Στον σταθμό των τρένων

Της Λίνας Βανίδη Είχα ήδη χάσει το δρομολόγιο των 14:14, πιστεύοντας λανθασμένα ότι φεύγω στις 4:14μμ και τώρα κόντευα να χάσω και αυτό των 16:16. Το κέντρο της Αθήνας ήταν κλειστό λόγω της 17ης Νοέμβρη και μετά κόπων και βασάνων διέσχιζα ξεφυσώντας την είσοδο του Σταθμού Λαρίσης λίγα λεπτά πριν την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας, απλά […]

Λίνα Βανίδη
στον-σταθμό-των-τρένων-16448
Λίνα Βανίδη
bytraingallery4.jpg

Της Λίνας Βανίδη

Είχα ήδη χάσει το δρομολόγιο των 14:14, πιστεύοντας λανθασμένα ότι φεύγω στις 4:14μμ και τώρα κόντευα να χάσω και αυτό των 16:16. Το κέντρο της Αθήνας ήταν κλειστό λόγω της 17ης Νοέμβρη και μετά κόπων και βασάνων διέσχιζα ξεφυσώντας την είσοδο του Σταθμού Λαρίσης λίγα λεπτά πριν την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας, απλά για να εισπράξω ένα αδιάφορο «το τρένο έχει κλείσει, έχει φουλάρει, πώς το λένε;» από μία ταμία που εμφανώς απολάμβανε το θέαμα άλλου ένα επιβάτη που αναγκαστικά θα περίμενε για το επόμενο τρένο.

Είχα δύο ώρες και ένα τέταρτο για σκότωμα, πριν τις άλλες έξι μέσα στο τρένο δηλαδή. Το να γυρίσω στο κέντρο της πόλης δεν είχε νόημα, όρεξη να εξερευνήσω τα πέριξ του Σταθμού δεν υπήρχε, οπότε συμβιβάστηκα με ένα πράσινο τσάι και ένα πακέτο Γεμιστά Παπαδοπούλου στο εξωτερικό καφέ. Ευχαρίστησα την κυρία που καθάρισε το τραπέζι μου, στράγγισα το φακελάκι από το τσάι, τράβηξα την κόκκινη άκρη «Ανοίξτε εδώ» και βούτηξα ένα μπισκότο στο χάρτινο φλιτζάνι που άχνιζε. Ο ήλιος ήταν ακόμη στον ουρανό και το κρύο ήταν ανεκτό. Το κινητό ήταν έτοιμο να μείνει από μπαταρία οπότε δεν μπήκα καν στον κόπο να ασχοληθώ μαζί του κι αποφάσισα να διαβάσω τα τελευταία δύο κεφάλαια του «Η τελευταία μαύρη γάτα» του Τριβιζά.

Οι σελίδες τελείωσαν γρήγορα, το ίδιο και το τσάι. Κοίταξα το ρολόι, είχα άλλη μία ώρα περίπου. Ήθελα ακόμη ένα τσάι και έτσι σήκωσα το βλέμμα για να βρω κάποιον αρκετά αξιόπιστο για να του ζητήσω να προσέχει τη βαλίτσα μου.

– Με συγχωρείτε, είναι πιασμένη αυτή η θέση;, με ρώτησε χαμογελώντας ευγενικά. – Όχι, καθίστε, απάντησα. Θα μου κάνετε τη χάρη να προσέχετε μισό λεπτό τη βαλίτσα μου; – Φυσικά. Επέστρεψα σε λίγα λεπτά και τώρα ήταν η σειρά μου να προσέχω τα δικά του πράγματα μέχρι να επιστρέψει με δύο καφέδες και ένα μπουκάλι νερό. – Ήρθα νωρίτερα για να βρω εισιτήριο. Περιμένω το γιο μου, είπε χαμηλόφωνα. Θα μου κάνει παρέα μέχρι να φύγω, το τρένο μου φεύγει στις 12. «Τελικά υπάρχουν και χειρότερα από τα δικά μου», σκέφτηκα. 7 ώρες σ’ αυτή την άβολη καρέκλα, παρέα με κακό καφέ και ανθρώπους που θέλουν να φύγουν. – Είναι στην Ευελπίδων και είχε το Σαββατοκύριακο ελεύθερο. Ήρθα από τα Γιαννιτσά για να τον δω.

Με κοίταζε συνεσταλμένα και ο τόνος της φωνής του, περιγράφοντας τη ζωή του παιδιού του, είχε μια συγκινητική τρυφερότητα. Ο Εύελπις ήταν ο μικρός του, στα 19. Ο πρώτος είχε ήδη μπει στην Αστυνομία. «Και οι δύο είναι μακριά, αλλά τουλάχιστον είναι  εξασφαλισμένοι, όσο δηλαδή αυτοί οι καταραμένοι καιροί το επιτρέπουν». Ο ίδιος έμενε μόνος, λίγο έξω από τα Γιαννιτσά, στο σπίτι που κάποτε ζούσανε ως οικογένεια, με τη γυναίκα του και τους δύο γιους τους. «Δεν πέτυχε», εξομολογήθηκε, και εξήγησε με σεμνότητα πως περίμεναν υπομονετικά και οι δύο να φύγουν τα παιδιά από το σπίτι πριν χωρίσουν τους δρόμους τους. «Εκείνη γύρισε στη μάνα της, η μάνα της δεν άντεξε τη στεναχώρια και 3 μήνες αργότερα πέθανε. Δε μιλάμε, μου καταλογίζει το ότι την έκανα δυστυχισμένη. Μαζί με αυτή δε μου μιλάνε πια και αρκετοί άλλοι. Αυτοί δεν ξέρω τι μου καταλογίζουνε.» Δεν μπορούσα να καταλάβω πως ένας τόσο γλυκύς άνθρωπος μπορούσε να κάνει κάποιον άλλο δυστυχισμένο. Αλλά πάλι, ίσως απλά δεν μπόρεσε να την κάνει και ποτέ ευτυχισμένη.

Η κουβέντα γύρισε πάλι στα αγόρια του και τα μάτια του έλαμψαν από την περήφανη αγάπη του γονιού. «Ήρθα στη Θεσσαλονίκη για την παρέλαση, ξέρετε, τον Οκτώβρη. Πάντα ερχόμουν», είπε. «Αλλά αυτή τη φορά στεναχωρέθηκα.» Τον ρώτησα γιατί. «Πήγα από τους πρώτους και έφυγα τελευταίος. Ήθελα να μιλήσω με τους Ικάρους. Ήμουν μηχανικός στα νιάτα μου, παρέα με τους ιπτάμενους κάναμε τότε. Δεν ξέραμε άλλο κόσμο. Δε θέλαμε μάλλον να ξέρουμε. Η πατρίδα και η σημαία τότε σου γεμίζανε την καρδιά. Αλλά τώρα, δεν τους είδα έτσι. Κουραστήκανε…». «Είναι και οι μισθοί τους που πέσανε», προσπάθησα να πω. «Είναι, δε λέω. Δεν μπορεί ο υπάλληλος να παίρνει τα ίδια με τον ιπτάμενο, όσο και να πεις, δεν κάνουνε την ίδια δουλειά. Αλλά, δεν είναι μόνο τα λεφτά. Τα μάτια τους, είναι διαφορετικά. Όλα είναι διαφορετικά πια. Καλά που βρίσκεις και κανάν άνθρωπο να πεις και δυο κουβέντες, που και που. Εκεί που είμαι εγώ, δύσκολο αυτό πια.”

Χτύπησε το τηλέφωνό του και διακριτικά άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου, «κοίτα που πέρασε η ώρα», σκέφτηκα. Όταν έκλεισε, είχα ήδη σηκωθεί και περνούσα την τσάντα χιαστί στον ώμο μου. «Δε θα ‘ρθει», είπε με ένα μικρό παράπονο.  «Η κοπέλα του κατάφερε και πήρε ρεπό οπότε, ε όσο να το κάνεις, είναι καλύτερη παρέα από μένα. Δεν πειράζει, καλά κάνει, εγώ τον είδα μιάμιση ολόκληρη μέρα». Χαιρετηθήκαμε και ανταλλάξαμε ευχές για καλό ταξίδι. «Μην απελπίζεστε εσείς οι νέοι. Η ζωή δεν είναι εύκολη, αλλά άμα νιώσει ότι την παρατάς μπορεί να γίνει πολύ σκληρή. Να την κρατάτε όμορφη, ακόμη και με τα λίγα».

Του έσφιξα το χέρι και του πρότεινα ξανά τα μπισκότα και δύο τσιγάρα που είχε νωρίτερα αρνηθεί. «Για τον καφέ που περίσσεψε», του είπα. «Κοπελιά μου, είσαι λεβεντιά. Αληθινή καρντασίνα!», απάντησε και χαμογέλασε. Οι 6 επόμενες ώρες μέσα στο τρένο, κύλησαν πολύ πιο γρήγορα από όσο είχα αρχικά φοβηθεί. Ένα εγκάρδιο κομπλιμέντο πάντα βοηθάει…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα