Στον δρόμο για την Κανταχάρ
Ο Νίκος Κουζίνης περιγράφει τους δρόμους που συνάντησε ανά την Ελλάδα και τις προσευχές που έκανε για να τους διασχίσει
Λέξεις: Νίκος Κουζίνης
Λόγω επαγγέλματος, υπηρέτησα 25 χρόνια στην νότια Ελλάδα και σε δυο νησιά, στην Λευκάδα και στην Κάρπαθο από το 1981 ως και το 2006. Όταν την δεκαετία του 80 ξεκινούσα με την καλοκαιρινή μου άδεια για την Βόρεια Ελλάδα, έκανα δέκα φορές το σταυρό μου και έλεγα μαζί και δέκα «πατερημά».
Το εθνικό οδικό δίκτυο από την Πελοπόννησο έως και το Αιγίνιο μια απλωμένη καρμανιόλα, που δεν σου χάριζε εύκολα στην πρώτη και τελευταία σου ίσως στραβοτιμονιά. Τι να θυμηθώ. Τον κωλοσούρτη; Μιάμιση ώρα Τρίπολη-Άργος σε ορεινό δρόμο με στροφές φουρκέτες 180 μοιρών, με νταλίκες κατάφορτες να σέρνονται στις ανηφόρες και κατηφόρες. Τις ακολουθούσες στωικά μην μπορώντας να κάνεις αλλιώς. Στη συνέχεια ‘Αργος, Κουτσοπόδι, Δερβενάκια, Κόρινθος σε δρόμο με ένα ρεύμα κυκλοφορίας ένθεν κι ένθεν, όλο στροφές, που η προσπέραση ήταν για καμικάζι. Κι έβγαινες στην Εθνική Κορίνθου-Αθηνών με τα μάτια 14 μην σου έρθει από απέναντι ο τραλαλάς και σου καρφωθεί σαν βέλος.
Το μόνο κομμάτι με διάζωμα στην μέση, η Κακιά Σκάλα. Έπειτα διάλεγες ή μέσω Αθηνών για Θεσσαλονίκη ή μέσω Μάνδρας για Θήβα. Η δεύτερη διαδρομή έχει αλλάξει ελάχιστα μέχρι σήμερα. Τέσσερις ώρες από Τρίπολη για Αθήνα για τα 240 περίπου χιλιόμετρα και ήσουν κι ευχαριστημένος. Μέσω Αθηνών, κλασσικά ακολουθούσες την διαδρομή μέχρι τις παρυφές της Πάρνηθας κι έπιανες με το καλό τον δρόμο για Αυλώνα-Θήβα. Εκεί άλλος Γολγοθάς μέχρι να περάσεις την Υλίκη και να πιάσεις τις ευθείες της Αταλάντης. Στη συνέχεια τα Καμένα Βούρλα και το πέταλο Μαλιακού που έμπαινες με την ψυχή στο στόμα και μετά από τρισάγιο.
Οι ανηφόρες στη συνέχεια για την Θεσσαλική πεδιάδα και η ατραπός των Τεμπών με επικίνδυνο κολλητάρι της τις στροφές του Πλαταμώνα, όπου μόνο οι «έξυπνοι» Θεσσαλονικείς έκαναν προσπέραση πάνω στις φουρκέτες τις νταλίκες για να προλάβουν τι; Ποτέ δεν το κατάλαβα. Είναι όλοι αυτοί οι «έξυπνοι» συμπολίτες μας που μέσα στην πόλη πάνε σαν κότες, στις εθνικές προσπερνούν από την ΛΕΑ και μέσα στην Αθήνα τρέμουν τα πόδια τους στα πεντάλ. Κι έφτανες κάποτε στην άπλα του δρόμου μετά το Αιγίνιο κι έλεγες επιτέλους μπήκαμε στα δικά μας χώματα. Και ήμασταν υπερήφανοι για τον δρόμο μας, που πήγαινες με άνεση χωρίς τον κίνδυνο να σου έρθει κανείς από απέναντι. Δέκα ώρες ταξίδι τελείωνε αλλά και σε τελείωνε.
Και τα χρόνια πέρασαν. Κι έκανα από το 2019 κάθε χρόνο ένα ταξίδι από Θεσσαλονίκη μέχρι την Καλαμάτα από διαφορετικούς δρόμους. Το ένα δρομολόγιο από τον βασικό οδικό άξονα Θεσσαλονίκη-Αθήνα-Καλαμάτα και το δεύτερο επειδή είχα περισσότερο χρόνο από το δευτερεύον οδικό δίκτυο Θεσσαλονίκη-Κατερίνη-Ελασσόνα-Λαρισα-Δομοκό-Λαμία-Αθήνα-Καλαμάτα έτσι για να δούμε και το φθινοπωρινό τοπίο.
Για ότι αφορά το ταξίδι μου από τον βασικό γνωστό άξονα. Από την αρχή που μπήκα στον δρόμο για Αθήνα και μετά την λαχαναγορά, οι λακκούβες και τα σαμάρια έκαναν το αυτοκίνητο να βουίζει σαν σαράβαλο Λες και βρισκόσουνα στον δρόμο για την Κανταχάρ. Η γέφυρα του Αξιού, στις ενώσεις της, έτοιμη να σε απογειώσει από το οδόστρωμα. Νερά λιμνάζοντα στην άσφαλτο μετά από βροχή και προβληματική διαγράμμιση συμπληρώνουν το σκηνικό οδηγικού τρόμου. Τουαλέτες πουθενά. Αν σούρθει τρέχεις στα τσαϊρια σε κοινή θέα. Τρία ταμεία στα διόδια και δύο για ηλεκτρονικό pass. Η ουρά; 15-20 αυτοκίνητα την καθημερινή. Και μπήκα στον δρόμο μετά το Αιγίνιο. Το αυτοκίνητο σταμάτησε να μουγκρίζει. Άκουγες μόνο τον κινητήρα. Λακκούβες; Καμία μα καμία μέχρι την Καλαμάτα ρε παιδιά και σαμάρια ανύπαρκτα. Διαγράμμιση άριστη. Τέμπη με άνεση από τα τούνελ το ίδιο και στα Καμένα Βούρλα. Τουαλέτες παντού. Έφτασα στην Αθήνα και συνέχισα για Πελοπόννησο. Οι δρόμοι να πηγαίνεις με κλειστά μάτια. Τούνελ έξω από την Τρίπολη και μετά για Καλαμάτα. Με γέφυρες με εναέρια τόξα που αναρωτιόσουν, που βρίσκομαι; Στο Μανχάταν; Δρόμοι αλφάδι να χαίρεσαι να οδηγείς.
Πληρώνεις βέβαια για όλη την διαδρομή 70 ευρώ διόδια αλλά πας με ασφάλεια και βγαίνεις ατσαλάκωτος. 700 περίπου χιλιόμετρα σε οχτώ ώρες με μια στάση μιας ώρας (μισής και μισής). (Να σημειώσω ότι στην επιστροφή μετά το Αιγίνιο κάπου στα Μάλγαρα από το πολύ το ντρούκου ντρούκου κρέμασε η εξάτμισή μου.) Κι εκεί αναρωτήθηκα τι κάνανε οι δικοί μας περιφερειάρχες τόσα χρόνια και άφησαν στην κακή τους τύχη τον αλλοτινό δρόμο μας διαμάντι;. Ας μην μιλήσουμε για τους δρόμους για Χαλκιδική, Κιλκίς, Σέρρες, Δράμα. Ακόμα δεν μπορούν να θεωρηθούν δρόμοι και όλοι βέβαια οι υπόλοιποι, παρ΄όλο που έχουμε στην Μακεδονία ένα κάρο εισόδους από και προς τις όμορες χώρες.
Για ότι αφορά το ταξίδι μου από το δευτερεύον οδικό δίκτυο έχω να παρατηρήσω ότι το οδικό δίκτυο αν και δευτερεύον, από ορεινά περάσματα και στροφές, ήταν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση με ελάχιστες φθορές σε ελάχιστα σημεία και ειδικά σε μέρη όπου κινούνται μεγάλα αγροτικά μηχανήματα (Λάρισα-Φάρσαλα). Ειδικά στο τμήμα ανάβασης Δομοκός-Λαμία το οδόστρωμα ήταν άριστο με άρτια διαγράμμιση και οδοσήμανση. Και το παράδοξο αν και κινήθηκα σε ορεινό δρόμο με μικρές σχετικά ταχύτητες, μέχρι την Λάρισα έκαψα 18 ευρώ βενζίνη και άλλα 36 μέχρι την Θήβα συμπληρώνοντας το ρεζερβουάρ και τις δύο φορές στο τέρμα του.
Βέβαια στην Πελοπόννησο, κάποτε υπήρξε ένας περιφερειάρχης που έταξε σαν σκοπό του να φτιάξει δρόμους και το πέτυχε. Τατούλης το όνομά του, έτσι πληροφοριακά. Εμείς ας μην έχουμε αυταπάτες, βολευτήκαμε με μια ημιτελή ακόμα Εγνατία και αφήσαμε τις άλλες πόλεις στην τύχη τους. Και δεν πρόκειται να γίνει κάτι γιατί σε λίγο καιρό η ΕΕ παύει να χρηματοδοτεί δρόμους.
Οι δικοί μας πολιτικοί δυστυχώς μόνο για φρου φρού κι αρώματα είναι. Ο περιφερειακός ξεκίνησε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 70. Το 1980 κάναμε δοκιμαστική παρέλαση για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου όταν ακόμα είχε χώμα. Αναρωτηθήκατε πόσα σοβαρά οδικά έργα εδώ και 50 χρόνια έγιναν μέσα στην πόλη; Κανένα, αλλά μόνο Δύο. Μια αερογέφυρα, με το στανιό, στην Σταυρούπολη και μια στην Λαχαναγορά. Αυτά είναι τα έργα για την πόλη. Συμπληρωματικά στην ουσία μαζί με την κατάργηση κάποιων φαναριών στον περιφερειακό. Ό,τι δηλαδή έγινε μισό εξ αρχής αποκαταστάθηκε μετά από 40 χρόνια. Νέο έργο κανένα για την πόλη. Τώρα θα μου πείτε ψάχνεις γωνία στο δεκάρικο, εδώ μέσα στην πόλη οι δρόμοι από τα σκαψίματα των οπτικών ινών έχουν το άθλιο χάλι τους, για τουαλέττες στην Εθνική ψάχνεις και διαγραμμίσεις; Στην δε περιφέρεια, πας στις Σέρρες επιτέλους σαν άνθρωπος. Δεν ξέρω αν ήταν κι αυτό ένα αργοπορημένο έργο-υπόσχεση στους Σερραίους από τους Καραμανλήδες, γιατί για τις υπόλοιπες πόλεις και τα πέριξ τους, πας ακόμα «τούκου τούκου τάκα τάκα κι εχει και μεγάλη πλάκα».
Κι όσο για τις νταλίκες, στην Ευρώπη δεν κυκλοφορούν Σαββατοκύριακα και αργίες, κι αν κυκλοφορούν τις υπόλοιπες ημέρες σε σημεία αιχμής της κυκλοφορίας, μπαίνει η «καραμπινιερία» με περιπολικό μπροστά και το ακολουθούν, όλες ανεξαιρέτως δεξιά σαν κάμπιες. Το είδα έξω από το Μιλάνο, καθημερινή απόγευμα που γύρναγαν οι Μιλανέζοι από τις παραλίες. (Εδώ η δικιά μας ανύπαρκτη τροχαία, κάπου βόσκει η αγάπη μου μα δεν ξέρω που;). Εμείς αντίθετα εδώ στο Ελλαδιστάν, οι Έλληνες νταλικέρηδες δηλαδή, γιατί οι ξένοι δεν το κάνουν, ούτε και οι Τούρκοι ακόμα, δοκιμάζουν τα ιντερκούλερ τους πόσα άλογα και πόσα γαϊδούρια βγάζουν στις ανηφόρες στο Δερβένι, κάνοντας κόντρες για χιλιόμετρα. Το έζησα μπροστά στο Τιτάν, να κάνουνε κόντρες, πιάσανε το δεξιό και το αριστερό ρεύμα και άφησαν το μεσαίο να περνάνε τα ΙΧ. Και πηγαίνανε και πηγαίνανε. Και μας είχανε γραμμένους όλους όσους ακολουθούσαμε. Η βλακεία σε όλο της το μεγαλείο και μάλιστα με σφραγίδα επαγγελματία βλάκα. Αυτό αν το έκαναν σε άλλη χώρα θα τους τα έπαιρναν όλα και θα τους άφηναν χωρίς τα παντελόνια στην άσφαλτο.
Μ’ αυτά κλείνω την περιγραφή μου νιώθοντας θλίψη, όχι από καθαυτή την εικόνα της κατάντιας μας εδώ πάνω, αλλά επειδή είχα την ατυχία να δω άλλα μέρη και να έχω κάποιο μέτρο σύγκρισης.