Σπεύδε βραδέως στα επικινδύνως ετοιμόρροπα
Μπορούν να κατεδαφιστούν χωρίς κρίση τα περισσότερα συγκροτήματα του μεσοπολέμου, πολλές βιομηχανικές εγκαταστάσεις και όλα τα δείγματα της μοντέρνας και σύγχρονης αρχιτεκτονικής.
Λέξεις: Νίκου Καλογήρου
Η πρόσφατη ενδιαφέρουσα συζήτηση (23/24-3-2021) στη Βουλή επικεντρώθηκε στα μείζονα θέματα διανομής της γης στον Μητροπολιτικό Πόλο Ελληνικού. Λιγότερη σημασία δόθηκε στο ένθετο άρθρο για τη σύσταση και τις αρμοδιότητες της Ειδικής Επιτροπής Επικινδύνως Ετοιμορρόπων (Ε.ΕΠ.ΕΤ.). Η επιτροπή θα εξετάζει τις περιπτώσεις των επικίνδυνων κτισμάτων, τα οποία:
• έχουν ηλικία τουλάχιστον ενός αιώνα, ή • γειτνιάζουν με μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους, ή • εντάσσονται σε ιστορικούς τόπους, ή • σε τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Οι επιτροπές σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση θα περιλαμβάνουν αρχιτέκτονες και πολιτικούς μηχανικούς, θα διενεργούν αυτοψίες και θα εκδίδουν αποφάσεις κατεδάφισης με συνοπτικές διαδικασίες. Ένας εύλογος στόχος αυτών των ρυθμίσεων είναι να εκλείψουν οι πολλαπλές και συχνά αντικρουόμενες γνωμοδοτήσεις που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών, όπως δυστυχώς διαπιστώθηκε και στον πρόσφατο σεισμό της Σάμου, όπου δύο έφηβοι καταπλακώθηκαν από τοίχο που κατέρρευσε.
Είναι γεγονός ότι υπήρξε πρόνοια να εξαιρεθούν από το πεδίο δράσης της Ε.ΕΠ.ΕΤ. τα μνημεία και τα διατηρητέα κτίρια του ΥΠΠΟΑ, του ΥΠΕΝ (αρ. 6 του ΝΟΚ), της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και του υφυπ. Μακεδονίας Θράκης. Οι πολλοί συναρμόδιοι φορείς έχουν διαφορετικές στοχεύσεις στο πλαίσιο της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς που προβλέπεται από το Σύνταγμα (αρ. 24).
Έτσι, η προστασία από το Υπουργείο Πολιτισμού εντοπίζεται στα σημαντικά μνημεία και σε κτίρια που χαρακτηρίζονται ως «έργα τέχνης». Η προστασία από το ΥΠΕΝ και τους αποκεντρωμένους φορείς είναι ευρύτερη και περιλαμβάνει οικοδομές που εντάσσονται σε αξιόλογα σύνολα ή έχουν κυρίως πολεοδομική αξία, καθώς συμβάλλουν στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία των οικισμών. Εδώ, η προστασία μπορεί, κατά περίπτωση, να αφορά στις όψεις ή στα κελύφη και να επιτρέπει σημαντικές ανακαινίσεις και προσθήκες. Ο κύριος στόχος είναι η αναβίωση ή η επανάχρηση των διατηρητέων με τους αναγκαίους εκσυγχρονισμούς και όχι η μουσειακή χρήση.
Με αυτά τα δεδομένα προκύπτουν εύλογες επιφυλάξεις για ενδεχόμενη καταχρηστική αξιοποίηση των νέων προβλέψεων. Κατά παράδοξο τρόπο, για ρύθμιση που προέρχεται από το ΥΠΕΝ, δίνεται έμφαση στην απαραίτητη συνεργασία με το ΥΠΠΟΑ, αλλά φαίνεται να υποβαθμίζεται το σημαντικό και πολυπληθέστερο απόθεμα που προστατεύεται από το ίδιο το ΥΠΕΝ. Δίνονται έμμεσα δυνατότητες να κινούνται οι διαδικασίες από ιδιοκτήτες ή καταγγέλλοντες που έχουν πιθανά συμφέροντα αξιοποίησης των οικοπέδων μετά τις κατεδαφίσεις.
Ενώ αναγνωρίζεται ότι, σε περιπτώσεις αξιόλογων κτιρίων, μπορεί να επιβληθεί η φωτογραφική τεκμηρίωση και η απόσπαση αξιόλογων αρχιτεκτονικών και διακοσμητικών στοιχείων δεν φαίνεται να προβλέπεται η αυτονόητη δυνατότητα χαρακτηρισμού τους ως διατηρητέων και η άμεση προσωρινή υποστύλωσή τους. Το πρόβλημα επιτείνεται καθώς παραλείπονται οι, έως σήμερα, προβλεπόμενες γνωμοδοτήσεις από τις Υπηρεσίες Δόμησης και τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής. Επιπλέον η ανάθεση της εφαρμογής στις τοπικές αρχές μπορεί να επιφέρει πιέσεις για διαδικασίες καταστροφής ενός πολιτισμικού αποθέματος που δεν μπορούν να αναστραφούν.
Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, φαίνεται να είναι το ζήτημα του αυθαίρετου περιορισμού της εφαρμογής του νόμου μόνο σε κτίρια άνω των 100 ετών. Έτσι δεν εξετάζονται και μπορούν να κατεδαφιστούν χωρίς κρίση τα περισσότερα συγκροτήματα του μεσοπολέμου, πολλές βιομηχανικές εγκαταστάσεις και όλα τα δείγματα της μοντέρνας και σύγχρονης αρχιτεκτονικής.
Με αυτά τα δεδομένα, οι προβλεπόμενες διατάξεις για την αποτελεσματική κατεδάφιση-απομάκρυνση επικίνδυνων κατασκευών εμπεριέχουν αρκετούς κινδύνους να λειτουργήσουν ως μπούμερανγκ σε όσες περιπτώσεις βρεθούν στο στόχαστρο αξιόλογα δείγματα της νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, που θα έπρεπε να προστατευθούν. Με βάση την καθολικά αποδεκτή ανάγκη για αξιοποίηση και προστασία του υφιστάμενου κτιριακά αποθέματος είναι επιθυμητή η βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου. Πρέπει να αποφεύγονται οι χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, αλλά παράλληλα πρέπει να υπάρχει μια περισσότερο συνολική οπτική επανάχρησης.
Είναι βέβαιο ότι πολύπλοκες συχνά αντικρουόμενες διατάξεις και αρμοδιότητες δεν βοηθούν στην επίτευξη αυτού του στόχου. Οι νέες ρυθμίσεις εξασφαλίζουν ταχύτερη διεκπεραίωση, αλλά παραμένουν αποσπασματικές και δυνητικά επικίνδυνες για την προστασία μη κηρυγμένων κτισμάτων. Κατά συνέπεια, προκύπτει το επείγον αίτημα για μια συνολική, στοχευμένη και ιεραρχημένη ρύθμιση που θα αξιολογήσει σωστά τις παραμέτρους και θα επιδιώξει την δημιουργία κινήτρων για αναβίωση των ιστορικών συνόλων, καθώς η επίμονη σημερινή κρίση οδηγεί μαθηματικά στην εγκατάλειψη και την υποβάθμισή τους.
*Ο Νίκος Καλογήρου είναι ομότιμος καθηγητής Τμ. Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ