Στην οδό Δελφών…
«Στην οδό Δελφών πηγαίνουμε;», με ρώτησε ο ταξιτζής και έκλεισα βιαστικά το τετράδιο...
Λέξεις: Γεώργιος Κωνσταντίνος Αντωνιάδης
«Στην οδό Δελφών» είπα στον ταξιτζή, καθώς επιβιβαζόμουν στο πολυτελές όχημα του. Δεν μπορούσα να περιμένω για πολύ ακόμα, κι έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω την premium λειτουργία της υπηρεσίας μεταφορών. “Έχουμε 10 λεπτά μπροστά μας, ας φροντίσουμε να τα αξιοποιήσουμε σωστά” συνέχισα φωναχτά τις σκέψεις μου και έβγαλα από τον χαρτοφύλακα μου ένα μικρό σημειωματάριο.
“Σοφία” έγραψα μέσα. Ένα όνομα που έχει χαραχθεί πια ανεξίτηλα στο μυαλό μου. Όπως κι άλλα. “Αλεξία”. “Ιωάννα”. “Μαρίνα”. “Κατερίνα”. Ονόματα ξένα, γνωστά και άγνωστα. Συνηθισμένα και ασυνήθιστα. Ονόματα που δε θέλω να θυμάμαι, και πασχίζω με νύχια και με δόντια να καταπολεμήσω τα βράδια που δυσκολεύομαι να κοιμηθώ.
Το ταξί στρίβει προς το δυτικό μέρος της πόλης, και τα κτήρια αρχίζουν να αλλάζουν μορφή. Κάποια συρρικνώνονται, άλλα μεγαλώνουν, άλλα ομορφαίνουν και άλλα γίνονται άσχημα. Περίεργα. Δυσνόητα. Ακαταλαβίστικα. Παράξενα. Δεν μπορώ να τα περιγράψω, αλλά σίγουρα κάποιος άλλος θα μπορούσε.
“Στην οδό Δελφών πηγαίνουμε;” με ρώτησε ο ταξιτζής και έκλεισα βιαστικά το τετράδιο. Δεν είχε περάσει ούτε ένα λεπτό από τότε που ξεκινήσαμε, αλλά μου φάνηκε ότι πέρασαν αιώνες. Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ στα λόγια του, και του έγνεψα απλώς καταφατικά.
Συνέχισα να γράφω μπερδεμένα λέξεις, ποιήματα και ιστορίες στο τετράδιο, όταν με ρώτησε για τρίτη φορά: “Στην οδό Δελφών;”
Αγανακτισμένος εγώ, του φώναξα “Ναι, άνθρωπε μου. Στην οδό των Δελφών πηγαίνουμε” και τότε ξεκινήσαμε για τα καλά. Και πριν προλάβω καλά καλά να ανοίξω το τετράδιο για να τελειώσω αυτή την ιστορία, είχαμε ήδη φτάσει.
“Θα πληρώσετε;”
“Θα ξανά φύγουμε, χρειάζομαι μονάχα μισό λεπτό” του απάντησα και βγήκα από το όχημα. Έβγαλα με χάρη το στυλό από το τετράδιο, το έκλεισα και το έριξα ακριβώς κάτω από την πινακίδα. Ύστερα, γέλασα πονηρά και ξανά μπήκα στο όχημα. Ήξερα ότι ένα κεφάλαιο έκλεινε μέσα μου και ένα νέο άρχιζε.
“Θα πληρώσετε κύριε;” με ρώτησε νευριασμένα.
Μα πριν προλάβω να απαντήσω, ανοιγοκλείνω τα μάτια και βρίσκομαι κάτω από την πινακίδα της οδού. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτό μου ή τα περίεργα κτήρια. Είχα πληρώσει. Είχα δώσει αρκετά. Πολλά παραπάνω. Ο οδηγός με έκλεψε. Φτάνει. Αρκετά.
“Θα πληρώσετε κύριε;” ακούω και δέχομαι μια σπρωξιά στον ώμο. “Μα καλά, τι άνθρωπος είσαι εσύ;” μου λέει και του δίνω ένα 50αρικο. “Κράτα τα ρέστα” του φωνάζω και βγαίνω τρέχοντας μακριά από αυτή την οδό.
Σίγουρα δε θα ξανά επιστρέψω. Τουλάχιστον όχι πριν σημειώσω το επόμενο όνομα.
– Για τους χαμένους έρωτες