Στην αναμπουμπούλα μόνο λύκοι κόβουν βόλτες
Αβέβαιοι καιροί, σκοτάδια. Αλλά μήπως η Ιστορία πάντα έτσι δεν γράφονταν; Πάντα ο κόσμος δεν έφτανε στο χείλος του γκρεμού του για να ξαναρχίσει; Μόνο που κάπως αυτή η φορά μοιάζει οριστική. Θα δούμε...
Την ώρα που πήγα να ψηφίσω, περασμένες έξι το απόγευμα, στο εκλογικό κέντρο της γειτονιάς μου επικρατούσε μια ραθυμία. Σε αντίθεση με άλλες εκλογικές αναμετρήσεις, που λίγο πριν το σφύριγμα της λήξης οι επισπεύδοντες δημιουργούσαν μια κινητικότητα, χθες το απόγευμα ο καυτός ήλιος του Ιουνίου έκανε το τοπίο να μοιάζει με μεξικάνικη σιέστα.
Τόνοι αχρησιμοποίητων ψηφοδελτίων στον πάγκο της εφορευτικής, άδεια παραβάν, αμουτζούρωτες λίστες ψηφοφόρων. Η αλήθεια είναι ότι στις παραλίες που είδα εγώ, τρεις ώρες πριν, κανείς δεν έδειχνε τη διάθεση να σηκωθεί. Ματαιότης.
Στις γενιές των παιδιών μου το αίσθημα του ματαίου, χωρίς συγκεκριμένο πρόσημο ή πρότερη βιωμένη εμπειρία, έχει ποτίσει το dna τους. Δεν έχει κανένα νόημα. Επαναλαμβάνεται στις κουβέντες το μάντρα, χωρίς να αιτιολογείται επαρκώς, χωρίς να δικαιολογείται βάσιμα. Ναι, οκ, υπάρχει εργασιακή εκμετάλλευση, έλλειψη ευκαιριών, ναι μεγάλωσαν μέσα σε μια εικοσαετία συντριβής των ονείρων, έλλειψης οράματος, με πολιτικές δυνάμεις και προσωπικό μετριότατο όμως κάπως όλο αυτό δεν πρέπει να αλλάξει; Παραίτηση.
Καθώς η κάλπη έβγαζε χθες αριθμούς και επιβεβαιώνονταν η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να πείσει, κυβερνώσας και αντιπολιτευόμενων παρατάξεων, να εμπνεύσουν ή έστω να καθησυχάσουν ότι κάτι θα γίνει και όλος αυτός ο εσμός των αλλεπάλληλων απογοητεύσεων κάπου θα βγάλει, τα ερωτηματικά αντί να λύνονται πληθαίνουν.
Με μια κυβέρνηση γεμάτη σοβαρά θέματα αλλαζονικής και σκανδαλώδους συμπεριφοράς και χειρισμών να υποχωρεί και τα βασικά αντιπολιτευόμενα κόμματα της κεντροαριστεράς να αδυνατούν στο κορυφαίο σημείο της μεταπολιτευτικής ανεπάρκειας να πείσει με έναν ουσιωδώς πειστικό αντίλογο και μια διάθεση συνεννόησης μπροστά στον κοινό εχθρό, είναι φανερό ότι δίνεται χώρος στα τρολ του συστήματος, στους σαλτιμπάγκους των σόσιαλ και της ευκαιριακής μεσσιανικής ρητορικής να σηκώσουν κεφάλι.
Ο, όχι άμοιρος ευθυνών. μπροστά στο παρακάτω της ζωής του, κόσμος, ψαρεύει στο Τικ Τοκ, στα τηλεοπτικά σταρ σύστεμ, στο τίποτε του θορύβου.
Στέλνει στο ευρωκοινοβούλιο τη Μελέτη, τη Λατινοπούλου, τον Αυτιά, ψηφίζει ευκαιριακά ακροδεξιά μορφώματα που του υπόσχονται να καθαρίσουν τον τόπο, να κάνουν ξανά τη χώρα μεγάλη. Ποια χώρα; Το προτεκτοράτο που έχει ήδη πουληθεί σε πέντε εταιρείες με συμβόλαια δεκαετιών;
Και μαζί με το ελληνικό τσίρκο θαυμάζει την κόρη του Λεπέν, που ”ωρίμασε” λόγω συνθήκης το λόγο της αλλά την ίδια προβιά λύκου φορά και πάλι, τη Μελόνι, τους Ευρωσκεπτικιστές, βλέπει την Ούρσουλα να ουρλιάζει από χαρά on camera γιατί το οικόπεδο της παραμένει το βασικό μαγαζί, χωρίς καν να αντιλαμβάνεται τι σημαίνει πειστικός λόγος σε μια αβέβαιη εποχή, βλέπει τους οικολόγους να μην πείθουν πουθενά στη χειρότερη στιγμή για τον πλανήτη Γη, και ετοιμάζεται να ζήσει το πιο θερμό καλοκαίρι της ιστορίας της η κραταιά μας ήπειρος με ασπιρίνες.
Αβέβαιοι καιροί, σκοτάδια. Αλλά μήπως η Ιστορία πάντα έτσι δεν γράφονταν; Πάντα ο κόσμος δεν έφτανε στο χείλος του γκρεμού του για να ξαναρχίσει; Μόνο που κάπως αυτή η φορά μοιάζει οριστική. Θα δούμε…
«Θυμηθείτε μονάχα τον τόνο που επικρατούσε εδώ πέρα τον τελευταίο καιρό. Θέλω να πω σ’ ολόκληρη την πολιτεία μας. Εκείνη τη γενική αναίδεια κι αδιαντροπιά. Ήταν ένα σκάνδαλο που συνεχιζόταν χωρίς διακοπή και χωρίς καμιά παρέμβαση. Και ποιός τα ενθάρρυνε όλα αυτά;
Ποιός τα κάλυπτε με το κύρος του; Ποιός τους έκανε όλους να χάσουν τον μπούσουλα; Ποιός ερέθισε όλες αυτές τις ασημαντότητες; Γιατί λοιπόν απορείτε αν τώρα όλοι στράφηκαν εναντίον σας; Όλα αυτά είναι δικό σας έργο. Εσείς ο ίδιος αγαπητέ Πέτρο Στεπάνοβιτς…
Ω Θεέ μου, μοιάζει τελείως άρρωστη τούτη η εποχή.
Όλα ανακατεύονται όταν η εξουσία παύει ν’ αφουγκράζεται το λαό της.»
Fyodor Dostoevsky, Οι Δαιμονισμένοι