Σιωπές και ακυρώσεις
Παράξενη άνοιξη ξεκινά. Χωρίς ελπίδα.
Οι άνθρωποι που ξέρω και που συναναστρέφομαι, αφήνουν πίσω δέκα χρόνια κρίσης με μια έντονη πίκρα να έχει διαγραφεί στα πρόσωπά τους.
Σαν ένα είδος μάσκας που έχει κολληθεί εκεί με κάποια κόλλα τόσο στέρεη που έγινε ένα με τα πρόσωπά μας.
Οι διαρκείς διαψεύσεις καλύτερων ημερών, η κοινωνική αποσάθρωση σε τόσα πολλά πεδία, η αδυναμία συντήρησης στοιχειωδώς του δημόσιου χώρου, της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, η επιστροφή μεγάλων συμφερόντων με την λογική του αρπακτικού, η απορρύθμιση μικρών κοινωνιών εξαιτίας της αναχώρησης ικανών στρωμάτων πληθυσμού που άφησαν πίσω τη χώρα, με την άφιξη δυστυχισμένων ανθρώπων που άφησαν πίσω τις δικές τους χώρες για μια ελπίδα καλύτερης ζωής, με την αδυναμία του κράτους να διαχειριστεί μικρές και μεγάλες κρίσεις.
Περπατάς στον δρόμο και βλέπεις πρόσωπα σκυμμένα και αμίλητα πάνω σε smartphone, αστέγους στα κέντρα των πόλεων, ομογενοποίηση των κέντρων με τα κέντρα όλων των πόλεων του κόσμου. Με τα ίδια ακριβώς καταστήματα, στα ίδια ιστορικά κτίρια, αύξηση των ανισοτήτων και απόσταση.
Η τηλεόραση τις νύχτες μεταδίδει επιχειρηματικά success stories στις ειδήσεις και μετά ριάλιτι που απεγνωσμένοι ψάχνουν ένα μέλλον. Μια διάκριση από το μέσο όρο. Έναν τρόπο να ξεχωρίσουν.
Παράξενη Άνοιξη μπαίνει. Μια Άνοιξη που δεν προηγήθηκε Χειμώνας. Με νέες αγωνίες και νέες υπνώσεις. Τίποτε δεν άλλαξε, τίποτε δεν καλυτέρεψε παρά τις υποσχέσεις, καμιά ζωή σκοτεινιασμένη δεν είδε φως. Κάποιοι νοιώθουν απλά πως ψηλώνουν όταν μπορούν να επιβληθούν σε πιο εξαθλιωμένους. Μέσα στο λάκκο της ακινησίας, νικάει ο λίγο πιο δυνατός. Μπορεί κανείς να μη σου αύξησε το μισθό, όμως αν αισθάνεσαι ότι μπορείς να πατήσεις κάτω τον ανυπεράσπιστο ξένο, ψηλώνεις δυο πόντους από περηφάνια. Όταν μπορούν να επιβάλουν το νόμο του ισχυρού σε πιο ανίσχυρους από κείνους οι άνθρωποι ξεχνούν τα υπόλοιπα.
Παράξενη άνοιξη. Να δούμε που θα βγάλει…