Στην άκρη του χρόνου
Ο χρόνος είναι ποτάμι. Κάπου θα το βρεις φουσκωμένο και απειλητικό και κάπου να κυλάει γαλήνιο, να σε καλεί να βουτήξεις.
Του Γιώργου Τούλα
Διασχίζω με το αυτοκίνητο την πόλη, είναι τέλος Δεκέμβρη, λίγα μπαλκόνια μοιάζουν με διαστημόπλοια φωτισμένα αλλόκοτα, τύπου Λας Βέγκας. Ελάχιστα σε σχέση με παλιά.
Ο κόσμος τρέχει αμίλητος και ο χρόνος επίσης. Όσο μεγαλώνω με νοιάζει περισσότερο. Παλιά τον αγνοούσα. Τώρα νομίζω πως δεν προλαβαίνω. Με τη γενικότερη έννοια. Στο ράδιο παίζει ένα Νατ Κινγκ Κολ, θέλω να φτάσω σπίτι επειγόντως. Να βάλω ένα παλιό βινίλιο να τον ακούσω. Πρόπερσι βγάλαμε από τις κούτες το πικάπ και τα βινύλια. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να ξανακούσω τους δίσκους μου. Μια από τις υποσχέσεις τις χρονιάς που τήρησα. Τις πιο πολλές δεν τις τήρησα.
Βγαίνω στον παγωμένο νυχτερινό αέρα του μπαλκονιού. Ο κόσμος λαγοκοιμάται μπροστά σε τηλεοράσεις που παίζουν κάτι τραγικά σίριαλ σε επανάληψη. Απόγνωση.
Τις χρονιές τις μετράς πάντα με τα κατακάθια τους. Τα πρέπει συναγωνίζονται τα θέλω. Είναι στιγμές που λέω είναι ωραίο να μεγαλώνεις. Και ας το φοβόμαστε. Καμιά φορά αναλογίζομαι αν αξίζει να μαζεύεις αναμνήσεις και να βολεύεσαι μ΄ αυτές, όταν όσα ζεις δεν σε ικανοποιούν. Ο χρόνος είναι αμείλικτος. Το πόσο πολύ, το καταλαβαίνεις όταν κοιτάς το σώμα σου που σε προδίδει. Όταν μεσάνυχτα κουτουλάς από νύστα στον καναπέ και δεν προφταίνεις ποτέ το δελτίο των δώδεκα, εσύ που πέρναγες βδομάδες ξενυχτιού χωρίς να δεις το φως της μέρας. Ο χρόνος είναι δώρο, κάθε φορά που τα παντελόνια των παιδιών σου κονταίνουν από μόνα τους και συ κρυφοκαμαρώνεις. Για δες πώς μεγάλωσε!
Το τέλος κάθε χρόνου μοιάζει πάντα με άφιξη σε αεροδρόμιο. Λυπάσαι που το ταξίδι τέλειωσε, χαίρεσαι με όσα κουβαλάς, θλίβεσαι με όσα έχασες. Μια φορά σε μια συνέντευξη ο κύριος Μιχαήλ, συνταξιούχος εμποροράπτης ετών 83 μας είχε πει: ‘’Δε με νοιάζει ο χρόνος. Κοιμάμαι αργά μόνο γιατί πρέπει. Προτιμώ να μένω ξάγρυπνος για να κερδίσω ώρες ζωής. Χαμένος χρόνος είναι ο ύπνος.’’
Κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς βγαίνω από ένστικτο στο μπαλκόνι, εκεί κατά τις δέκα, λίγη ώρα πριν την ετοιμασία. Κοιτάζω τα φωτισμένα παράθυρα, τα αργόσυρτα βήματα στα χαλιά στα απέναντι διαμερίσματα, τις τηλεοράσεις που παίζουν ανασκοπήσεις. Βάζω βιαστικά νέα στοιχήματα και προσπαθώ να γίνω αντικειμενικός. Χαμογελάω, ολοένα και πιο δύσκολα, αλλά χαμογελάω. Έχω ως μότο ζωής το ‘’πάντα υπάρχει χρόνος’’ και συνήθως δικαιώνομαι. Η παρηγοριά είναι πάντα εντός μας. Σε όσα ζήσαμε. Σε όσα μάθαμε. Το ημερολόγιο τελειώνει. Πολλά λειψά. Πάντως πιο ανθρώπινα και πάλι. Με τα πάνω και τα κάτω τους.
Ο χρόνος είναι ποτάμι. Κάπου θα το βρεις φουσκωμένο και απειλητικό και κάπου να κυλάει γαλήνιο, να σε καλεί να βουτήξεις. Και να με ρωτούσες τι δουλειά θα ήθελα να κάνω τώρα που σε λίγο κλείνω τα πενήντα θα σου έλεγα να ακολουθώ ποτάμια.
Σκέφτομαι πως ότι αξίζει στη ζωή, είναι η μοιρασιά. Καλή χρονιά αναγνώστη μου.