδο κάμψης για τα ελληνικά δεδομένα, που μεταξύ όλων έχει επηρεάσει σαφώς και τα καλλιτεχνικά δρώμενα, όσα εγχειρήματα έχουν απομείνει ακολουθούν συνήθως πεπατημένες οδούς συγκρατημένης επιτυχίας. Το δελτίο τύπου για την παράσταση «See No Evil, Hear No Evil, Speak No Evil» μαρτυρούσε κάτι εξ’ ολοκλήρου διαφορετικό από ο,τι έχει επι/αποδοκιμάσει το κοινό της πόλης μας το τελευταίο διάστημα. Ασυζητητεί λοιπόν, βρεθήκαμε στην πρεμιέρα με μεγάλη χαρά, αλλά και περιέργεια.

Η παράσταση αφορά το «πάντρεμα» τριών έργων του Άγγλου συγγραφέα Harold Pinter, “Landscape”, “One for the road” & “Silence”. Ο Pinter, παρόλο που ξεκίνησε την πορεία του σαν ηθοποιός, έγινε γνωστός με τα έργα του να χαρακτηρίζονται ως θέατρο του παραλόγου. Όταν βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2005, η Σουηδική Ακαδημία δήλωσε γι’ αυτόν πως: «στα έργα του αποκαλύπτει τον γκρεμό κάτω από την καθημερινή μωρολογία και σπρώχνει προς τα κλειστά δωμάτια της καταπίεσης».

To «Landscape» είναι ένα μονόπρακτο (η πρώτη του εκτέλεση μάλιστα είχε γίνει ραδιοφωνικά!) που, χωρίς πλοκή, σε ένα μινιμαλιστικό σκηνικό ενός λεπτομερούς πρωινού γεύματος, μας δείχνει έναν καθημερινό διάλογο ενός παντρεμένου ζευγαριού. Αυτός, της μιλάει με ένταση και νευρικότητα, και τον νοιάζουν πρακτικά ζητήματα. Αυτή, πιο ρομαντική, αναπολεί κάτι από τα παλιά. Όλος ο διάλογος όμως είναι μια εναλλαγή σκέψεων χωρίς συνοχή. Ο ένας απευθύνεται στον άλλο, χωρίς να τον βλέπει ή να ακούει έστω τις απαντήσεις. «Είναι επιλογή το σε τι ανταποκρινόμαστε και σε τι όχι;»

Aκολουθεί το «One for the road», επίσης μονόπρακτο, που μέσα από πολιτικά μονοπάτια (σύγχρονα της εποχής του) θίγει με έναν καυστικό τρόπο το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο «υποτιθέμενος» διάλογος λαμβάνει χώρα σε ένα δωμάτιο….; Ναι, με ερωτηματικό είναι η σκέψη μας αυτή, γιατί στην πραγματικότητα ποτέ δεν γίνεται σαφής ο χώρος. Εκ πρώτης όψεως θα έλεγε κανείς πως βλέπει ένα σκοτεινό γραφείο, το οποίο όμως τελικά μπορεί να ήταν το δωμάτιο ενός σπιτιού που μετατράπηκε σε φυλακές. Χαρακτηριστικό μοτίβο του έργου είναι η φράση “one for the road” (προτροπή για ακόμη ένα ποτό), που εντελώς ειρωνικά, ενδιάμεσα στο κλίμα φυλακής, κάνει να ξεπροβάλλει το πνεύμα «πολιτισμένων» Βρετανών/Αμερικάνων. «Είναι ευχή ή κατάρα το να μην μπορείς να δεις γύρω σου;»

Για το τελευταίο έργο, «Silence», αξίζει να ειπωθεί η διευκρίνιση που είχε δώσει ο ίδιος ο Pinter, διαχωρίζοντας τις σιωπές σε δύο κατηγορίες: αυτή που υπάρχει όταν δε μιλά κανείς, αλλά και την άλλη (την πιο σημαντική), που υποβόσκει πίσω από τις λέξεις που ακούγονται. Λέξεις, σκέψεις, ερωτήματα, που αφήνουν πίσω τους μια ηχώ προβληματισμού. «Συνειδητοποιούμε τις συνέπειες του τι δεν είπαμε ποτέ;»

Τους ρόλους στα τρία αυτά μονόπρακτα ενσάρκωσαν με σειρά εμφάνισης οι: Francesca De Sica, Samuel Nunes de Souza, Alexander John, σε σκηνοθεσία της Σοφίας Νάκου, με βοηθό τη Laura Duffy.

Προσπαθώντας να διαλέξουμε το πρίσμα μέσα από το οποίο θα μπορούσε κανείς να εκφράσει μια εμπεριστατωμένη άποψη για μια τέτοια παράσταση, καταλήγουμε ότι το καταλληλότερο είναι αυτό που λέει πως τελικά σε κάθε έργο οι βασικοί «παίκτες» είναι δύο: αυτοί που είναι πάνω στη σκηνή, αλλά και αυτοί που παρακολουθούν από κάτω. Και εξηγούμε…

Είναι μια παράσταση, που πρέπει να «πονέσει» λίγο το μυαλό του θεατή για να μπει στο νόημα των έργων και να προβληματιστεί. Γιατί να θεωρηθεί κάτι κακό όμως αυτό; Η παράσταση πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου στα αγγλικά, αν και τελικά έγινε χρήση υπέρτιτλων. Φιλικά θα προτείνουμε στους συντελεστές βέβαια, πως η δυνατότητα παροχής ενός προγράμματος της παράστασης, θα ήταν πολύ βοηθητική, μιας που διαφορετικά, μπορούν να νιώσουν «άνετα» μόνο οι θεατές που έχουν έρθει καλά διαβασμένοι από το σπίτι τους για το τι πρόκειται να δουν.

Από τους τρεις ηθοποιούς, ξεχωρίσαμε τη γυναίκα της ομάδας, Francesca De Sica, της οποίας η ερμηνεία είχε τέτοια παραστατικότητα, σαν να ενσάρκωνε απλά τον εαυτό της και τίποτα περισσότερο.

Στα κομμάτια των διαλόγων, υπήρχαν συνοδευτικά φωτισμοί που εναλλάσσονταν, γραμμένα αποσπάσματα στους τοίχους, σε πανιά που κρέμονταν, και μικρές σκηνικές αλλαγές που κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον απλό άδειο μαύρο χώρο του Blackbox «γεμάτο» καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Με ευρηματικότατο τρόπο, η σκηνοθέτης, αξιοποίησε χιλιοστό προς χιλιοστό ο,τι υπήρχε στη διάθεσή της. Μια μικρή παρατήρηση ωστόσο είναι η έλλειψη καλού συγχρονισμού ανάμεσα σε φωτισμούς – εναλλαγές συνθημάτων – υπέρτιτλων, κάτι το οποίο καλοπροαίρετα θα αποδώσουμε μόνο στην «αμηχανία» της πρώτης παράστασης.

Η δομή των φαινομενικά τριών ανεξάρτητων έργων τελικά δεν ήταν καθόλου τυχαία, μιας που στη συνολική παράσταση θα έλεγε κανείς ότι υπήρχε κλιμάκωση έντασης και συναισθημάτων, ξεκινώντας από έναν «κενό» διάλογο στην αρχή, ανεβάζοντας την ένταση στην ανάκριση (με διαδραστικό τρόπο προς το κοινό – περισσότερα δεν λέμε!) και με αποκορύφωμα το τρίτο έργο που οι τρεις εξαθλιωμένοι χαρακτήρες εναλλάσσουν με απίστευτη ταχύτητα ατάκες, σκέψεις, κινήσεις ταυτόχρονα με φωτισμούς και συνθήματα γραμμένα παντού.

Και επειδή όπως είπαμε σε κάθε θεατρική παράσταση, δοκιμάζεται μαζί και το κοινό της, ενώ με χαρά παρατηρήσαμε πριν την έναρξη του έργου την παρουσία πολλών μαθητών, αναιρέσαμε τη γνώμη μας κατά τη διάρκεια του έργου, όταν κάθε λίγα λεπτά ακούγονταν δυνατά γέλια και σχολιασμοί σαν περιβάλλον σχολικής εκδρομής…

Ακόμη όμως και με αυτό σαν αφορμή, συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε το εξής: Στο ελληνικό κοινό, οι μεγαλύτερες ηλικίες είναι πιο «διαβασμένες» αλλά οι νεότερες είναι πιο εξοικειωμένες με αλληλεπιδράσεις έξω από τον χώρο των ελληνικών. Η παράσταση αυτή κατάφερε από την πρεμιέρα της να τραβήξει την προσοχή και των δύο, και αυτό λέει μάλλον πολλά.

Ξεχνώντας το θέατρο όπως το εννοούμε στην Ελλάδα συνήθως, προετοιμαστείτε για κάτι διαφορετικό, και προλάβετε μία από τις επόμενες παραστάσεις…

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα