Σκιές της Δευτέρας
Του Γιώργου Τούλα Κάθε Δεύτερα, νωρίς το πρωί, κατεβαίνοντας στο κέντρο της πόλης, με πιάνει συνήθως φανάρι στη γωνία Μπότσαρη και Βασιλίσσης Όλγας. Στη δεξιά μεριά του πεζοδρομίου, μπροστά στους ξέχειλους από σκουπίδια κάδους στέκονται πάντα ένα τσούρμο άνθρωποι. Οι ίδιοι κάθε Δεύτερα. Αθέατοι πρωταγωνιστές της γωνίας. Μοιάζουν να είναι οικογένειες. Έχουν μαζί τους παιδιά, […]
Του Γιώργου Τούλα
Κάθε Δεύτερα, νωρίς το πρωί, κατεβαίνοντας στο κέντρο της πόλης, με πιάνει συνήθως φανάρι στη γωνία Μπότσαρη και Βασιλίσσης Όλγας. Στη δεξιά μεριά του πεζοδρομίου, μπροστά στους ξέχειλους από σκουπίδια κάδους στέκονται πάντα ένα τσούρμο άνθρωποι. Οι ίδιοι κάθε Δεύτερα. Αθέατοι πρωταγωνιστές της γωνίας.
Μοιάζουν να είναι οικογένειες. Έχουν μαζί τους παιδιά, δυο ζευγάρια όχι πάνω από πενήντα, μια κοπέλα με σκούφο, όχι πάνω από είκοσι και μια ηλικιωμένη γυναίκα. Σέρνουν καρότσια ξεχαρβαλωμένα, φορτωμένα με σχισμένα χαρτόκουτα. Καρότσια που μοιάζει να φιλοξενούσαν κάποτε μωρά, ελληνόπουλα πιο ευτυχισμένων εποχών. Τα καρότσια είναι τα μοναδικά απομεινάρια εκείνης της όχι και τόσο μακρινής και ξέγνοιαστης εποχής. Κάπου πετάχτηκαν αφού πάλιωσαν και το έργο τους ολοκληρώθηκε, κάποιος τα περιμάζεψε, άλλαξαν χρήση. Εκεί που αποκοιμιόταν μέχρι πρότινος ανέμελα βρέφη, τώρα στοιβάζεται η λεία του πρωινού.
Η Δεύτερα είναι πολύτιμη μέρα για κείνους. Το Σαββατοκύριακο οι νοικοκυραίοι της Όλγας έχουν κάνει τις εκκαθαρίσεις τους. Έχουν ανεβάσει καλοκαιρινά σε ντουλάπες, έχουν κατεβάσει χειμωνιάτικα, έχουν ξεσκαρτάρει στρωσίδια, παλιά φθαρμένα αποφόρια, χαλασμένα παπούτσια, μπότες που δεν κάνουν πια στα παιδιά. Ολοένα και λιγότερα λόγω της κρίσης, αφού οι μοδίστρες στις γειτονιές κάνουν χρυσές δουλειές με τις μεταποιήσεις, αλλά πάντως κάτι πετάνε ακόμα. Τις Δεύτερες τα αστικά απόβλητα είναι περισσότερα. Που και που κανένα χαλασμένο παιχνίδι που το αρπάζουν τα παιδιά του τσούρμου σαν πολύτιμο λάφυρο.
Το τσούρμο πιάνει δουλειά από νωρίς. Δουλεύουν σιωπηλά, μεθοδικά, βουτούν στους κάδους, ξεδιαλέγουν. Κάθε φορά που βρίσκουν κάτι πολύτιμο η φωνή υψώνεται λίγο περισσότερο, μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνεις, πρόσκαιρη χαρά και μετά πάλι προσήλωση. Τους κοιτάζω κάθε Δεύτερα και απορώ που πάνε όταν πέσει το φως της μέρας. Που συνεχίζονται αυτές οι λαθραίες ζωές. Που τους βρίσκει η νύχτα. Όσο κρατάει το φανάρι, μου έχει τύχει μια δυο φορές να κάνω το μηχανάκι στην άκρη, ασυναίσθητα να κλέψω λίγο ακόμα από τις εικόνες του κόσμου τους. Ειδικά του κοριτσιού με το σκούφο. Που μοιάζει πιο παράταιρο από όλους τους άλλους. Η πιο ξένη φιγούρα σε κείνο το πεζοδρόμιο. Η πιο μοναχική. Ένας εκπεσών άγγελος πλάι σε μια στοίβα με ακυρωμένα όνειρα.