Σκέψεις με αφορμή το «Μαιευτήριο» στο Θέατρο «Τ»

Θεωρώ μέγα κέρδος για τον θεατρικό χώρο την παρουσία και προσφορά του Τριαρίδη. Εμπλουτίζει με πολύτιμο έργο τη θεατρική μας ζωή και βιβλιοθήκη.

Σάββας Πατσαλίδης
σκέψεις-με-αφορμή-το-μαιευτήριο-στο-1241095
Σάββας Πατσαλίδης

Τον Θανάση Τριαρίδη πιο πολύ τον απασχολούν τα πράγματα που δεν βλέπουμε παρά αυτά που βλέπουμε. Δηλαδή, με θεατρικούς όρους, θα λέγαμε ότι πιο πολύ τον συναρπάζει το σκοτεινό και “άτακτο” θέαμα των παρασκηνίων, παρά το εκλογικευμένο, το “νομιμοποιημένο” και έντεχνα τακτοποιημένο θέαμα των προσκηνίων. Εκεί αναζητεί κάποιες σταθερές, κάποιες ίσως αλήθειες σε μια εποχή Post Truth. Το κατά πόσο αυτό είναι εφικτό, είναι ένα μέγα θέμα, ιδίως στην εποχή μας.

Με εργαλείο τη διεισδυτική δυναμική των λέξεων προσπαθεί, σε κάθε συγγραφικό του εγχείρημα, να προκαλέσει ρωγμές στις συμπαγείς σχέσεις ανάμεσα στα οικεία σημεία και σχήματα και τα αποδεκτά σημαινόμενά τους, ούτως ώστε το “αόρατο” και το ανοίκειο, να αποκτήσουν σκηνική ορατότητα, δηλαδή να δημιουργήσουν τον δικό τους χώρο και το δικό τους κείμενο επιτέλεσης.

Ιδωμένο στο σύνολό του, το έργο του είναι η αξιοποίηση της μόνιμης πάλης του ανθρώπου ανάμεσα στους νόμους από τη μια και της επιθυμίας του, από την άλλη, για τη διάρρηξη ή την υπέρβασή τους. Και αυτό ακριβώς κάνει στο “Μαιευτήριο”, όπου δεσπόζει το θέμα της αόρατης εξουσίας και των σχέσεών της με τον πολίτη (και εν πολλοίς τροφοδότη της).

Στο συγκεκριμένο έργο, με τις δυστοπικές προδιαγραφές, ο Τριαρίδης μιλά για τον έλεγχο του ανθρώπου μόλις δει το φως της ζωής, δηλαδή μέσα στο μαιευτήριο. Εκεί εκκινεί το ελεγχόμενο οδοιπορικό του, βάσανός του από τους ορατούς και αόρατους ρυθμιστές της ζωής του. Η επιχειρηματολογία του μας προσφέρει μια “άλλη” ανάγνωση, που θέτει ευθύς αμέσως και ζήτημα αναπαράστασης. Πώς επιτυγχάνεται η απομυθοποίηση, το πέρασμα από το οικείο στο ανοίκειο; Μέσα από την παράσταση ή την αναπαράσταση;

Από τη στιγμή που ο “τακτοποιημένος” ρεαλισμός δεν φαίνεται να είναι και ο πιο κατάλληλος, ο πιο φιλόξενος χώρος για έναν αποδομιστή όπως ο Τριαρίδης, η άλλη λύση είναι κάτι πιο “χαλαρό” ,τόσο στις αισθητικές όσο και στις ιδεολογικές προδιαγραφές του, όπως ο μεταμοντερνισμός, για παράδειγμα.

Όμως, εδώ μπαίνει και ένα ακόμη ζήτημα:  ο μεταμοντερνισμός, από την ίδια τη θέση εκκίνησής του (που είναι ο πλουραλισμός), εναντιώνεται στο λογική των απόλυτων συμπερασμάτων, δηλαδή στο κλείσιμο" της όποιας συζήτησης, με βάση τη λογική των μοντερνιστών και των θιασωτών της μαρξιστικής διαλεκτικής.

Θανάσης Τριαρίδης

Από πολλές απόψεις ο Τριαρίδης είναι (και ηλικιακά) “παιδί” του μεταμοντερνισμού. Απλώς αισθάνομαι πως δεν συμβιβάστηκε απόλυτα μαζί του. Αντιστέκεται. Εξού και η τάση του να σπρώχνει το νήμα των ιστοριών του προς ένα πι ασφαλές κέντρο, το δικό του. Όπως το έχω σχολιάσει και αλλού αυτό, ενώ στην αρχή κάθε ιστορίας αρέσκεται να "εκ-κεντρώνει" τα οικεία σχήματα, να τα ξεγυμνώνει και να τα εκθέτει, όπως κάνει ένας καθαρός μεταμοντερνιστής, μετά κάπου θέλει να τα “συγκεντρώσει”, να τα ευθυγραμμίσει με τις συγγραφικές του προθέσεις και ιδεολογικές θέσεις (ή επιθυμίες). Η ευρυχωρία του “μετά” φαίνεται να του προκαλεί μια σχετική αμηχανία. Ίσως γιατί του ακυρώνει τη μαθηματική εκλογίκευση της ανατροπής που κουβαλά στο μυαλό του. Έτσι, επιζητεί το δίκτυ ασφαλείας κάποιου συμπεράσματος.

Σε κάθε περίπτωση, βρίσκω συναρπαστική τη γραφή του, γιατί διαρκώς προ(σ)καλεί ένα σωρό σοβαρά θέματα για γόνιμη συζήτηση, θέματα που πολλαπλασιάζονται όταν μπαίνει και στο θέατρο, με τη γνώριμη αποδομητική του ορμή. Και λέω και στο θέατρο, γιατί, σε αντίθεση με τη σελίδα, το θέατρο, ένεκα της οντολογικής του υπόστασης, δεν είναι ποτέ ένα πράγμα. Είναι πάντα και κάτι “άλλο”, που δεν ανήκει στον συγγραφέα. Είναι πάντα και κάτι που δεν εγκλωβίζεται ούτε ακινητοποιείται.

Γι’ αυτούς και πολλούς άλλους λόγους θεωρώ μέγα κέρδος για τον θεατρικό χώρο την παρουσία και προσφορά του Τριαρίδη. Εμπλουτίζει με πολύτιμο έργο τη θεατρική μας ζωή και βιβλιοθήκη.

Στο διά ταύτα

Τώρα, σε ό,τι αφορά ειδικά την περφόρμανς του έργου του “Μαιευτήριο” στο θέατρο «Τ», που ήταν και η αφορμή για τα παραπάνω σχόλια, από την ομάδα Πρόταση, μπορεί να πρόδιδε ιδρώτα και φιλότιμο, και κάποιες ενδιαφέρουσες χορογραφίες, όμως πρόδιδε κυρίως δάνεια αναφομοίωτα, που κραύγαζαν από μακριά την προέλευσή τους. Δάνεια τα οποία ο σκηνοθέτης, αδυνατώντας να τα κάνει δικά του, τον οδήγησαν μοιραία σε έναν παθητικό, αντι- παραγωγικό μιμητισμό. Και σε σχέση με αυτό να προσθέσω το εξής.

Είναι πολύ σημαντικό ένας νέος καλλιτέχνης να μη φοβάται τον πειραματισμό, το ρίσκο. Αλλοίμονο στους νέους που κάνουν θέατρο σαν γέροι. Όμως, είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίζει ο κάθε νέος ότι πριν μάθει να διαλύει ένα οικοδόμημα πρέπει πρώτα να ξέρει ή αν δεν ξέρει να μεριμνήσει να μάθει πώς χτίζεται. Αν δεν έχει κάνει κτήμα του το μοντέρνο, λ.χ., δεν μπορεί να περάσει στο μεταμοντέρνο. Αν δεν έχει καταλάβει τον Διαφωτισμό δεν μπορεί να περάσει στον αποδομισμό. Αυτό λέει η λογική. Και αυτό προκύπτει μέσα από διάβασμα, ενημέρωση και συνεχή προετοιμασία.. Μόνο με αυτό το συνοδευτικό φορτίο οι όποιες αποδομητικές, ακόμη και οι πιο ακραίες, επιλογές πείθουν, και τούτο γιατί μόνο τότε έχουν βάση, δηλαδή πατάνε κάπου γερά και δεν φαντάζουν εφετζίδικες χαριτωμενιές, κενές περιεχομένου.

Τι είδα, λοιπόν από την ομάδα «Πρόταση»;  Είδα έναν νέο σκηνοθέτη (Στέλιος Βραχνής) να αναμετριέται με το έργο του Τριαρίδη, με πλοηγό τη μέθοδο του Τερζόπουλου και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, του Σάββα Στρούμπου. Δεν είμαι εναντίον των προτύπων. Το αντίθετο. Στις τέχνες δεν υπάρχει παρθενογένεση. Όλοι από κάπου πιανόμαστε για να αρχίσουμε και στη συνέχεια να χτίσουμε επάνω στα δάνειά μας, στις επιρροές μας κ.λπ. Απλώς πρέπει να έχουμε πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που προτάσσει κάθε πρότυπο στο οποίο στρεφόμαστε για έμπνευση. Αλλά και αυτογνωσία απαιτείται, του τύπου: “Κατάλαβα αυτή τη μέθοδο για να την χρησιμοποιήσω; Είμαι έτοιμος; Μπορώ να τη διδάξω σε άλλους;”

Το τονίζω αυτό γιατί ειδικά η μέθοδος του Τερζόπουλου δεν είναι μια εύκολη περίπτωση. Είναι μια πολύ σύνθετη δοκιμασία, που απαιτεί πολλή δουλειά, ασκητικό δόσιμο και συνεχείς βυθίσεις, μια αναζήτηση πίσω από την ορατότητα των σωμάτων και το νόημα των λέξεων.

Ο σκηνοθέτης του “Μαιευτηρίου” πήρε δυο-τρία κινησιολογικά και χειρονομιακά μοτίβα και τεχνικές αναπνοής από τον Τερζόπουλο και τον μαθητή του τον Στρούμπο και πριν ο ίδιος τα κατακτήσει, τα φόρτωσε επάνω σε σώματα τα οποία προφανώς δεν ήταν έτοιμα να σηκώσουν αυτό το βάρος, ούτε σωματικά ούτε φωνητικά ούτε πνευματικά.. Σίγουρα αναγνωρίζω ότι το πάλεψαν (και φάνηκε), πίστεψαν σε αυτό που κλήθηκαν να κάνουν, τα έδωσαν όλα, και μπράβο τους, όμως αυτό δεν αλλάζει τη γενική εικόνα.

Θέλω να πω ότι όταν τα δάνεια δεν είναι καλά αφομοιωμένα και ομαλά ενταγμένα στο σώμα μιας παράστασης, δηλαδή δεν βγαίνουν μέσα από την ίδια την παράσταση ως αναγκαιότητα, τότε φαντάζουν αλλότριο σώμα. Μοιάζουν πιο πολύ με επίδειξη της αγωνίας του ίδιου του σκηνοθέτη να μας δείξει ότι είναι μοντέρνος ή μεταμοντέρνος, δεν έχει σημασία. Όμως, το θέμα δεν είναι να μας “δείξει”, αλλά να μας “πείσει”. Κάτι στο οποίο απέτυχε. Τουλάχιστον στα δικά μου μάτια.

Κατακλείδα

Πάντως να πω κλείνοντας ότι, όπως ο Τριαρίδης βυθίζεται στα σπλάχνα των λέξεων ψάχνοντας για κρυμμένα και πολύτιμα μέταλλα, έτσι φαντάζομαι και μια σκηνοθεσία των λέξεών του. Μιλώ για μια σκηνοθεσία βάθους και όχι επιφάνειας. Και υπ’ αυτή την έννοια, η μέθοδος του Τερζόπουλου σίγουρα προσφέρεται για κάτι τέτοιο, όμως, όπως είπα, θέλει προσοχή, δεν είναι παίξε γέλασε. Απαιτεί, από όποιον φιλοδοξεί να την χρησιμοποιήσει, χρονοβόρα προετοιμασία, διαφορετικά εκθέτει.

Φυσικά όλα αυτά είναι μια δική μου εκτίμηση. Δείτε την παράσταση για να διαμορφώσετε τη δική σας άποψη, η οποία κάλλιστα μπορεί να διαφέρει από τη δική μου. Για θέατρο μιλάμε. Χωράνε πολλές απόψεις.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα