Σκηνή καλοκαιριού
Μια εικόνα τυπικού ελληνικού καλοκαιριού.
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Κάθομαι στο μπαλκόνι και τους βλέπω. Είναι τρεις. Περνούν, από τον δρόμο μπροστά από το σπίτι, κάθε πρωί, γύρω στις έντεκα. Αθλητική περιβολή. Κοντά παντελόνια, μπλούζες με στάμπες και αθλητικά παπούτσια. Στους ώμους έχουν κρεμασμένες πολύχρωμες πετσέτες της θάλασσας. Ο ένας ψηλός και αδύνατος, περπατάει σα να κάνει παρέλαση, κουνώντας ζωηρά χέρια και πόδια. Ο δεύτερος, στο ίδιο μπόι περίπου, αθλητικός, με έντονα τα σημάδια αραίωσης στο τριχωτό της κεφαλής, παρά το γεγονός ότι μόλις έχει περάσει, όπως και οι φίλοι του, την εφηβεία. Περπατάει λιγότερο ζωηρά από τον πρώτο. Δεν του δώσαν τυχαία το παρατσούκλι «το πτώμα»… Ο τρίτος, πιο κοντός, χοντρός, με μαλλί αφάνα, περπατάει και μιλάει ασταμάτητα. Από πίσω τους, ακολουθεί σε μικρή απόσταση, ένα μεγάλο λυκόσκυλο, αδέσποτο που μάλλον κάποιος «φιλόζωος» το παράτησε στην εξοχή και τώρα τριγυρνάει και αποφάσισε να τους συνοδεύσει.
Έρχονται από το camping και βρίσκουν την παρέα τους, που παραθερίζει «στα συγκροτήματα». Ο πρώτος της παρέας, αυτός με την παρέλαση, αγαπάει εκεί και οι άλλοι συμπαραστέκονται. Δεν τους κλαίω. Κάθε άλλο. Περνούν όλη την μέρα με την παρέα στην θάλασσα και το απόγευμα επιστρέφουν και πάλι με τα πόδια στο κάμπινγκ. Αυτοκίνητο γιοκ. Δεν ξέρω καν αν είναι σε ηλικία για να έχουν δίπλωμα. Κάνουν το μπανάκι τους, φοράνε μακριά παντελόνια, παρφουμαρίζονται και παίρνουν και πάλι τον δρόμο της επιστροφής για να βρουν την παρέα. Καμιά φορά, βγαίνουν στον δημόσιο και κάνουν οτοστόπ. Δύσκολη υπόθεση. Ποιος σταματάει να πάρει τρεις μαντράχαλους; Αυτοί το παλεύουν.
Φτάνουν ακριβώς την ώρα που ανοίγει η ψησταριά κάτω από τις ελιές. Το μαγαζί ανοίγει μόνο βράδυ και έτσι, την ώρα αυτή, έχει τις πιο κρύες μπύρες. Τις συνοδεύουν με σουβλάκια και πατάτες τηγανιτές σε μεγάλες ποσότητες. Με τόσα χιλιόμετρα που περπατούν κάθε μέρα και πέτρες να τους έδιναν θα τις έτρωγαν. Σιγά σιγά μαζεύεται και η υπόλοιπη παρέα, γύρω από το τραπέζι. Γέλια, φωνές, αστεία, πειράγματα. Αγόρια και κορίτσια στα ντουζένια τους. Καλοκαιρινοί έρωτες, αγωνίες, ελπίδες, ίντριγκες, παρεξηγήσεις. Όλα αυτά με την υπέροχη ανεμελιά της ηλικίας και του καλοκαιριού. Προγραμματισμός για το βράδυ. Η απόφαση εύκολη. Η επιλογή μια. Η τοπική καλοκαιρινή, ξεσκέπαστη Ντίσκο Χάρμα. DJ Babis σε κουβούκλιο από αλουμίνιο και τζάμι, κοκτέιλ αμφίβολης ποιότητας, συνύπαρξη όχι πάντα αρμονική των παιδιών των παραθεριστών με τους ντόπιους και χορός μέχρι το μαγαζί να κλείσει. Είναι και οι ώρες κοινής ησυχίας και οι γείτονες περιμένουν πάνω από το τηλέφωνο για να καλέσουν την αστυνομία.
Η παρέα κατηφορίζει προς την άμμο. «Να ανάψουμε φωτιά». Ξύλα έχει αποθηκευμένα στην πιλοτή, ο προνοητικός πατέρας μιας από τις κοπέλες. Καταδρομική επιχείρηση από τους πιο τολμηρούς. «Έλα μωρέ. Δεν θα του λείψουν, αν του πάρουμε δυο κούτσουρα». «Άπλωσε λίγο την στοίβα και δεν θα το καταλάβει κανείς». Η φωτιά ανάβει, γρήγορα. Νεανικά κορμιά, ξαπλωμένα στην ζεστή ακόμα άμμο, σε συνδυασμούς τύπου scramble. Χαζεύουν τα αστέρια και το φεγγάρι που σχηματίζει μια όμορφη γραμμή μέσα στη θάλασσα. Τα υπόλοιπα τα κρύβει το σκοτάδι.
Η ώρα περνάει. Η παρέα αρχίζει να φυλλορροεί. Τα ξύλα τελειώνουν. Το scramble διαλύεται. Υπάρχουν και οι δεσμεύσεις από το σπίτι για την ώρα επιστροφής. Οι τρεις φίλοι παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής. Περπάτημα κάτω από την φεγγαράδα. Ανασκόπηση της ημέρας και της νύχτας. Κουτσομπολιά και σοβαρές συζητήσεις ανακατεμένα. Καλοκαιρινή καψούρα και χοντρά πειράγματα.
Φτάνουν στο κάμπινγκ. Η κουβέντα συνεχίζεται μέχρι που έναν έναν τους παίρνει ο ύπνος, καθώς μιλάνε, αφήνοντας τις φράσεις τους στη μέση. Αύριο πάλι.